Το σύνθημα “Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια” στον λόγο της Δικτατορίας (1967-1974)

https://www.icloud.com/pages/0rVr3iGeXVDsoWKl2KWh74WAg#patris_thriskeia_oikogeneia

Εισαγωγή

 «Και μη ξεχνάς ότι ένα πρέπει να είναι το πιστεύω σου: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Έτσι έκλεισε την (ήπια, είναι αλήθεια) ανάκρισή μου ο διευθυντής του παραρτήματος Ασφαλείας του αστυνομικού τμήματος της περιοχής μου, όπου είχα κληθεί «δι’ υπόθεσίν σας» στα μέσα της περιόδου της Χούντας. Έκρινε, και σωστά, ότι ήταν περιττό να γίνει αναλυτικότερος. Για εκείνον, αλλά φυσικά και για μένα, το σύνθημα αυτό συνόψιζε και σηματοδοτούσε τις πρώτιστες αξίες από τις οποίες έπρεπε να εμφορείται ο «νομιμόφρων» υπήκοος, όπως τον αντιλαμβανόταν τότε το κράτος. Εξάλλου το γραφειοκρατικό, μάλλον άτονο ύφος της νουθεσίας του υποδήλωνε ότι το σύνθημα είχε ήδη αρχίσει να φθείρεται με την πληθωρική, χονδροειδή χρήση του από την προπαγάνδα της καραβανάδικης δικτατορίας: ακόμη και οι εντεταλμένοι της είχαν βαρεθεί να το επαναλαμβάνουν.

Για όσους Έλληνες έζησαν πριν το 1974, το περιστατικό που αφηγείται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Όσοι έχουν αυτή την ηλικία, γνωρίζουν ότι η πασίγνωστη φράση – σύμβολο,  το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»,  κυριάρχησε στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Συνθηματικές φράσεις, βέβαια, χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο χώρο της πολιτικής προπαγάνδας. Πρωτότυπα ή κοινότοπα, δημοφιλή ή αδιάφορα, εύστοχα ή άστοχα, επιθετικά ή μετριοπαθή, τα συνθήματα συνοδεύουν τη δράση οργανώσεων,  κομμάτων, κυβερνήσεων και καθεστώτων. Σπάνια, ωστόσο, μια συνθηματική φράση μπορεί να ταυτιστεί τόσο στενά  με  μια ολόκληρη πολιτική περίοδο, όπως το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» έχει συνδεθεί στη συνείδηση των περισσότερων από εμάς με την καθεστηκυία  ιδεολογία της απριλιανής περιόδου και την  κρατική ιδεολογία της εθνικοφροσύνης και της συντήρησης.  Η προβολή του σε όλα τα μέσα διοχέτευσης του επίσημου  κρατικού λόγου, το είχε μετατρέψει σε ηγεμονική  κοινοτοπία, σε κορυφαίο ιδεολόγημα πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το   «κράτος των εθνικοφρόνων»  της Δικτατορίας. 

 Τι είναι, όμως, ένα σύνθημα και ποιες ιδεολογικές και κοινωνικές λειτουργίες επιτελεί; Σε ένα κόσμο πλημμυρισμένο από τις επιτηδευμένες τεχνικές της διαφήμισης και τις στοχεύσεις της πολιτικής προπαγάνδας οι “συνθηματικές φράσεις», τα «σλόγκαν»  επιτελούν λειτουργίες πειθούς. Περιλαμβάνουν λέξεις ενός οικείου λεξιλογίου οι οποίες μεταφέρουν πολιτικές και ιδεολογικές σημάνσεις συνήθως  με συγκεχυμένα ή διφορούμενα νοήματα. Ο βομβαρδισμός του δέκτη με αυτά τα ρυθμικά μηνύματα, η επανάληψη αμβλύνουν την κριτική αντίσταση του δέκτη, ενώ η ασάφεια και η πολυσημία τους  επιτρέπει τη διεύρυνση της εμβέλειας τους. Οι λέξεις – φράσεις αναδεικνύονται σε σύμβολα  υψηλών εννοιών (λαός, Πατρίδα κ.α.) που επιδρούν στη συναισθηματική  σφαίρα του δέκτη, εμποδίζουν την κριτική επεξεργασία και επιβάλλονται ως αυτονόητες αλήθειες. 

Στην παρούσα μελέτη θα επιδιώξω  να εντοπίσω τις τρεις αυτές έννοιες και να ερμηνεύσω  τον τρόπο με τον οποίο «συγκολλήθηκαν» και νοημοδοτήθηκαν στον επίσημο λόγο της δικτατορίας, όπως αυτός εκφράζεται στο έργο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, «Το Πιστεύω μας». Θα προσπαθήσω, δηλαδή,  να διερευνήσω  αν και σε ποιο βαθμό το  ηγεμονικό αυτό τρίπτυχο,  που κυριάρχησε στη συντηρητική ιδεολογία της ελληνικής κοινωνίας τη μεταξική και μετεμφυλιακή περίοδο, ενσωματώνεται στο λόγο και την ιδεολογία της απριλιανής δικτατορίας. Πιο συγκεκριμένα στόχος της έρευνας είναι να εντοπίσει τη θέση  του ιδεολογικού αυτού τριπτύχου στη  συνολική  ιδεολογία των καθεστώτος και τη σχέση του με άλλα ιδεολογήματα που άντλησε το καθεστώς από το παρελθόν και πρόβαλε προσπαθώντας να διαμορφώσει μια δική του ενιαία και συνεκτική ιδεολογία. 

Πρέπει να δειυκρινίσω ότι οι τρεις έννοιες του προς διερεύνηση συνθήματος  «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δε εξετάζονται  αθροιστικά ή παράλληλα, ως λίγο ή πολύ ανεξάρτητες μεταξύ τους συνιστώσες, αλλά ως αλληλοεξαρτόμενα στοιχεία ενός όλου, μιας ιδεολογικής θέσης και κοινωνικής στάσης, της στάσης του συντηρητικού λόγου. Ο τελευταίος δεν εδράζεται απλά πάνω σε αυτές τις έννοιες-πυλώνες, αλλά στο σημείο που αυτές οι συνιστώσες τέμνονται. Αυτό το σημείο τομής δεν παραμένει σταθερό στο χρόνο, αλλά μεταβάλλεται ακολουθώντας τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες. Ο τρόπος δηλαδή, που η κοινωνία προσέλαβε το περιεχόμενο αυτού του συνθήματος – κατά τη μακρά πορεία συγκρότησης του – άλλαζε  ανάλογα με την οπτική κάθε εποχής : από το ηθικό – χριστιανικό χαρακτήρα στον εθνικό – γλωσσικό και στον πολιτικό – αντικομμουνιστικό. Με αυτόν τον τελευταίο χαρακτήρα το πρόβαλλε η μεταξική δικτατορία και το μετεμφυλιακό κράτος. Η δικτατορία του 1967 θα είναι το τελευταίο καθεστώς που θα το διασαλπίσει, με ύφος, συχνότητα και αισθητική που το μετέτρεψαν σε καρικατούρα κι επιτάχυναν την έκπτωσή του. Οι καιροί άλλωστε είχαν αλλάξει.

Η ιστορία ενός συνθήματος

Η πασίγνωστη φράση – σύμβολο,  το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»,  είναι συνδεδεμένο ισχυρά στη συνείδηση των περισότερων από εμάς με τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Ωστόσο, η συνθηματική αυτή φράση δε δημιουργήθηκε μέσα στα όρια εκείνης της περιόδου. Η ιστορία του συνθήματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου και ακολούθησε πολύ σύνθετες διαδρομές.

Η γένεση του συνθήματος – η ηθική αναμόρφωση

Το βιβλίο της Έφης Γαζή «Πατρίς, θρησκεία, οικογένειαΙστορία ενός συνθήματος (1880-1930)» εντοπίζει τη διαμόρφωση του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»και την αποκρυστάλλωση των νοημάτων και του περιεχομένου του στην περίοδο μεταξύ των ετών 1880-1930. 

Η προβολή και η  νοημοδότηση των λέξεων – εννοιών που  εμπερικλείει η συγκεκριμένη   συνθηματική φράση έχει τις απαρχές  στα τέλη του 19ου αι στη δράση των λεγόμενων  «χριστιανών – αναμορφωτών». Πρόκειται για κληρικούς ή λαϊκούς οι οποίοι κινούμενοι έξω από τους επίσημους κρατικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς – και συχνά σε σύγκρουση μαζί τους –  διατύπωσαν  έναν ανανεωμένο χριστιανικό λόγο με στόχο   την ηθικοποίηση και ανάπλαση της ελληνικής κοινωνίας. Κεντρική μορφή υπήρξε ο αμφιλεγόμενος στοχαστής Απόστολος Μακράκης, γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε  μια ομάδα  μαθητών – οπαδών.

Το  αναμορφωτικό τους όραμα, όπως προβάλλεται στις σελίδες του πιο σημαντικού περιοδικού της περιόδου, «Ανάπλασις», εντοπίζεται στην διαπίστωση της «ηθικής κρίσης» της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι αποτέλεσμα της διάδοσης  των «υλιστικών ιδεών». Η υπέρβαση αυτής της κρίσης και η θωράκιση της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διάδοσης και επικράτησης των χριστιανικών αξιών, οι οποίες αφού εδραιωθούν πρώτα στην οικογένεια – το βασικό κύτταρο  της κοινωνικής ζωής –  θα επικρατήσουν και στην κοινωνία, ώστε να επιτευχθεί η αναμόρφωση του έθνους. Έτσι για πρώτη φορά προβάλλεται η τριπλή ενότητα εννοιών ως προϋπόθεση μιας «υγιούς ζωής», δηλαδή η σύνδεση της Πατρίδας με την οικογένεια διαμέσου της θρησκείας : 

«κ τς οκογενείας γενννται τς πατρίδος τάξις, τ μεγαλεον, εδαιμονία. οκογένεια δίδει ες τὸἔθνος τν ζωτικότητα κα προκατασκευάζει τ ες τν περάσπισιν ατο δυνάμεις. Πατρς κα οκογένεια εναι στενς συνδεδεμέναι, ἡἑτέρα εσχωρεὶἐν τῇἑτέρ.[…] Ἡἕνωσις ν τ ετυχί τς οκογενείας κα τς πατρίδος ξηγεται εκόλως, διότι μφότεραι χουσιν νάγκην τν δίων ρετν, τν ατν νόμων […] λλ’ ἡὑγις ζω τς οκογένειας βάσιν χει ναγκαίαν τν θρησκείαν».

Η ηθική αναμόρφωση ως εθνική αναμόρφωση

Ο λόγος αυτός άρχισε να βγαίνει από το περιθώριο των μικρών παρα-εκκλησιαστικών ομάδων και να υιοθετείται από μεγαλύτερα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας από τις αρχές του 20ου αι. ως αντίδραση  στην εξάπλωση νεωτερικών ιδεών, όπως ο σοσιαλισμός, ο δαρβινισμός, ο φεμινισμός, ο δημοτικισμός.Οι ιδέες αυτές δαιμονοποιήθηκαν και  προβλήθηκαν ως  θανάσιμη απειλή κατά των αξιών και της ίδιας της υπόστασης της οικογένειας, της θρησκείας, της ηθικής και του Έθνους προκαλώντας στα πιο συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ένα αίσθημα «ηθικού πανικού».  Κομβικό σημείο στο οποίο εκφράστηκε πιο συγκροτημένος ο συντηρητικός λόγος ήταν η αντίδραση στην γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση η οποία αμφισβήτησε για πρώτη φορά τα θεμέλια της εθνοθρησκευτικής εκπαίδευσης που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο από το 19ο αι και εισήγαγε καινοτομίες όσον αφορά τη γλώσσα, τις έμφυλες σχέσεις, τις παιδαγωγικές μεθόδους και το περιεχόμενο της διδασκαλίας. 

 Κορυφαία και ενδεικτική έκφραση αυτής της αντίδρασης ήταν η υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου, που ξέσπασε το 1911 και οδήγησε σε μια θυελλώδη δίκη στο Ναύπλιο το 1914. Μέσα από τη σφοδρή αντιπαράθεση με τους μεταρρυθμιστές εκπαιδευτικούς με επίκεντρο το γλωσσικό ζήτημα συγκροτήθηκε ένα δίπολο αντίθεσης : χριστιανοί  που υπερασπίζονται τις αξίες και εθνικά ιδεώδη από τη μια και «άθεοι μαλλιαροί»  οι οποίοι στρέφονταν κατά  «των πατρίων, της θρησκείας και της γλώσσης ημών». Έτσι το όραμα ηθικής αναμόρφωσης μετασχηματίζεται   σε όραμα εθνικής αναμόρφωσης.

Ο εθνικός – αντικομμουνιστικός προσανατολισμός

Δέκα χρόνια αργότερα και ενώ έχει μεσολαβήσει η Οκτωβριανή επανάσταση  και ο πανικός που η εδραίωσή της προκάλεσε στα αστικά καθεστώτα, ο συντηρητικός λόγος των χριστιανών – αναμορφωτών  προσλαμβάνει έναν αντικομμουνιστικό προσανατολισμό. Ο «μαλλιαρισμός» και ο «σωφραζετισμός»     συνδέθηκαν τώρα άμεσα με το μπολσεβικισμό ως διαφορετικά πρόσωπα του ίδιου κακού. Τα Μαρασλειακά του 1925 υπήρξαν το κρεσέντο αυτής της νέας φάσης. Η χρήση της δημοτικής στη διδασκαλία, οι «ελευθεριάζουσες» παιδαγωγικές μέθοδοι, οι «αντεθνικές» ιδέες του Δελμούζου και η σκανδαλώδης ανάθεση της διδασκαλία της ιστορίας σε  γυναίκα (Ρόζα Ιμβριώτη), η  οποία επιπλέον ήταν ύποπτη για φιλομπολσεβικισμό,  πυροδότησαν  μια ακραία πολεμική, φλογερά άρθρα και αιχμηρά σχόλια, συκοφαντίες, καταγγελίες έρευνες,  ανακρίσεις. 

Την περίοδο αυτή του μεσοπολέμου η αντιπαράθεση και η ήττα των μεταρρυθμιστών ενίσχυσε τους φορείς  του συντηρητικού λόγου και διαμόρφωσε ένα ευρύ μέτωπο  ομάδων και προσωπικοτήτων που δραστηριοποιούνταν με λάβαρα  «την πατρίδα, τη θρησκεία, τη γλώσσα και την οικογένεια»  έναντι των υπονομευτών «μαλλιαροκομμουνιστών». Σε αυτό πρωτοστατούν χριστιανικοί σύλλογοι   που μάχονταν για «την καταπολέμησιν των εχθρών και διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας, της ηθικής, της ιδιοκτησίας, της εθνικής συνειδήσεως, της πατρίδος», αδελφότητες, όπως  «Η Ζωή», που γεμίζει την Ελλάδα με κατηχητικά σχολεία, καθηγητές του Πανεπιστημίου κυρίως της θεολογικής και φιλοσοφικής σχολής,  αντικομμουνιστικά σχήματα και αντεργατικές οργανώσεις, εταiρίες και σύλλογοι, όπως ο «Ελληνισμός» και  εφημερίδες, όπως ο Κήρυξ ή το Σκριπτ. 

Προς τη δικτατορία του Μεταξά

Σε πολιτικό επίπεδο το τρίπτυχο σταδιακά ενσωματώνεται στον πολιτικό λόγο συντηρητικών διανοούμενων, δημοσιογράφων  και πολιτικών. Η κόπωση που έχει επιφέρει ο μακροχρόνιος αδιέξοδος διχασμός βενιζελικών και  αντιβενιζελικών / συντηρητικών, η  είσοδος στη Βουλή – για πρώτη φορά –   15 κομμουνιστών βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου και η έξαρση εργατικών κινητοποιήσεων με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το 1936 μετατόπισαν το πολιτικό διακύβευμα από την έως τότε αντίθεση δημοκρατικών / βενιζελικών και βασιλικών / αντιβενιζελικών σε ένα νέο αντιθετικό ζεύγος που από τη μια είναι 

« μεγάλη πλειονότης τοῦἑλληνικο λαοῦἡὁποία μμένουσα ες τάς μακραίωνας θνικς παραδόσεις κα πιστεύουσα ες τ σύμβολα τς πατρίδος, τς θρησκείας, τς οκογενείας κα τς θικς,[…] π τν λλη πλευρν πάρχει μειονότης, ἡἔχουσα ς σημαίαν τν κοινωνικν νατροπήν, τ ποδοπάτημα τν ερν τς φυλς συμβόλων, τν διάλυσιν τς οκογενείας, τν κατάλυσιν τς θρησκείας, συγχέουσα τν πρόοδον πρς τν κλυσιν, τν ποχαλίνωσιν κα τν διαφθορν».

Το παραπάνω απόσπασμα από το τελευταίο άρθρο – πολιτική υποθήκη του αρχηγού του Λαϊκού κόμματος Παναγή Τσαλδάρη στις 16 Μάη του 1936 εισάγει το νέο κεντρικό αντιθετικό ζεύγος το οποίο  οικοδομείται με βάση το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στους  «εθνικόφρονες» και τους κομμουνιστές. Ο όρος  «εθνικοφροσύνη» διαμορφώνεται αυτή τη δεκαετία του ‘30, για να δηλώσει την αστική συνείδηση, η οποία επιδίωκε να άρει τον διχασμό του αστικού κόσμου  (μακροχρόνια σύγκρουση βενιζελικού και αντιβενιζελικού κόσμου) και να τον ενώσει μπροστά στον κίνδυνο του ανερχόμενου  κομμουνισμού. Καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση αυτής της στάσης υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις   βενιζελικών  και Παλλαϊκού Μετώπου  για τη συγκρότηση του προεδρείου της Βουλής (Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα), γεγονός που στηλιτεύτηκε από το συντηρητικό τύπο και προκάλεσε έντονη ανησυχία για το μέλλον  του ελληνικού αστικού συστήματος. 

Το αίτημα για υπέρβαση των διχαστικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων του αστικού κόσμου (βενιζελικών και αντιβενιζελικών) και η ένωση «των υγιώς σκεπτόμενων Ελλήνων» με στόχο  τη λήθη του  τραυματικού  διχαστικού παρελθόντος και την εθνική ανάταση μέσω μιας αντικοινοβουλευτικής – αλλά αναγκαίας – εθνικής δικτατορίας, κέρδιζε έδαφος στο χώρο του αστικού τύπου και πολλών πολιτικών. Μια τέτοια ανάταση εθνική θα στηριζόταν στις υγιείς παραδοσιακές ελληνικές αξίες, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η εργατικότητα, η ηθική, η πατρίδα. 

Η άνοδος εθνικοσοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη συνηγορούσε σε αυτήν την κατεύθυνση. Το ίδιο και η δράση  μιας πανσπερμίας εθνικιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών ομάδων με σημαντικό αριθμό μελών, οι οποίες συγκροτούνταν κάτω από την έλξη του χιτλερικού ή μουσολινικού προτύπου και  υπερασπίζονταν «την πατρίδα, τη θρησκεία και τις εθνικές και κοινωνικές παραδόσεις, που  κλονίζονταν απ’ όσους απεργάζονταν την αναρχία». Η απήχηση αυτών των ομάδων, οι οποίες στρατολογούσαν  μέλη από παλιούς πολεμιστές, εφέδρους και νεολαία, οφείλεται τόσο στην «κοινωνική σαπίλα, το ηθικόν χάος, την οικονομική αναρχία και τέλος την πολιτική διαφθορά»  που κατήγγειλαν, όσο και στη στήριξη που είχαν από τον αστικό συντηρητικό κόσμο και ιδιαίτερα τον τύπο. Η  αυξημένη επιρροή αυτών των ομάδων  καθώς και η οικοδόμηση του ιδεολογικού τους πυρήνα στο τρίπτυχο «πατρίς θρησκεία οικογένεια»  είναι αναμφισβήτητη. Στα εγκαίνια του κέντρου της πιο σημαντικής  από αυτές, της ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς)  στη Θεσσαλονίκη, απευθύνει χαιρετισμό βασικό στέλεχος των βενιζελικών ο Στ. Γονατάς, ως Γενικός Διευθυντής  Μακεδονίας : 

«Σεις σκηνώθητε και εργάζεσθε με το ωραίον πρόγραμμα του καταστατικού σας  δια την εξύψωσιν του εθνικού φρονήματος και της φιλοπατρίας και αμύνεσθε κρατερώς  κατά των υποσκαπτόντων τα θεμέλια της ελληνικής πατρίδος , θρησκείας και οικογενείας… ».

Έτσι οι έννοιες «πατρίς θρησκεία οικογένεια» μετατρέπονται σε συνεκτικά στοιχεία της αστικής εθνικιστικής ιδεολογίας της δεκαετίας του ‘30 : Σύμφωνα με αυτήν η κρίση του κοινοβουλευτισμού και η παρακμή που επέφερε το κομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα θα ξεπεραστεί μέσα από τη δράση των «αληθινών Ελλήνων», των αρίστων και μη πλανημένων (από τα κομματικά τερτίπια και συνθήματα), οι οποίοι μέσα στις δύσκολες συνθήκες του κομματισμού διατήρησαν  αμείωτη την πίστη τους στα εθνικά πεπρωμένα και οι οποίοι έχουν ως υπέρτατες αξίες την εργασία, την Ελλάδα, την ηθική, την ευπρέπεια και την τάξη. 

Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό τρίπτυχο στηρίχτηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η υπέρβαση των δεινών που συσσώρευσε ο διχασμός και ο κομματισμός θα επέλθη μέσω της λησμοσύνης και της αναστήλωσης του εθνικού φρονήματος. Η επιστροφή στην ελληνικότητα σημαίνει ότι οι διαρκείς αξίες, όπως χαρακτήρισε ο Μεταξάς τη θρησκεία, το έθνος, την οικογένεια θεωρήθηκαν αδιαμφισβήτητες και «ετέθησαν εκτός συζητήσεως». Οι αξίες αυτές αποτελούν κεντρικά στοιχεία του χαρακτήρα του  «πραγματικού Έλληνα» ενός διαχρονικού προσώπου και  λαού που γέννησε δύο σημαντικούς πολιτισμούς, τον αρχαίο και τον βυζαντινό και τώρα επανακάμπτοντας στις ίδιες παραδοσιακές αρχές θα οδηγήσει στον τρίτο ελληνικό πολιτισμό. Η πατρίς, η θρησκεία και η οικογένεια αποτελούν βασικούς πυλώνες αυτής της νοητής κατασκευής, ως σύμφυτες  ιδιότητες αυτής της οντότητας. Η δικτατορία του 1936 θα είναι το πρώτο καθεστώς που θα  διακηρύξει και θα επισημοποιήσει αυτή ή φράση ως στοιχείο της κρατικής εθνικής ιδεολογίας, όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά στη ομιλία του δικτάτορα Ι. Μεταξά κατά την επίσκεψή του  στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία στις 31 Ιουνίου του 1937 : 

«Χρειάζονται δύο πράγματα δι να φέρετε ες πέρας τὸἔργο τοτο: Πίστις πρς τ μεγάλα δανικ τς Πατρίδος, τς θρησκείας κα τς οκογένειας καὶἀγάπη καὶἀφοσίωσις πρς ατ».

Το  αντικειμενο τησ ερευνασ : 

«Το πιστευω μασ»

Λόγοι επιλογής  του συγκεκριμένου έργου

Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να εντοπίσει τις τρεις αυτές έννοιες και να ερμηνεύσει  τον τρόπο με τον οποίο «συγκολλήθηκαν» και νοημοδοτήθηκαν στο λόγο της δικτατορίας. Και ο λόγος αυτός στην επίσημη εκδοχή του συμπυκνώνεται στο οκτάτομο έργο του Γεωργίου Παπαδόπουλου «Το Πιστεύω  μας». Η επιλογή του συγκεκριμένου έργου ως αντικειμένου μελέτης βασίστηκε σε δύο παράγοντες : την  αδιαμφισβήτητα ηγετική θέση του Γ. Παπαδόπουλου σε όλη σχεδόν την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (από την επιβολή της έως και το 1973 λίγο πριν την πτώση της) από τη μια και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν ένα είδος «Ευαγγελίου»  της Χούντας. 

Ως προς το πρώτο μπορούμε να πούμε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος υπήρξε γέννημα  των ανώμαλων πολιτικά περιστάσεων που έζησε η χώρα από την επιβολή της  δικτατορίας του Μεταξά έως και τη δεκαετία του 60. Αξιωματικός της Ευελπίδων τη Μεταξική περίοδο, με συμμετοχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, αλλά και [ όπως υποστηρίζεται από μελετητές – στα τάγματα ασφαλείας που δημιούργησαν  οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο της Κατοχής, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΙΔΕΑ τον Απρίλιο του 1944, και υπηρέτησε σε καίριες θέσεις στο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς :  στρατοδίκης στην πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη το 1951,  στέλεχος της ΚΥΠ από το 1959 έως το 1964, γραμματέας της επιτροπής του Σχεδίου «Περικλής» το 1961, διευθυντής του 3ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ το 1966. Η δημοσιογραφική έρευνα έχει τεκμηριώσει την ηγετική του θέση στα πλαίσια μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Λαδάς κ.ά.) που δρούσε παρασκηνιακά όλη τη μετεμφυλικακή περίοδο. Το «Σαμποτάζ του Έβρου», το οποίο σκηνοθετήθηκε από τον Παπαδόπουλο στα πλαίσια αυτής της συνωμοτικής του δραστηριότητας, θεωρήθηκε ως πρελούδιο του μετέπειτα πραξικοπήματος. Ο καθοδηγητικός του ρόλος στα πλαίσια της συνωμοτικής του ομάδας τόσο στο σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, όσο και στα χρόνια της επιβολής της δικτατορίας  υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Διατέλεσε Υπουργός Προεδρίας στην πρώτη χουντική κυβέρνηση, αργότερα Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακόμη και Αντιβασιλέας. 

Από την άλλη τα ίδια τα χαρακτηριστικά του έργου το καθιστούν ένα είδος ιδεολογικού και πολιτικού μανιφέστου της Δικτατορίας. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εμπερικλείει  το σύνολο της πολιτικής δράσης και επικοινωνίας του δικτάτορα.   Η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου, «Το Πιστεύω μας», υποδηλώνει την προβολή του έργου ως ένα είδος επίσημου  ιδεολογικού και πολιτικού μανιφέστου-διακήρυξης του καθεστώτος, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από το φορέα έκδοσης του έργου, τη Γενική Διεύθυνση Τύπου του Υπουργείου Προεδρίας, όσο και από το γεγονός της δωρεάν διανομής του σε σχολεία, στρατό και δημόσιες υπηρεσίες. Στον ίδιο σκοπό συντείνουν και η ποιότητα, το ύφος και η εικονογράφηση της έκδοσης, τα οποία παραπέμπουν στην αισθητική της Χούντας και  στην εικόνα ενός  «λαϊκού» βιβλίου για τη βιβλιοθήκη.

Παρουσίαση του έργου

Συνολικά, το έργο αποτελείται από 336 κείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν λόγους, δηλώσεις, μηνύματα, συνεντεύξεις, διαγγέλματα, ημερήσιες διαταγές,  εγκυκλίους, επιστολές, τηλεγραφήματα και χαιρετισμούς, όλα χρονολογικά ταξινομημένα. Ένας μεγάλος αριθμός από αυτά είναι ομιλίες προς τις παραγωγικές τάξεις και τις επαγγελματικές ομάδες (εφοπλιστές,  βιομηχάνους,  εμπόρους, βιοτέχνες, αγρότες,  δευτερευόντως, τους εργάτες) τις οποίες προσπαθεί να προσεταιριστεί. Πολύ συχνά επίσης, ο δικτάτορας απευθύνεται συχνά στους δημοσίους υπαλλήλους διαφόρων υπηρεσιών και υπουργείων  στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης  αναδιοργάνωσης και εξυγίανσης του δημόσιου  τομέα. «Το Πιστεύω μας» περιλαμβάνει,  ακόμη, λόγους από διάφορα εγκαίνια δημοσίων έργων  και  διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό, συνήθως με  την αφορμή της παρουσίασης του έργου της κυβέρνησής του ή εθνικών επετείων, όπως η νίκη  στο «συμμοριτοπόλεμον» και η «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Σε ανάλογες περιπτώσεις απευθύνεται και σε αξιωματικούς του στρατού ή σε απόμαχους στρατιώτες. Ένα σημαντικό τμήμα του έργου καλύπτεται από συνεντεύξεις σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους με τις οποίες προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα της κυβέρνησής του στο εξωτερικό και να εκμεταλλευθεί  τη δύναμη του  τύπου για προπαγανδιστικούς λόγους στο εσωτερικό. Τέλος, ένα τμήμα του έργου του περιλαμβάνει διάφορα  τηλεγραφήματα που ο δικτάτορας έστελνε σε  ηγέτες άλλων κρατών   στα πλαίσια της καθιερωμένης διπλωματικής πρακτικής.

Κάποιες δυσκολίες

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η πρώτη δυσκολία προσπέλασης του υλικού προέρχεται από τον τεράστιο όγκο ενός  έργου οκτώ τόμων 200 περίπου σελίδων ο καθένας. Οι δυσχέρειες επιτείνονται από την ανομοιογένεια του περιεχομένου του, αφού περικλείει κείμενα που λειτουργούν σε διαφορετικά επικοινωνιακά πλαίσια  με διαφορετικούς αποδέκτες και στόχους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η επικοινωνιακή περίσταση και η ιστορική συγκυρία κάθε κειμένου. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, πρόβλημα της μελέτης του λόγου του δικτάτορα συνδέεται με το ίδιο το περιεχόμενό του, το οποίο – όπως θα δούμε στη συνέχεια της έρευνας – αποτελεί ένα αμάλγαμα αποσπασματικών και ετερόκλιτων  ιδεών του πρόσφατου παρελθόντος, τις οποίες ο Παπαδόπουλος αναπαράγει, μορφώνοντας, εντέλει, μια πολυσυλλεκτική, μη συγκροτημένη  ιδεολογία. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η δυσκολία η οποία απορρέει από την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης έρευνας, επειδή αυτή δεν αναφέρεται γενικά στην ιδεολογία της δικτατορίας αλλά εστιάζει σε μια συγκεκριμένη και απαιτητική οπτική: τη λειτουργία του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»  στον  επίσημο λόγο της απριλιανής περιόδου. 

Βασική βιβλιογραφία

Η παρούσα εργασία έχει ως αφετηρία την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου  «Πατρίς,  θρησκεία, οικογένεια : Ιστορία  ενός συνθήματος (1880-1930)», με το οποίο η επίκουρος καθηγήτρια  Έφη Γαζή  συμπληρώνει σημαντικά κενά στη μελέτη της ιδεολογικής συγκρότησης του ελληνικού συντηρητισμού.  Η μελέτη, σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα,  εστιάζει στη λεγόμενη  «γλωσσική» ή «λογοθετική» σύλληψη της ιδεολογίας». Σ’ αυτό το πλαίσιο οι τρεις έννοιες αντιμετωπίζονται ενιαία ως μια συνθηματική φράση, η οποία ορίζεται ως ο κεντρικός λόγος της συντηρητικής ιδεολογίας, ως «κωδικοποίηση» ορισμένων βασικών εννοιών που κυριάρχησαν στις ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις μιας περιόδου που έχει τις απαρχές της  στα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι και τη δεκαετία του 1930».   Η συγγραφέας δεν παρακολουθεί την περίοδο που το σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική ζωή, αλλά την περίοδο που αυτό συγκροτείται (1880-1930).

Χρήσιμες πληροφορίες για τη σύγκρουση με αντικείμενο της γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθυμιση αντλούνται και από το πρόσφατα εκδοθέν βιλίο της  Μαρίας Ρεπούση, «Τα Μαρασλειακά 1925 – 1927»,από τις εκδόσεις «Πόλις». Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της διαμάχης που ξέσπασε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο τον Μάρτιο του 1925 και απασχόλησε την κοινή γνώμη και τον πολιτικό κόσμο για μια κρίσιμη διετία. Η αφετηρία της αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η Ρόζα Ιμβριώτη φερόταν να διδάσκει την Επανάσταση του 1821 και γενικά το μάθημα της Ιστορίας. Θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις παγιωμένες απόψεις περί  εθνικής ταυτότητας και  λειτουργώνταςαπειλητικά για τα κυρίαρχα εθνικά, πολιτειακά και έμφυλα σχήματα. 

Μια σημαντική μελέτη της συντηρητικής σκέψης στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ’30 αποτελεί το βιβλίο «Από το λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων, Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922 – 1967». Με το οποίο η ακαδημαϊκός Δέσποινα Παπαδημητρίου αναλύει και παρουσιάζει τις συντεταγμένες της συντηρητικής σκέψης από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών αναλύοντας ιδιαίτερα τη διαμόρφωση της έννοιας της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνσιμού, κεντρικών στοιχείων της ιδεολογίας της Δεξιάς.   

Για την κατανόηση της ιδεολογίας της Δικτατορίας  πολύ χρήσιμο εργαλείο  ήταν ο συλλογικός τόμος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση. Μέσα από την πληθώρα των άρθρων που περιλαμβάνει καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα θεματικών που αφορούν τον ιδεολογικό λόγο του καθεστώτος. Ιδιίτερα  χρήσιμα για τη συγκεκριμένη θεματική υπήραξν τα άρθρα του Αριστόβουλου Μάνεση, του Δημήτρη Χαραλάμπη, του Δημήτρη Σωτηρόπουλου και της  Δέσποινας Παπαδημητρίου.

Τέλος, ο τόμος Ιστ της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους  παρέχει όχι μόνο χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες για την μεταπολεμική περίοδο αλλά και άρθρα, όπως αυτό του Θανάση Διαμαντόπουλου που βοηθούν στην κατανόηση της φυσιογνωμίας του απριλιανού καθεστώτος.

η μεθοδοσ  τησ ερευνασ : αναλυση του περιεχομενου

Για την εξέταση των ερευνητικών υποθέσεων σχετικά με τον εντοπισμό και τη λειτουργία του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στο λόγο του Παπαδόπουλου  χρησιμοποίησα από μεθοδολογική άποψη την ανάλυση  του  περιεχομένου (α.τ.π.),  η οποία προσπορίζει εγγυήσεις αντικειμενικότητας και εγκυρότητας. Ανάμεσα στα άλλα, η ανάλυση περιεχομένου ως ερευνητική μέθοδος μπορεί να διαχειρισθεί μεγάλο όγκο δεδομένων, όπως στην περίπτωσή του οκτάτομου έργου του δικτάτορα, είναι συστηματική  και επιτρέπει την ανίχνευση τάσεων.

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ανάλυση περιεχομένου ως τεχνική έρευνας που στόχο έχει να οδηγηθεί ο  ερευνητής σε επαληθεύσιμα και έγκυρα συμπεράσματα που προκύπτουν από γραπτά κείμενα ή εικόνες, ταινίες κ.ά. Η α.τ.π. συνίσταται στην ταξινόμηση των στοιχείων ενός κειμένου (λέξεων, φράσεων, παραγράφων κ.ά.) σ’ ένα ορισμένο αριθμό κατηγοριών εκ των προτέρων καθορισμένων.  Ο προσδιορισμός αυτών των  κατηγοριών προϋποθέτει μια  συστηματοποίηση a priori, δηλαδή  τη διατύπωση ενός  συνόλου συνδυασμένων υποθέσεων. Επομένως, ο τρόπος ανάλυσης του περιεχομένου είναι περισσότερο εμπειρικός. Στη συγκεκριμένη έρευνα προσδιόρισα τις κατηγορίες από μια πρώτη – δειγματολογική ανάγνωση του υλικού (λόγω του τεράστιου όγκου του) και τη διατύπωση αρχικών υποθέσεων. Στη συνέχεια – κατά την αναλυτική μελέτη του έργου – κατέγραψα   αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία  αποσπάσματα των ομιλιών. Από αυτά επέλεξα τις πλέον αντιπροσωπευτικές αναφορές. Κατά τη μελέτη των ομιλιών υπήρξαν περιορισμένες αναθεωρήσεις ως προς την κατηγοριοποίηση και τις υποκατηγορίες, η οποία επιβλήθηκε από νέα στοιχεία που δεν ήταν δυνατόν να προσεχθούν κατά την πρώτη δειγματολογική έρευνα. 

Η αχρονικη προσεγγιση του εθνουσ

 «λλάς, παρουσίαν ναλλοίωτον διαμέσου τρισχιλιετος στορίας»:  η μεταφυσική του έθνους

Κομβικό σημείο αναφοράς του παπαδοπουλικού λόγου αποτελούν οι έννοιες  «Ελλάδα», «Έλληνας» και  « Έθνος». H πληθωρική και διάχυτη παρουσία  στο έργο αυτών των όρων ή λέξεων παράγωγων ή σύνθετων, που εμπεριέχουν αυτές τα έννοιες – στην αρχή, στις αποφωνήσεις, και κυρίως στην επιχειρηματολογία και στο περιεχόμενο των ομιλιών – προσδίδει στο λόγο έναν πατριωτικό / εθνικιστικό χαρακτήρα. Η «Ελλάς» είναι η αφετηρία, το κέντρο, ο απώτερος στόχος και το όραμα το οποίο νομιμοποιεί την «Εθνική Επανάσταση» / «Εθνεγερσία της 21ης Απριλίου»  και υπηρετείται από το «εθνοσωτήριο έργον» της «Εθνικής Κυβερνήσεως» :

«Τὸὅραμα εναι να. Εναι γνωστόν, εναι πιβεβλημένον, εναι τὸὅραμα λλάς. Πρς ατ πρέπει να κατατείνωμεν. Ατ πρέπει να πραγματώσωμεν. λλάδα τς λλάδος. λλάδα ἡὁποία θ εναι δι τος λληνας ζων τν. Θ εναι σκοπς τν».

«κενο τὸὁποο διαιτέρως θελα να πισημαν εναι τοτο : Ἡἀγάπη πρς τν Πατρίδα, χι μόνον ατν ποῦἐμνημονεύθησαν, χι μόνον ατν που ναγράφῃἡἹστορία μας, χι μόνον τν ρχαίων φιλοσόφων, λλὰἡἀγάπη πρς τν Πατρίδα ες οανδήποτε περίπτωσιν, εναι μόνη δύναμις, μόνη ρχή, μόνη δέα».

«Ὅλων εἶναι Πατρὶς ἡ Ἑλλάς! Ὅλων ἡ ψυχὴ πάλλει ἐντόνως πρὸ τοῦ συμβόλου  τῆς Σημαίας μας! Ὅλων αἱ δυνάμεις εἰς Αὐτὴν ἀνήκουν καὶ ὑπὲρ Αὐτῆς, ἐὰν κινδυνεύσῃ, θὰ προσφερθοὺν  χωρὶς καμμίαν σκέψιν».

Έθνος και λαός 

Πρέπει, επίσης, να προσέξουμε ότι η έννοια του Έθνους δεν ταυτίζεται με την πολιτική έννοια του λαού, η οποία παραγκωνίζεται και εκπίπτει. Αν και αυτός ο όρος συναντάται συχνά στις ομιλίες και στα διαγγέλματα περισσότερο χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την υποτιθέμενη αποδοχή του καθεστώτος από τους πολίτες. Ο «εθνικά ύποπτος» λαός, με τις αδυναμίες, τα ελαττώματά του, την έλλειψη πολιτικής αγωγής, συχνά «παρασύρεται» και απομακρύνεται από τα εθνικά πεπρωμένα. Για αυτό χρειάζεται καθοδήγηση, έναν αυστηρό και συνάμα στοργικό «πατέρα» – ηγέτη, που θα τον  προστατεύει και θα τον επαναφέρει στον εθνικό δρόμο. Ακολουθώντας μια πατερναλιστική στάση,  δικτάτορας αντιμετωπίζει το λαό ως αδύναμο, εύπιστο, διαβρωμένο και εύκολα εξαπατώμενο παράγοντα και τους πολίτες ως «πρόβατα» που χρειάζονται  τον «τσοπάνο» με τα «τσοπανόσκυλά» του, σύμφωνα και με την αποκαλυπτική αναλογία που χρησιμοποιεί, για να δικαιολογήσει του περιορισμούς λαϊκών ελευθεριών στο «Σύνταγμά» του :

«Δεν ξέρω ἐὰν ες τν χώραν σς χετε πρόβατα μ στάνη. λλὰὁ τσοπάνος διατηρε τ τσοπανόσκυλα χι μόνον ταν πάρχ κλέφτης, λλ καὶὅταν πειλται κλοπή. πομένως φήσατε να καθαρίσωμεν τν κατάστασιν, στε να μὴἀπειλται δι τν λληνικν λαν «κλοπὴὀπωρν» περ τν δημοσίαν τάξιν καὶἀσφάλειαν».

Η  αδιάσπαστη τρισχιλιετή συνέχεια

Σε αντίθεση με τον ευμετάβολο και αδύναμο λαό,  το ιδανικό «Ελλάς»  προβάλλεται ως μια μεταφυσική οντότητα, η οποία παραμένει αμετάβλητη μέσα στους αιώνες, πέρα και έξω από την κάθε φορά  ιστορική πραγματικότητα. Η ουσιοκρατική αυτή θεώρηση του έθνους παραβλέπει την έννοια της χρονικότητας και ιστορικότητας. Η «Ελλάς» σύμφωνα με το δικτάτορα, δεν είναι ο λαός, αλλά μια μεταφυσική ύπαρξη, «παρουσίαν αναλλοίωτον διαμέσου τρισχιλιετούς ιστορίας» η οποία συνεχίζει τη σταθερή της πορεία μέσα στο χρόνο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και προς το μέλλον. Αυτή η έννοια «τῆς ἀθανασίας τῆς Ἑλλάδος» και «τὸ ἀειθαλὲς τοῦ δέντρου που λέγεται Ἑλλὰς» στηρίζεται  σε δύο πυλώνες : τη βιολογική / αιματολογική  συνέχεια της φυλής και την πολιτιστική συνέχεια, που εξασφαλίζει η παιδεία των Ελλήνων:

«Ἐὰν πρξε θνος, πρξε διότι βιολογικς α δυνάμεις τς λληνικς φυλς μετεδίδοντο π τος προγόνους ες τος πιγόνους κα διότι πήρξς σχυρὰἡ σύνδεσις μεταξὺἀπερχομένων καὶἐπερχομένων διδασκάλων τοῦἜθνους. […] λλὰἡἑλληνικ φυλὴἔζησε τόσον μακρν δρόμον ες τν στορίαν τς καὶἀπέδειξεν τι χει τόσην δύναμιν, στε να μπορ να διαβεβαιώσω μς σήμερον κα δι`υμν τάς μελλούσας γενεάς, τι δεν πρόκειτο να ποθάν. Διότι βιολογικς μν δύναμις τς παραμένει πὸἝλληνα ες λληνα, ες τν κπαίδευσιν δ παραμένει ς παράδοσις  π τος διδασκάλους ες τος διδασκάλους”. 

Η σκυταλοδρομία : το παρελθόν ως δέσμευση

Η διαχρονικότητα του ιδανικού «Ελλάς»  αρκετά συχνά αισθητοποιείται με την εικόνα μιας σκυταλοδρομίας, στην οποία η «εθνική ουσία» εν είδει σκυτάλης μεταβιβάζεται από τις διαδοχικές γενιές – σκυταλοδρομείς. Η χρήση της συγκεκριμένης  αναλογίας – σχήμα το οποίο αρέσκεται να επικαλείται ο δικτάτορας – εμφανίζει την ιστορική εξέλιξη ως μια αδιατάρακτη γραμμική πορεία, χωρίς μεταβολές, οπισθοδρομήσεις ή παρεκκλίσεις και επιβάλλει το παρελθόν ως καθήκον, δεσμευτικό πρότυπο, το οποίο οι νέοι ακολουθούν πιστά και απαρέγκλιτα, ως ένας ακόμη κρίκος στη διαγενεακή αλυσίδα του έθνους :

«λλ δεν νομίζω τι εναι δυνατν να πάρξῃἐρώτημα “ἐὰν θελωμεν”. γεννήθημεν δι να μεταφέρωμεν τν δδα, τν ποία παρελάβομεν π τος προγόνους μας, τν δδα το πνεύματος πρς τὰἐμπρός, πρς τος πιγόνους».

Κατά αυτή την έννοια η παράδοση – και γενικότερα το εθνικό παρελθόν – ειδωλοποιείται ως άφθαρτη και αδιαφοροποίητη στο πέρασμα του χρόνου και ως εκ τούτου μοναδική σε σύγκριση με άλλες παραδόσεις και πολιτισμούς :

«Οὐδεὶς ἄλλος ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ πλανήτου ἔχει τῇ δυνατότητα ἀναφορὰς  εἰς τόσον εὐρὺ φάσμα, διὰ να τοποθετήση καὶ να προσδιορίση τὸ ἰδανικόν. Ὁ Ἕλλην ἔχει μόνον αὐτὴν τὴν εὔνοιαν τοῦ θεοῦ».

Ποιοι είναι, όμως οι «Έλληνες» στους οποίους απευθύνεται ο δικτάτορας και ποιο το ουσιαστικό περιεχόμενο που προσδίδει στο ιδανικό «Ελλάς»;

Η εθνοκεντρική θεώρηση του Παπαδόπουλου νοηματοδοτείται  μέσω της κατασκευής της έννοιας της Ελληνικότητας. Στην περίφημη ομιλία του στους φοιτητές της Θεσσαλονίκης στις 29 Μαρτίου 1968 (αλλά και συχνά σε πολλές άλλες) ο Παπαδόπουλος προβάλει ένα εθνικό ιδανικό, ένα σύνολο διαχρονικά προσδιορισμένων αξιών, σταθερών και αμετάβλητων μέσα στο χρόνο, που συνιστούν την ουσία και την καταξίωση της ελληνικής εθνικότητας και προς το οποίο πρέπει να στρέφεται κάθε Έλληνας.  Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για μια παροντική κατασκευή του παρελθόντος, με την έννοια της προβολής στο απώτερο παρελθόν των σύγχρονων εθνικών αντιλήψεων και φαντασιώσεων.  Η ελληνικότητα ως εθνική φαντασίωση, περιλαμβάνει ηθικά –κυρίως- και πνευματικά – λιγότερο – χαρακτηριστικά που συνδέονται με εθνικά στερεότυπα που συναντάμε στο συντηρητικό λόγο και «αντλούνται» από την (επίσημη) ιστορία και την παράδοση: 

«Καὶἡ μορφ εναι καθάρια κα βαθεα χαραγμένη ες τν μνήμην μν π τν πατέρων μας λλ κα ες τ μνημεα στορίας κα πολιτισμο κα ες τ κείμενα το γραπτο λόγου, τὰὁποα κφράζουν τν στορίαν τοῦἙλληνισμο».

Ο δυναμισμός της φυλής 

Ο πρώτος πυλώνας της ελληνικότητας (ο εθνικός / φυλετικός) εδράζεται σε ένα αμάλγαμα ιστορικών στοιχείων τα οποία συνωθούνται σε μια γραμμή που ξεκινά από το Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τον Αλέξανδρο, φτάνει στην ελληνική Επανάσταση του 21 και στο έπος του `40, για να καταλήξει, στο “έπος του Γράμμου-Βίτσι” και στην «Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Η  ύλη που συνέχει    όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία είναι, ο δυναμισμός της ελληνικής φυλής, η ελληνική λεβεντιά, η φιλοπατρία, ο ηρωισμός, η πολεμική  αρετή, η αυτοθυσία, το ελληνικό πνεύμα, η φυσική ευφυία του Έλληνα, και  εντέλει ηαδάμαστη ελληνική ψυχή. Επομένως πρόκειται όχι απλώς για ιστορικά, αλλά για φυλετικά, εγγενή χαρακτηριστικά:

«λλὰἡἑλληνικ ψυχὴἤταν πάντοτε τὸὅπλον, ες τὸὁποον βασίσθη ἡἙλλάς, δι να διαδράμ τόσες χιλιάδες χρόνια στορικς ζως ες τν κόσμον».

«Ἡ παράτολμος ἀπόφασις των ὑπαγορεύθη ἀπὸ τὴν ἀκατανικήτην πίστιν των εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὴν ζωτικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς».

 «Ἐπὶ τῇ εἰσόδῳ εἰς τὸ ἕκτον ἔτος ἀπὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου, ἀπευθύνω τὸν χαιρετισμόν μου πρὸς ὅλους τοὺς Ἕλληνας, ἄνδρας καὶ γυναίκας, πολίτας καὶ στρατευμένους, κατοίκους τῆς ὡραιοτέρας τῶν Πατρίδων καὶ φορεῖς τοῦ Φυλετικοῦ δυναμισμοὺ μας ἀνὰ τὸν κόσμον ὁλόκληρον».

Τα χαρακτηριστικά αυτά της ελληνικής φυλής επιβιώνουν διαχρονικά  και επιβεβαιώνονται μέσα από τα σύγχρονα επιτεύγματα του έθνους, τα οποία εμφανίζονται ως συνέχεια και συνέπεια αυτών του αρχαίου  ελληνικού παρελθόντος:

«Ἡἡμέρα ατὴἀποτελε τν νδοξότερον σταθμν τς στορίας το νέου λληνισμο κα τν ραιοτέραν πόδειξιν τς θνικς συνεχείας. Διότι κατ`αυτν αἱὑψηλα παραδόσεις φιλοπατρίας κα ατοθυσίας, τάς ποίας κληρονομήσαμεν π τος προγόνους μας, κατέστησαν, σον ποτὲἄλλοτε, κινητήριος δύναμις τς λληνικς ψυχς καὶἀπέδωσςν κοσμοϊστορικς σημασίας καρπος».

«Αὔτη ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, … εἶναι ἡ βασικὴ πηγαία δύναμις τοῦ Ἔθνους, τὴν ὁποίαν  ἐὰν κατορθώνωμεν πάντοτε να ἀξιοποιοῦμεν, ἠμποροῦμεν να εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ Ἑλλὰς πράγματί ποτε δεν θὰ πεθάνη καὶ συνεχῶς θὰ προχωρῇ εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὰ πεπρωμένα τῆς»

Εκτός από τα στοιχεία του ηρωισμού  ο Παπαδόπουλος επιλέγει να τονίσει εκείνα  που καθιστούν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο κοιτίδα του πολιτισμού: την επικράτηση του πνεύματος πάνω στην ύλη, τη δημοκρατία και την ελευθερία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία :

 « χρος π τοῦὁποίου πάντοτε κατ τν στορικν διαδρομν τοῦἔθνους, στάθη ἡἙλληνικ σημαία, δι να πισημοιε τν ξέχουσαν θέσιν τοῦἔναντι τν λλων θνν, εναι χρος τοῦἙλληνικο πνεύματος».

«Κύριοι, εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητον ὅτι, ἂν ἡ χώρα μας ὑπῆρξεν οἵα ὑπῆρξε μέχρι σήμερον εἰς τὴν ἱστορικὴν τῆς διαρομήν, καὶ ὑπάρχει ὡς ὑπάρχει, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Αὐτὰ παρέμειναν, αὐτὰ ἔμειναν ἀνεξίτηλον ἴχνος τῆς διαβάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αὐτὰ ἐπεσήμαναν καὶ μορφοποιοὺν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὅλος ὁ  κόσμος γνωρίζει ὡς Ἑλλάδα σήμερον».

«Ες τν κοιτίδα ατν γεννήθησαν λα τ πολιτεύματα, τὰὁποα χρησιμοποιε σήμερον ὁἄνθρωπος ες τν ργάνωσιν τν κοινωνιν το»

«Τὴν δημοκρατίαν ἡμεῖς ἐδημιουργήσαμεν ὡς Πολίτευμα, ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ἡμεῖς τὴν γνωρίζομεν, κατὰ ἢν ἔννοιαν τῆς. Ἡμεῖς τὴν ἐγνωρίσαμεν, ὡς πολίτευμα, εἰς ὅλους».

«Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν (τῆς φιλοσοφίας) ἀπὸ χιλιάδων ἐτῶν ἔχει ἐντρυφήσει τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα , μὲ ἀποτέλεσμα, τὸ ἀτομικὸν κέντρον ἐρευνῶν να φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος Δημοκρίτου».

Ο περιούσιος λαός

Το νοητικό σχήμα της εθνικής συνέχειας αποδίδεται στα εγγενή και αμετάβλητα χαρακτηριστικά της ελληνική φυλής. Δικαιώνεται, όμως, λόγω της υψηλής πολιτισμικά αποστολής της την οποία πέπρωται το ελληνικό έθνος – ως περιούσιος λαός και τέλειος πολιτισμός – να φέρει στην ανθρωπότητα :

«Εμεθα κατ κληρονομίαν κα κα παράδοσιν περιούσιος λαός, ὁὁποος φώτισε τν νθρωπότητα μ τ θαύματα το τελειοτέρου πολιτισμο».

«Ἐὰν συνεκτικὴὕλη ατο το κόσμου εναι πολιτισμς το, γεννήτορες το πολιτισμο τοῦὑπάρχομεν μες, μες ἡἙλλς».

«πήρξαμεν μέλη μις θνότητος, ἡὁποία μ τ πνεμα κα τν πολιτισμν τς κατέκτησε τν δρόγειον, δι να τν σώσ κα να τς δείξ τν δρόμον τοῦἀνθρωπισμο».

 “Ασθανόμεθα περηφάνειαν. Μάλιστα περηφάνειαν. Διότι μες, οἱἀπόγονοι τν προγόνων μας, δυνάμεθα να βεβαιώδωμεν τάς ψυχς τν νεκρν μας, τι φέρομεν τν σκυτάλην πρς τὰἐμπρός, να τν παραδόσωμεν ες ξίους πιγόνους, τν ποίων τν παίδευσιν ντιμετωπίζομεν κα δι τος ποίους σήμερον ναλισκόμεθα ες ατν τν προσπάθθειαν. Κα εμεθα βέβαιοι  τι οἱἐπίγονοι, ναλαμβάνοντες τν σκυτάλην, μ γεμάτην τν ψυχν πὸἙλληνισμν κα Χριστιανισμόν, θ βοηθήσουν τν νθρωπότητα να ξέλθῃἀπ τάς δυσκολίας, ες τάς ποίας σήμερον εναι βουτηγμνη”.

Πρόκειται για μια αποστολή που την καθιστά ξεχωριστή, επιφορτισμένη με την ευθύνη να διατηρήσει αυτές τις αξίες και να φωτίζει τον κόσμο  :      «Δεν υπάρχει επομένως περίπτωσις να εξαλειφθή αυτό το ιδανικόν του Έλληνος “Ελλάς”, η Ελλάς ως πνευματική πηγή φωτίζουσα τον κόσμον». Κατά αυτή την έννοια το παρελθόν δεσμεύει το παρόν και το μέλλον και επιβάλλει «όλοι να εμφανισθώμεν αντάξιοι της ιστορικής επιταγής των προγόνων μας και της υποχρεώσεως προς τα τέκνα μας»:

«Θὰἠδυνάμην να επω πρς μ τος προγόνους  μας τι «τος κείνων ήμασι πειθόμενοι» γωνιζόμεθα, δι να πιτύχωμεν τ μέγιστα, πρς δ τος μέλλοντας τι γωνιζόμεθα καὶὅτι θὰἐπιτύχωμεν να τος παραδώσωμεν μίαν ξίαν το σεβασμο  καὶἡμν καὶἐκείνων, λλ κα τν φίλων καὶἐχθρν, Πατρίδα».

Η ενσωμάτωση της Ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα 

«Ελλάς,  Ελλήνων  Χριστιανών» –  η ελληνικότητα

Τα δύο ρεύματα : Ο ελληνοχριστιανισμός

Στις 29 Μαρτίου 1968, ο δικτάτορας απευθύνοντας παραινέσεις προς τους φοιτητές της Θεσσαλονίκης, παρουσίασε το  ιδανικό του Έλληνα, συμπυκνώνοντάς το στο περίφημο σύνθημα «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», το οποίο παραπέμπει στο τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» : Ελλάς – Πατρίς, Χριστιανών – Θρησκεία, ενώ η Οικογένεια υποδηλώνεται μέσω των γενικών.

Αυτή η ελληνική ταυτότητα / ελληνικότητα συντίθεται από δύο διαφορετικά ρεύματα τα  οποία συναντήθηκαν μέσα στην ελληνική ιστορία. Το ένα είναι το φυλετικό, εθνικό, το άλλο το ηθικό / θρησκευτικό. Το πρώτο αναφέρεται κυρίως στο αρχαίο ελληνικό κόσμο και οικειοποιείται τα θετικά του χαρακτηριστικά : φιλοπατρία, αγάπη για τη φιλοσοφία και το πνεύμα, ανδρεία, λεβεντιά, υψηλοφροσύνη, υπερηφάνεια, φιλονομία,  φιλοσοφία, φιλοκαλλία και φιλοξενία σκιαγραφούν τα εθνικά χαρακτηριστικά του ιδανικού «Έλλην».  Τα εθνικά αυτά γνωρίσματα οδήγησαν στα μεγάλα επιτεύγματα στο χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού και δημιούργησαν την «Ελλάδα – πηγήν του αθανάτου πνεύματος».  Το δεύτερο ρεύμα είναι το ηθικό / θρησκευτικό. Αναφέρεται  στη Βυζαντινή και νεώτερη ιστορία και αντλεί στοιχεία από την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη και παράδοση : Η ηθική, η τιμιότητα, η εγκράτεια, η μεγαλοθυμία, η φιλευσπλαχνία η φιλαλληλία συγκροτούν τα γνωρίσματα του ιδανικού «Χριστιανός». Τα γνωρίσματα αυτά προσδίδουν την  ανθρωπιστική και ηθική διάσταση του Έλληνα : 

«δού, λοιπόν, τὸἰδανικν τοῦἀτόμου που λέγεται λλην. Ο  λ λ ν  εναι τὸἰδανικόν. Ποος εναι ὁἝλλην; χει τόσον καθαρ μορφοποιηθ ες τν μακραίωνα στορίαν το λαο μας, στε δ νομίζω τι θὰἠμποροσε να χει σαφέστερον δανικν λλος λας π τς δρογείου, πὸὅτι εναι δυνατν να χωμεν μες οἱἝλληνες. λλην, πομένως, κατ τν φυλετικν καταγωγν κα τν θνικν συνείδησιν, κα χριστιανς κατ τ περιεχόμενον τς πίστεως, εναι τ δίτπυχον, τὸὁποον μ τν πλοτον τν γνώσεων, τν παραδόσεων κα τν στορικν δεδομένων, περιγράφει τὸἰδανικν δι’ μάς, δι τὰἄτομα τς χώρας ατς, δι τος λληνας τοῦἜθνους μας»

Αν το φυλετικό / εθνικό στοιχείο κληροδοτεί στον Έλληνα τις εθνικές αρετές,  (υπεροχή του πνεύματος έναντι της ύλης, διατήρηση της εθνικής συνείδησης, της εθνικής «μοναδικότητας»), ο δεύτερος πυλώνας της ελληνικότητας  αναδεικνύει την ανθρωπιστική και ηθική διάσταση του Έλληνα,  την οποία κληρονόμησε από την χριστιανική διδασκαλία. Το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης είναι το ιδανικό του ανθρωπισμού, το οποίο στις ομιλίες του Παπαδόπουλου αποκτά ένα ηθικιστικό περιεχόμενο, καθώς συνδέεται με τη χριστιανική διδασκαλία για αγάπη, καλοσύνη κ.λπ. και προβάλλεται ως οικουμενικό αγαθό, ως προσφορά της Ελλάδας στον κόσμο :

« οοσδήποτε τεχνικς ξοπλισμός, τ οασδήποτε μορφς μέσα δεν εναι ξια να ποδώσουν κοινωνίαν ετυχισμένην, μ τ μέλη τς διαβιούντα ν γάπ κα ερήνη, πως δίδαξεν Χριστς μας, ἐὰν τ μέλη τς κοινωνίας ατς δεν εναι νθρωποι».

«νθρωποι, γεννήθητε νθρωποι καὶὄχι θηρία. Ερετε πάλιν τν νθρωπισμν σς, συνδεθτε κ νέου μ τν νθρωπον, ς γεννήθητε καὶὡς νθρωποι πορευόμενοι ν γάπ, ν μονοί καὶἐν συνεργασία, ναπτύξατε δι τος πιγόνους σς ατ τὸὁποον ρισεν φύσις τν ποίαν δημιούργησεν Θες κα τν ποίαν σς διεμόρφωσεν πολιτισμς».

«… ἡἙλλάς, νατείλασα ς φορες τοῦἀνθρωπισμο, ς κρυξ το  νθρωπισμο κα τν γθν το πολιτισμοῦἀπ τν ρχαιοτάτων χρόνων που νεφανίσθησαν οἱἝλληνες  π τς γς, εναι σήμερον ες θέσιν να ποβλέπ μ ασιοδοξίαν πρς τ μέλλον. χι μόνον τ μέλλον τς λλάδος, λλ τ μέλλον τς νθρωπότητος… Χωρς τὸἙλληνικν κα Χριστιανικν πνεμα, πο συνεννούνται μόνο ες ατν τν γωνίαν τς γς, δεν εναι δυνατν να ζήσουν οἱἄνθρωποι. Κα δεν εναι δυνατν να ζήσουν σήμερον, ποὺἡἀνθρωπότης συνταράσσεται π μίαν δυναμίαν προσανατολισμο τν νθρώπων πρς τν σωστν δρόμον, τν δρόμον που χάραξεν ὁἙλληνισμς καὶὁ Χριστιανισμς».

Η ενσωμάτωση της ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα

Μέσα από μια πληθώρα  αναφορών  διαφαίνεται ότι η αναπαράσταση του ελληνικού έθνους έχει αποδεχθεί το ορθόδοξο δόγμα ως σχεδόν συμφυές με το ελληνικό έθνος. Η ταύτιση αυτή είναι, βέβαια, αποτέλεσμα και του ιδεολογήματος της αδιάσπαστης συνέχειας : Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη το Βυζάντιο υπήρξε η γέφυρα ανάμεσα στην αρχαιότητα και το νεοελληνικό πολιτισμό και επομένως οι Βυζαντινές παραδόσεις της ορθοδοξίας ενσωματώνονται σε αυτήν την πορεία ως δομικό χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας. Κατ’ αυτήν την έννοια ο νεοελληνικός κόσμος στηρίζεται τόσο στον κλασικό κόσμο της αρχαιότητας, όσο και στις ορθόδοξες παραδόσεις του Βυζαντίου και της «Τουρκοκρατίας» : 

 «Μετακινούμενοι πρς τ δεύτερον μέρος το διπτύχου, τὸὁποον πρέπει να συγκροτ τὰἀτομικὰἑλληνικὰἰδανικά, ρόμεθα ες τ στοιχεον τς ννοίας «Χριστιανός». Χριστιανς κατ τ Εαγγέλιον, Χριστιανς κατ τν παράδοσιν, ρθόδοξος Χριστιανός. Δεν χωρε ες τν Χριστιανν ἡἀνηθικότης, π οανδήποτε μορφν καὶἂν κδηλούται».

«Μ τν πίστιν το Χριστο τν γίαν κα τν δύναμιν τς λληνικς ψυχς μας, πο εναι  ιζωμένη 3.000 χρόνια ες τν στορίαν, να εσθε βέβαιοι τι ς δένδρον θ παραμείνωμεν ατό, πο θ φέρ πάντοτε τος καρπος τοῦἑλληνικο Πνεύματος κα τς ρθοδοξίας».

Η ενσωμάτωση της Ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα αναδεικνύεται από τις συχνές αναφορές στο «θεό της Ελλάδος», στο «φιλέλλην θεό», σε λογοπαίγνια – όπως «Ελλάς Ανέστη» – και στη συχνή χρήση εκκλησιαστικών όρων («ιεραπόστολοι», «ευαγγέλιο», «εξομολογητής») με κοινωνικό ή εθνικό περιεχόμενο (μη θρησκευτικό). Σε αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου του έργου («Το Πιστεύω μας», με την έννοια ότι παραπέμπει στο χριστιανικό «σύμβολο της Πίστης» :

«ἩἙλλς προώρισται μ  τ βοήθει το Θεο να προοδεύει πάντοτε κα να περνικ τάς δυσκολίας».

«Κα μ τν εχν «Χριστς νέστη-λλς νέστη», ς πάρωμεν δύναμιν οἱἝλληνες Χριστιανο δι τν πραγμάτωσιν τς Μεγάλης λλάδος».

« θες καὶἡἙλλς ερίσκονται ες τν Ναν το Πνεύματός που θὰἐγκαινιάσωμεν».

Η Εκκλησία ως δεύτερος χιτώνας

Η ενσωμάτωση των θρησκευτικών αξιών στο εθνικό είδωλο καταλήγει στην αναγωγή της θέσης της επίσημης Εκκλησίας σε ρόλο βοηθού και συμπαραστάτη της Πολιτείας. Συχνά ο Παπαδόπουλος επικαλείται το ιδεολόγημα της Εκκλησίας ως προστάτη της εθνικής ιδέας  και των Ελλήνων μέσα στις δύσκολες για το Γένος ιστορικές περιόδους χωρίς να τις ονομάζει. Το ιδεολόγημα αυτό συνιστά αναπαραγωγή και προέκταση των αφηγήσεων της επίσημης ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο :

«πρξαν πάντοτε στενοί, ν τ διαδρομ τν αώνων, ο δεσμο τοῦἔθνους μας μ τν κκλησίαν το, πρς τν ποίαν ασθάνεται  ελογον εγνωμοσύνην δι τάς μεγάλας πηρεσίας τς, ατινες συνέβαλον ες τν θρησκευτικν κα τν Φυλετικν πιβίωσίν του».

 «ἩἘκκλησία καὶἡ Πολιτεία ποτελον τος δύο χιτνας, οἱὁποοι περιβάλλουν τν λαν ς Πολιτεία κα τ πλήρωμα ς κκλησία…  βακτηρία το (θνους) ες τάς δυσκόλους στιγμς πρξεν ναμφισβήτως ἡἘκκλησία».

«ἩἘκκλησία δρσα ν στεν συνεργασία κα παραλλήλως  πρς  τν πολιτείαν».

Στην πραγματικότητα βέβαια, το θρησκευτικό στοιχείο στη λογική του Παπαδόπουλου εξυπηρετεί  το εθνικό, με την έννοια ότι η Εκκλησία με τη διδασκαλία, το έργο και την επιρροή της λειτουργεί ως φορέας αναδημιουργίας του πατριωτισμού. Με αυτήν την έννοια οι θρησκευτικές αναφορές στο λόγο του δεν αποκαλύπτει μια υποτιθέμενη έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά μάλλον εθνικιστικό προσανατολισμό και στόχους :

«ἩἘκκλησία πρέπει να τοποθετηθὴὁδηγς τοῦἜθνους, διότι μόνον τσι θ κατορθώσωμεν να σώσωμεν τὸἜθνος π τν κλυδωνισμόν, ες τν ποον εχεν περιέλθει, κα να ποκαταστήσωμεν σφαλς κα σταθερς τ βήματα το ες τν δρόμον πρς τὰἱστορικ  το πεπρωμένα».

«Καὶὅπως τ αματωμένο άσο πρξε πάντοτε ὁὁδηγς λλ καὶὁ κύριος κατευθυντήριος μοχλς τν θνικν γώνων, ς χωμεν τν ασθησιν τι κα σήμερον … τὸῥάσο ξακολουθε κα πρέπει να ξακολουθή, ἐὰν πιθυμμεν να πάρξῃἐθνότης, να ποτελ τν δηγόν, τν σκελετόν, τν στόν, περ τν ποον πρέπει  να πλέκεται κάθε θνικ προσπάθεια».

Πιο συγκεκριμένα ο Παπαδόπουλος θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία προϋπόθεση για την ηθική καλλιέργεια των μελών μιας κοινωνίας, την ισορροπημένη λειτουργία αυτής της κοινωνίας. Τα  στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για την αναδημιουργία του πατριωτισμού και την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, όπως αναφέρεται στη συνέντευξη του Παπαδόπουλου στον πρόεδρο της «Χριστιανικής  Σταυροφορίας», Μ. Χάργκις :

«ΧΑΡΓΚΙΣ : Τ περιμένει Κυβέρνησις π τν κκλησίαν σον φορ  τν ναδημιουργίαν το πατριωτισμο, τν ναδημιουργίαν τς πίστεως, ες τρόπον στε να ποφευχθὴὁ κίνδυνος το κομμουνσιμο δι τς κκλησίας;

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ : ἩἘκκλησία εναι κατ’ ξοχν ργάνωσις ἡὁποία ποσκοπε  ες τν καλλιέργειαν κα τν νάπτυξιν τς πνευματικς ζως τν νθρώπων. Μ τν νάπτυξιν τς Πίστεως ες τος θικος νόμους που διδάσκει, πλαισιώνει τν ζων τν νθρώπων μέσα ες θικς ρχάς, μέσα ες τ πλαίσια τς πνευματικς ζως  κα κατ’ ατν τν τρόπον κοινωνία πέτυχε να ζῇἰσορροπημένη ς νθρωπίνη κοινωνία. Διότι κοινωνία χωρς θικς ξίας κα χωρς πνευματικν ζωήν, δεν μπορε να εναι κοινωνία νθρωπίνη. Παιδεία, λοιπόν, καὶἘκκλησία εναι ο δύο βασικς προσπάθειές που θ δημιουργήσουν  τν βασικν ποδομν ξυγιάνσεως τς ζως μς».

Συχνά ο δικτάτορας απευθυνόμενος στου κληρικούς, τους καλεί να αναλάβουν πιο ενεργά αυτόν τον εθνικό τους ρόλο, να ανακτήσουν την επιρροή τους πάνω στους νέους, να ανταποκριθούν στην ευθύνη τους ως «παιδαγωγοί» και «ψυχοπλάστες» και να κερδίσουν το σεβασμό των νέων συμβάλλοντας στο έργο της ηθικής και εθνικής διαπαιδαγώγησής τους : 

 «Σεις εσθε κενοι, οἱὁποοι χετε τν πλήρη όλον πάνω ες ατν τν κατεύθυνσιν. Ὁῥόλος σς δεν εναι πάγγελμα. Δεν εναι κν όλος διδασκάλου. Εναι όλος ψυχοπλάστου, νθρωποπλάστου, π τν ννοιαν τι σεις χετε κα τν δυσχέρειαν  να εσθε ποχρεωμένοι να πέμβετε π πλημελς κόμη διαμορφωθείσης προσωπικότητος κα να τν ποβοηθήσετε να ξαγνισθ».

«Παρακολουθήσατε τὴν νεότητα, κοιτάξατε τὰ παιδιὰ εἰς τὰ ματία καὶ φροντίσατε διὰ τὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν… Ἀναλάβετε, λοιπόν, τὴν σταυροφορίαν, ὥστε ἡ Ἐκκλησία να ἀποκτήσῃ τὸν αὐτοσεβασμὸν ὅλων τῶν στελεχῶν τῆς καὶ τὸν σεβασμὸν  τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος».

«Προσδοκῶμεν τὴν ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τάς ψυχὰς τῶν Ἑλλήνων, εἰς τὴν θέσιν ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται, ἵνα τὸ ἔθνος ἐξασφαλίση τὸν ἀσφαλῆ ὁδηγὸν πρὸς τὸν δρόμον τῶν πεπρωμένων τοῦ».

Η  Oικογενεια 

«Το ισχυρότερον συναίσθημα»

Στην αρχή της ομιλίας του στην Πάτρα, τον τόπο καταγωγής του (γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αχαίας), ο Γ. Παπαδόπουλος παρομοίωσε  την επίσκεψή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, με επιστροφή στην «οικογενειακήν εστίαν» :  

«Εναι ληθές, τι δεν φίσταται δι τν νθρωπον σχυρότερον συναίσθημα π τς πιστροφς το ες τν οκογενειακν στίαν.  Κα αἱἐκδηλώσεις σς  μου δίδουν τ συναίσθημα κενο, τὸὁποον θ μ κατελάμβανεν εσερχόμενον ες τν οκίαν, που γεννήθην».

Η κρίση της οικογένειας 

Πέρα, ωστόσο, από τέτοιες προσωπικές αναφορές, μπορούμε να πούμε ότι οι αναφορές στην οικογένεια είναι σχετικά περιορισμένες στις ομιλίες του δικτάτορα. Και από αυτές που υπάρχουν οι περισσότερες αποτελούν άμεση ή έμμεση κριτική στον τρόπο αγωγής των παιδιών ως προς την κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά και παραινέσεις προς τους γονείς. Ένα από τα περιστατικά που αρέσκεται συχνά να επαναλαμβάνει ο δικτάτορας ως παραδείγματα της ηθικής κρίσης και της «ατομοκρατίας» είναι η ιστορία της μητέρας, η οποία προσπαθεί να εξαπατήσει τον εισπράκτορα ενός λεωφορείου σχετικά με την ηλικία του γιου της, για να μην πληρώσει εισιτήριο. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει – κατά το δικτάτορα – την αδυναμία συνειδητοποίησης της θέσης του ατόμου μέσα στην κοινωνία και της ανάγκης σεβασμού στην ηθική  τάξη. Χρησιμοποιείται, ωστόσο, αρκετά συχνά, για να προβάλει ένα αρνητικό παράδειγμα διαπαιδαγώγησης των παιδιών, δείγμα της κρίσης της οικογένειας: 

«Ποίαν καταστροφν προκαλεῖἡ μητέρα ατ ες τ διαπλασσόμενον τέκνον τς, ντιλαμβάνεσθε κάλλιον μο».

«Και εάν η μητέρα, η οποία αποτελεί το πρώτο ξεκίνημα αγωγής, και είναι η βασική γλάστρα εις την οποίαν αναπτύσσεται το άτομον , έχει φθάσει  εις το σημείον αυτό, εις ποίον σημείον πρέπει να αναζητήσωμεν τα υπόλοιπα άτομα έναντι της ηθικής τάξεως των Νόμων και των θεσμών».

Λόγω της διαπιστωμένης ανεπάρκειας πολλές φορές των γονιών, σε σχέση με τα λανθασμένα παρεχόμενα πρότυπα Ο δικτάτορας φτάνει στο σημείο να ζητά τη συνδρομή των εκπαιδευτικών  για την καθοδήγηση των γονιών στο ρόλο τους. Οι γονείς  διαβρωμένοι από την ηθική κρίση και την ατομοκρατία μεταφέρουν αρνητικά πρότυπα στην ψυχή των νέων (κατά το παράδειγμα της ανύθυνης μητέρας που είδαμε πιο πάνω), δηλητηριάζοντάς τα ίδια με τη ανάπτυξη ατομικιστικής νοοτροπίας και έμμεσα τη συνοχή και το μέλλον της  κοινωνίας και της Πατρίδας :

 «λοι ρχονται πρς σάς, διότι λοι ετυχς κόμη θεωρον τι εναι νάγκη να φροντίσουν δι τ παιδι τν. κμεταλλευθτε ατν τν εκαιρίαν καὶἐνθυμηθτε τι εστε διδάσκαλοι κα πρς ατούς. Διδάξατε τος τν συνέπειαν ες τν νάγκην τς μφανίσεως το παραδείγματος ς προτύπου δι τν διαμόρφωσιν τς λληνικς ψυχς τν παιδιν τν. Ψέξατε κάθε ντίνομον νέργειαν πρς ατν τν κατεύθυνσιν». 

Οικογένεια – Θρησκεία – Πατρίς : Η ελληνοπρεπής αγωγή

Το πρόβλημα, επομένως,  της οικογένειας εστιάζεται κυρίως σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση των νέων, και προβάλλεται η ανάγκη επανόδου της οικογένειας στην ορθή θέση έναντι του νέου. Ο παιδαγωγικός της ρόλος, αναγνωρίζεται ως χρέος προς την Πατρίδα, είναι εθνικός ρόλος, εφόσον είναι προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου με βάση τις ελληνοχριστιανικές αξίες. Έτσι η οικογένεια συνδέεται με τη θρησκεία και την πατρίδα διαμέσου της προσήλωσης στην παράδοση – πυρήνας της οποίας είναι η οικογένεια – και στις  αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, οι οποίες είναι ταυτισμένες ιστορικά με την ελληνική οικογένεια και μεταβιβάζονται πρωταρχικά μέσω αυτής από τη μια γενιά στην άλλη. Με αυτόν τον τρόπο η οικογενειακή αγωγή καταλήγει εντέλει εθνική αγωγή, με την έννοια της παρεχόμενης ελληνοπρεπούς αγωγής  :

«Δεν παιτεται κ μέρους μν τίποτε περισσότερον πὸὅ,τι παιτεται π τ παιδ πρς τν μάννα. γάπη, πίστις ες τν στοργν τς κα πρ πάντων πίστις ες ατ ποῦἡ Μητέρα δίδαξεν ς δηγν τς ζως για τ παιδι τς. Πίστις ες τάς ρχς τοῦἙλληνισμο κα το Χριστιανισμο». 

«Διὰ να ἀποκατασταθῇ ἡ χώρα καὶ να δυνηθῇ να προχωρήση ἐμπρὸς μεταξὺ τῶν ἄλλων προοδευμένων κρατῶν πρέπει να τῆς δοθῇ ἀγωγή, κατεύθυνσις πρὸς τὴν ὀρθὴν ἀγωγήν, τὴν Ἑλληνοπρεπὴ».

«Διότι, ἂς μὴ κρυβώμεθα: Τὸ δρᾶμα τῆς σήμερον εἶναι δρᾶμα καὶ τοῦ σχολείου καὶ τῆς οἰκογενείας. Ἔσπασε τὸ ὁμοτράπεζον, ἔσπασε καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον ἡ συναίσθησις τῆς ἱερότητος τοῦ ἀξιώματος καὶ κινδυνεύομεν. Μόνον ἡ ἐπάνοδος τῆς οἰκογενείας εἰς τὴν ὀρθὴν θέσιν ἔναντι τοῦ νέου, καὶ τοῦ διδασκάλου εἰς τὴν ὀρθὴν θέσιν τοῦ πλάστου καὶ χαράκτου χαρακτῆρος καὶ ψυχῆς τῶν νέων τῆς Ἑλλάδος, μόνον αὐτὰ εἶναι δυνατὸν να σώσουν τὴν ἑλληνικὴν Πατρίδα σήμερον». 

«Η υγιής μερίς του ελληνικού λαού»

Η σύνδεση της Οικογένειας με την Πατρίδα και  τη Θρησκεία συγκροτείται και διαμέσου του ιδεολογήματος της διατήρησης της Παράδοσης. Οι αξίες αυτές προβάλλονται ως παραδοσιακές, η προσήλωση στις οποίες  χαρακτηρίζει την πιο υγιή μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία  διατηρεί τον παραδοσιακό τρόπο και δεν έχει επηρεαστεί από τον πολιτισμό των πόλεων και, επομένως, δεν έχει «εκσυγχρονιστεί». Τέτοιοι είναι οι αγρότες, οι οποίοι θεωρούνται αγνοί, καλοί οικογενειάρχες που διατηρούν τις παραδόσεις, τελούν με ευλάβεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και εντέλει είναι «οἱ Ἕλληνες τῶν Ἑλλήνων» :

«Εἶσθε ἡ πλέον ὑγιὴς μερὶς  τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἰς ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς πατρίδος μας, πάντοτε ὑπήρξατε ὁ κυματοθραύστης, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐθραύσθησαν  ὅλαι αἱ ἀπειλαί, αἱ ὁποῖαι ἠπείλησαν τὴν πατρίδα μας. Καὶ τοῦτο τὸ ἐπετύχατε μόνον χάρις εἰς τὴν ἁγνότητα καὶ χάρις εἰς τὴν δύναμιν τῆς φιλοπατρίας καὶ τὴν συνείδησιν εὐθύνης ἔναντι αὐτοῦ τὸ ὁποῖον ἐμάθατε ἀπὸ τὴν  γιαγιὰ σᾶς καὶ τὸν πατέρα σᾶς, ἀπὸ τὸν παπὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ὅλους τοὺς σεβασμίους τῆς κοινότητος, οἱ ὁποῖοι σᾶς μιλούσαν διὰ τὴν πατρίδα, τὴν θρησκείαν καὶ τὴν οἰκογένειαν». 

Επομένως, η οικογένεια ως θεσμός, υποτάσσεται και εξυπηρετεί το εθνικό, δηλαδή την Πατρίδα, η οποία προτάσσεται ως αξία : 

«πιτάσσουν τν γάπην πρς τν Πατρίδαν κατ πρτον  κα κατόπιν τν γάπην κα τν σεβασμν πρς τν μητέρα κα τν πατέρα, τος γεννήτορας δηλαδὴἑκάστου, λλὰἡἀγάπη πρς τν Πατρίδα ες οανδήποτε περίπτωσιν, εναι μόνη δύναμις, μόνη ρχή, μόνη δέα».

«Τ προβλήματα σας πρέπει να τ βλέπετε μαδικώς. Πρέπει να ρχίσετε μίαν προπάθειαν συνεργασίας. ρχίσατε π τν μικρν μάδαν πο λέγεται οκογένεια, δι να λείψ ες λην τν κτασιν τς χώρας μας τ φαινόμενον ὁἀδελφς να μ μιλάη ες τν δελφν ἣὁ γιος ες τν πατέρα, διότι μάλωσαν δι μίαν  σπιθαμν χωρφι»

Οι  έμφυλοι   ρόλοι

Ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιμετώπιση της γυναίκας, η οποία  στις ομιλίες του δικτάτορα αποκτά εθνικό διάσταση. Ακολουθώντας τα παραδοσιακά εθνικά στερεότυπα η γυναίκα παρουσιάζεται πρωταρχικά ως πρόσωπο με βαθύτερο εθνικό ρόλο : Αναγνωρίζεται η συνεισφορά της στις πολεμικές περιπέτειες δίπλα στον άντρα καθώς και η εθνική της προσφορά ως Μητέρας :

«ἩἘπανάστασις τς 21ης πριλίου εναι διαιτέρως εαίσθητος ες τν κτίμησιν τς τεραστίας ατς προσφορς τν λληνίδων κατ τάς δραματικωτέρας στιγμς τς στορίας τοῦἜθνους μας.

ἩἘπανάστασις βλέπει τν λληνίδα ες τν πρωταρχικν βιολογικν ποστολν τς Μητρός, τν τιμᾷὑπ τν διότητα τς  ατν μ βαθεαν συνείδησιν τς σημασίας τς κα θ καταβάλ κάθε προσπάθειαν – χάριν ατς κα τοῦἜθνους – δι να ξασφαλίση ες τν λληνίδα Μητέρα τν βοήθειαν τς πολιτείας, τς ποίας δικαιοται».

Από την άλλη η γυναίκα τοποθετείται στους παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους ως ηγεμονίδα του οίκου και διαμορφωτής χαρακτήρων, ενώ  εξαίρεται η θέση της ως του καθοριστικού προσώπου της οικογένειας επιφορτισμένου με την ευθύνη της κοινωνικοποίησις των νέων :

«Πέρα το θεμελιώδους ατοῦῥόλου τς λληνίδος, ἡἘπανάστασις χει πλήρη συνείδησιν τς νεκτιμήτου διπλς προσφορς της ς «γεμονίδος το οκου» καὶὡς διαμορφωτοὺἀνθρωπίνων χαρακτήρων. π ατν κυρίως ξαρτται διατήρησις τς οκογενείας ς κυττάρου τς κοινωνίας καὶἡ δι τς νατροφς «κοινωνικοποίησις» τν περχομένων γενεν».

Παρατηρούμε, ωστόσο, την αναγνώριση νεωτερικών ρόλων της γυναίκας στα πλαίσια μιας οικογένειας που εξελίσσεται μεταβάλλοντας και τους ρόλους των δύο φύλων. Η είσοδος της γυναίκας στην εργασία αναγνωρίζεται – όχι βέβαια ως αυτονόητο δικαίωμα της γυναίκας – αλλά ως οικονομική ανάγκη της οικογένειας. Ο δικτάτορας δε μπορεί να αγνοήσει τα  πραγματικά δεδομένα που έχουν περιβάλλει και μετασχηματίσει τη μεταπολεμική αστική οικογένεια και τη θέση της γυναίκας μέσα σε αυτήν. Αναγνωρίζει, επίσης, τη δυσκολία εξισορρόπησης των πολλαπλών ρόλων που αναλαμβάνει η γυναίκα. Η αποδοχή αυτών των δεδομένων οδηγεί στην αναγνώριση της ανάγκης προστασίας  και ελάφρυνσης της εργαζόμενης μητέρας  μέσω της κοινωνικής πολιτικής :

«Δεν τῆς διαφεύγουν ὅμως καὶ ὅλα ὅσα ὀφείλει τὸ Ἔθνος εἰς τὴν Ἑλληνίδα τοῦ ῥόλου τῆς εἰς τὴν κοινωνικὴν καὶ οἰκονομικὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους».

«Ὑπὸ τάς ἐπικρατούσας συνθήκας, διὰ να ἐπιζήση μία οἰκογένεια, εἶναι συχνὰ ἀνάγκη να ἐργασθοὺν καὶ τὰ δύο μέλῃ τῆς οἰκογενείας».

 «Κα μήπως τν νάγκην να λύσωμεν τ πρόβλημα τς διαφυλάξεως τοῦἀνηλίκου τέκνου τς ργαζομένης γυναικός, φ’ σον εναι ποχρεωτικν να ργασθῇἡ γυνακα σήμερον, διότι οκογενειακς προϋπολογισμς δεν βγαίνει μόνον μ τν ποζημίωσιν τς ργασίας τοῦἀνδρός, μήπως, λέγω, πρέπει να χαρακτηρίσωμεν ξόχου προτεραιότητος  τν νάγκην, πως δι συλλογικς προσπαθείας ξασφαλίσωμεν τν δυνατότητα πιστασίας τοῦἀνηλίκου παιδίου τς ργαζομένης γυναικός, κατ τάς ρας που πρέπει  μητέρα να λθ κα να ργασθ;».

Τέλος, επικρίνεται η επιθετική συμπεριφορά της γυναίκας – μητέρας απέναντι στον άντρα – πατέρα και εκφράζεται κάποια  συγκρατημένη δυσφορία για «ενδυματολογικές ακρότητες»:

«Δεν εἶναι δυνατὸν να συγκροτήσωμεν τὴν νέαν κοινωνίαν μὲ τέτοια ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἀκούουν ἀπὸ τὸ λίκνον τοὺς τὴν μανὰ να ὑβρίζῃ τὸν Πατέρα ὡς ἀνόητον καὶ βλᾶκα διὰ μίαν οἰανδήποτε ἀσήμαντον  ὑπόθεσιν». 

«Ἐνθυμοῦμαι τὸν ἀείμνηστον πατέρα μου, ὁ ὁποῖος … ἔστελλε ὀπίσω μητέρας, εἰς ἐποχὴν ποῦ δεν ἐπετρέπετο κοκκινάδι, ἕνα ἤρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον μὲ βαμμένα τὰ χείλη. Δεν θέλω να εἴπω ὅτι πρέπει να πράξωμεν τὸ αὐτὸ σήμερον. Καὶ διὰ να μὴ παρεξηγηθὼ ἀπὸ τάς ἐδῶ παρισταμένας κυρίας καὶ δεσποινίδας, λέγω τοῦτο : ὅτι ἔστελλε ὀπίσω μητέρας, αἱ ὁποῖαι προσήρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον ὄχι κατὰ σεμνὸν τρόπον ἐνδεδυμέναι, καὶ παρετήρει γονεῖς δι’ οἰανδήποτε συμπεριφορὰν ἡ ὁποία δεν ἦτο ἁρμόζουσα πρὸς τὴν ἀποστολὴν των. Ὑπῆρξε παράδειγμα διδασκάλου καὶ γονέως».

Ο  στρατός ως  Έθνος 

Η μεταφυσική του στρατού

Ο στρατός σε «ρόλον ασπίδος και κριού» 

 «Μ τοιαύτην τοποθέτησιν τς ποστολς σς μ τοιαύτην ατοθυσίαν προσερχόμενοι π το πεδίου τς τιμς , να γωνισθτε δι τάς σημαίας κα τν πατρίδα, δώσατε πίσω σς τν χαιρετισμόν, τν χαιρετισμόν που δίδει στρατευόμενος μετ τ σάλπισμα τς Πατρίδος, να χθ ες τ πεδίον τς τιμς, να γνωνισθ κα κατ πσαν πιθανότητα να πέση, λλὰἐν πάσ περιπτώσει οδέποτε να πιστρέψ μ τν χθρν ες τν πλάτην».

 Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές διακηρύξεις με τις οποίες οι συνταγματάρχες επένδυσαν το καθεστώς τους, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για στρατιωτικού χαρακτήρα δικτατορία. Ο στρατός είναι παντού παρών. Όχι μόνο στις πλατείες και στους δρόμους, αλλά σε όλες τις εκφάνσεις αυτού του καθεστώτος : στα σύμβολά του, στις ομιλίες των πραξικοπηματιών, στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, στην κινηματογραφική παραγωγή της εποχής,  στα σχολικά βιβλία και παρελάσεις, στις θρησκευτικές και εθνικές εορτές και φυσικά στα κέντρα εξουσίας που καταλαμβάνονται από τους επίορκους αξιωματικούς. 

Ο στρατοκρατικός χαρακτήρας  της ιδεολογίας του καθεστώτος  διακηρύσσεται από το δικτάτορα στην πρώτη του παρουσία μπροστά στους ανταποκριτές του ελληνικού και ξένου τύπου:

«Πρ ατς τς καταστάσεως ὁἘθνικς Στρατός, αἱἔνοπλοι δυνάμεις τς χώρας, μόνη οδετέρα ες τν χρον  το πολιτικο κατασπαραγμο δύναμις ἡὁποία πρχεν, κρινεν τι φειλε να παρέμβη, δι να νακόψ τν δρόμον πρς τν κρημνν».

Κοντά και συμπληρωματικά στη μεταφυσική έννοια του Έθνους ο δικτάτορας εισάγει τη  μεταφυσική έννοια του στρατού. Στη λογική του ο Στρατός βρίσκεται πέρα και πάνω από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, είναι πολιτικά ουδέτερος, ως επόπτης και εγγυητής – όταν χρειάζεται – της ασφάλειας του Έθνους. Η αρμοδιότητά του δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση ενδεχόμενων εξωτερικών απειλών για την πατρίδα, αλλά και εσωτερικών κινδύνων :

«φ’ του πάρχει λευθέρα λλάς, αἱἜνοπλοι Δυνάμεις τς διαδραματίζουν ναλλξ όλον σπίδος κατ τν πιβουλευομένων τν νεξαρτησίαν τς κα κριο κατ τν ντιτιθεμένων ες τν πρόοδον τς. Διότι τηρον τν ρκον τν κα εναι εαίσθητοι δέκται τν λαϊκν πόθων».

Στη συγκεκριμένη περίπτωσή  ο ρόλος του στρατού ως «ασπίδος» του Έθνους δικαιολογείται λόγω της παρακμής του πολιτικού συστήματος και της εξάπλωσης μιας «αναρχικής αντίληψης σχεδόν εις όλα τα άτομα της κοινωνίας», γεγονός που κατά το δικτάτορα «είχε δημιουργήσει τον κίνδυνον να ανακόψη η Χώρα την πορείαν της προς τα εμπρός από τον κομμουνισμόν».Κατά αυτή την έννοια ο στρατός προβάλλεται ως τείχος αντίστασης στην παρακμή και σε αυτή την «ύπουλη κομμουνιστική διείσδυση», επειδή είναι το «υγιές» κομμάτι του Έθνους, με την έννοια ότι δεν έχει διαβρωθεί  από τη φαυλοκρατία και την όξυνση της άγονης και επιζήμιας για το Έθνος κομματικής αντιπαράθεσης. Πρόκειται για μια απλουστευτική αντίληψη που προβάλει την εικόνα ενός ιδεατού Στρατού, ο οποίος, επειδή είναι φορέας των γνήσιων εθνικών ιδεωδών και «ευαίσθητος δέκτης των αναγκών του Έθνους»,  είναι «ακοίμητος φρουρός της ασφάλειάς του» και απολαμβάνει το δικαίωμα και την ευθύνη να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις, όταν ο ίδιος κρίνει ότι αυτές θέτουν σε κίνδυνο του Έθνος. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, επομένως, δεν είναι μια εξαίρεση, ένα ατόπημα, αλλά μια  λογική απόρροια αυτής της εθνο-στρατοκρατικής  αντίληψης :

«ΑἱἜνοπλοι Δυνάμεις τς λλάδος διεδραμάτισαν πάντοτε ποφασιστικν μέρος  ες τάς σωτερικς ξελίξεις τς, διότι εναι εαίσθητοι δέκται  τν ναγκν τοῦἜθνους».

 «Ἡἀποστολ τν (τν νόπλων Δυνάμεων), μως, ς περασπιστν τοῦἜθνους, οδέποτε λήγει. Δι τοτο, καὶὅταν διεφάνη νέος κίνδυνος δι τν κατακτηθεσαν μ τόσας θυσίας θνικν λευθερίαν καὶἐσωτερικν ερήνην, α  νοπλοι δυνάμεις τς λλάδος ξεπλήρωσαν, πως πάντοτε, τ καθκον πρς τν Πατρίδα δι τς παναστάσεως τς 21ης πριλίου 1967».

Από το Γράμμο Βίτσι  στην Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου

Η αναγωγή του στρατού σε μια μεταφυσική έννοια – φορέα της εθνικής ιδέας και επιτηρητή της συνέχειας του έθνους, δεν είναι μια αυθαίρετη νοητική κατασκευή του Παπαδόπουλου, αλλά  αποτέλεσμα του κομβικού ρόλου που διαδραμάτισε ο στρατός στον Εμφύλιο – ιδιαίτερα στη δεύτερη τραγική περίοδό του – και στη δομή του μετεμφυλιακού κράτους καθώς και στις ερμηνείες – ιδεολογίες που αυτός ο ρόλος παρήγαγε. 

Πιο συγκεκριμένα ο Εθνικός Στρατός είναι ο νικητής του Γράμμου – Βίτσι, αυτός που αντιμετώπισε με επιτυχία την απειλή του κομμουνισμού σώζοντας το Έθνος από τους «πράκτορες» των Σλάβων και των Σοβιετικών και εξασφάλισε μετά τον Εμφύλιο τη συνέχεια αυτής της νίκης στο μετεμφυλιακό κράτος των «Εθνικοφρόνων», ένα κράτος που, χωρίς να είναι ανοιχτή δικτατορία, λειτούργησε ως επίφαση δημοκρατίας κάτω από την κηδεμονία του στρατού.Το γεγονός αυτό, είχε ως συνέπεια ο Εθνικός Στρατός να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο όχι μόνο στις πολιτικές εξελίξεις αλλά και στην ιδεολογία των εθνικοφρόνων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η επέτειος της μάχης Γράμμου Βίτσι (28η Αυγούστου 1949) ορίστηκε ως ημέρα εορτασμού της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων και ημέρα του Εφέδρου Πολεμιστή και παρουσιάστηκε ως συνέχεια των μεγάλων  πολεμικών στιγμών του Έθνους στα πλαίσια μιας αντίληψης που εξιδανίκευε ό,τι σχετιζόταν με το στρατό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Στρατός, δηλαδή «ὁ λαὸς ἐν ὅπλοις αναδεικνύεται σε βασική πηγή εξουσίας και ταυτίζεται με την έννοια του «Έθνους» ή τουλάχιστον με τον πραγματικό φορέα έκφρασής του. Επομένως, πρόκειται για μια στρατοκρατική αντίληψη, όπου Έθνος και Στρατός ως έννοιες  συνυφαίνοται σε μια ενότητα, ώστε να είναι δυσδιάκριτα τα μεταξύ τους όρια. Φορείς μιας τέτοιας θεώρησης είναι πρώτα απ’ όλα – πολλοί αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των αντιλήψεων έπαιξε ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) μια παραστρατιωτική συνωμοτική οργάνωση αξιωματικών με άτυπο αρχηγό το μετέπειτα Πρωθυπουργό στρατηγό Παπάγο, η οποία διακρινόταν για τον αντικομουνισμό, την καχυποψία απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και την  έμφαση στον εθνικό ρόλο του στρατού. Μέλος αυτής της ομάδας υπήρξε ο Παπαδόπουλος, ο Ιωαννίδης καθώς και άλλοι πραξικοπηματίες..

Η τέταρτη εξουσία  στη θέση της πρώτης

Η αυτονόμηση αυτή του στρατού  από τα νόμιμα κέντρα εξουσίας σε κάθε δημοκρατία απέκτησε και θεσμικό χαρακτήρα  στα συνταγματικά κείμενα που επέβαλλε η δικτατορία με την επίφαση δημοψηφίσματος. Στο άρθρο 129 παρ. 1 προσδιορίζεται ως αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων όχι μόνο η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας αλλά και «του κρατούντος πολιτεύματος και του κοινωνικού καθεστώτος έναντι πάσης επιβουλής», ενώ αφαιρείται η δυνατότητα ελέγχου του από τις τρεις εξουσίες, την εκτελεστική (κυβέρνηση), τη δικαστική (Συμβούλιο  επικρατείας) και τη  νομοθετική (Βουλή). Ο στρατός αναδεικνύεται σε μια αυτόνομη εξουσία, η ηγεσία του οποίου δε λογοδοτεί στην επίσημη κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό. Κατά αυτόν τον τρόπο ο στρατός ανάγεται σε ανεξέλεγκτο και – τελικά – κυρίαρχο πόλο εξουσίας  : 

«Τέλος, πρέπει να ποκλείσωμεν τν πέμβασιν τς πολιτικς ες τ Διοίκησιν κα τάς νόπλους Δυνάμεις, πέβασιν ἡὁποία κατ τ παρελθν τόσα δειν  πεσώρευσεν ες τν τόπον ατν».

 Ο ηγεμονικός αυτός ρόλος του στρατού νομιμοποιείται εκ των υστέρων μέσω μιας υποτιθέμενης και αυθαίρετης λαϊκής αποδοχής και απαίτησης, που βέβαια, ποτέ δεν είχε το καθεστώς και που αυθαίρετα επικαλείται. Άλλωστε πρωταρχικός και βασικός σκοπός του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου ήταν να θέσει το λαό υπό κηδεμονία, να τον «σώσει», παρά τη θέλησή του από τη θέλησή του, που θα την εκδήλωνε στις προσεχείς εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαίου 1967 : 

«Ὁἀναζητούμενος σχυρς δεν εναι ὁἰσχυρς νήρ, λλὰὁἰσχυρς ργανισμός. Κα ατς εναι ὁὀργανισμς το στρατο. Ἡἐνέργεια δεν το τίποτε περισσότερον π μία νέργειαν το στρατοῦἡὁποία ξέφρασεν, πως ν συνεχείᾳἀποδειχθῇἐκ τς συμπαραστάσεως λου το λαο, τν παίτησιν ατο το λαο δι’ ατν τν πανάστασιν […] Ἐὰν ρωττε  πότε θ θέσωμεν ες τν λληνικν λαν τὸἐρώτημα ἐὰν δέχεται ἣὄχι τν πανάστασιν, τν πάντησιν νομίζω τι τν χομεν λάβει. Δεν ασθανόμεθα τν νάγκην να θέσωμεν τέτοιο ρώτημα  ες τν λληνικν λαόν, διότι καθολικ συμπαράστασις το ες τὸἔργον τς Κυβερνήσεως χει καταστήσει νευ ντικειμένου τὸἐρώτημα»

Το  μη  Έθνος

«Πλν νθελλήνων…» –  Ο αντικομμουνισμός

Ο έσχατος κίνδυνος

Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παραβίαση της πολιτειακής νομιμότητας, τον ακρωτηριασμό των ελευθεριών και τη φίμωση του ελληνικού λαού από τους συνταγματάρχες; Ποια δικαιολογία θα μπορούσε να επικαλεστεί η συνωμοτική ομάδα, η οποία δρώντας γκανκστερικά τη νύχτα της 20ης προς τη 21η Απριλίου του 1967 κίνησε τα τανκς, τις δυνάμεις καταδρομών και τα σώματα ασφαλείας, καταλαμβάνοντας το Κοινοβούλιο, τα υπουργεία και άλλα δημόσια κτήρια, τους ραδιοσταθμούς, τα κέντρα επικοινωνιών, συλλαμβάνοντας τον πρωθυπουργό της χώρας, υπουργούς, πολιτικούς ηγέτες και περίπου οκτώ χιλιάδες πολίτες; Αντλώντας από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του μετεμφυλιακού κράτους οι πραξικοπηματίες ανέσυραν τον «ἔσχατον κίνδυνον»  για το έθνος : το φάντασμα του κομμουνισμού.

Στην πρώτη του περίφημη παρουσία – συνέντευξη στους αντιπροσώπους του ελληνικού και ξένου τύπου στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, λίγες μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα, ο Γ. Παπαδόπουλος, ως Υπουργός Προεδρίας, προσπάθησε να αιτιολογήσει το πραξικόπημα :

« χώρα διήρχετο μίαν κρίσιν ναζητούσα διέξοδον πὸἕνα πολιτικν διέξοδον ες τὸὁποο εχεν εσέλθ […] κατάστασις ατη προστιθεμένη  ες μίαν ναρχικν ντίλιψιν  ἡὁποία εχεν πιβληθ  σχεδν ες λα τὰἄτομα  τς κοινωνίας, εχε δημιουργήσει τν σχατον κίνδυνον δι τν χώραν, εχε δημιουργήσει τν κίνδυνον  να νακόψῃἡ χώρα τν πορείαν τς πρς τὰἐμπρς π τν κομμουνισμόν. […] τσι κύριοι εχαμε φθάσει να δηγούμεθα μες, λληνες ντες, ες τν κομμουνισμν».

Η αναβίωση του κομμουνιστικού κινδύνου προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιβολή της δικτατορίας επισημαίνεται και από το ραδιοφωνικό του μήνυμα προς το ελληνικό λαό στις 31 Δεκεμβρίου 1967:

« ἩἙλλς λόγῳἀλλεπαλλήλων σφαλμάτων τς γεσίας τς, διωλίσθαινε πρς τὰἀγκάλας τοῦἐρυθροῦὁλοκληρωτισμού, τν φιαλτικν περίπτυξιν το  oποίου εχε γνωρίσει κατ τ παρελθν».

Ο εσωτερικός εχθρός : Οι κομμουνιστές ως προδότες, ανθέλληνες

Η εθνικιστική ιδεολογία του παπαδοπουλικού λόγου δεν μπορεί να εδραιωθεί και να ερμηνευτεί έξω από την αντιπαράθεσή της με τον κατασκευασμένο εθνικό εχθρό, ο οποίος ως αρνητικός πόλος ενός μανιχαϊστικού διπόλου,  δικαιώνει και ενισχύει τον θετικό – εθνικό πόλο, που υποτίθεται αντιπροσωπεύει η δικτατορία. Το εθνικιστικό παραλήρημα γίνεται αποδεκτό μπροστά στον έσχατο εθνικό κίνδυνο, που αντιπροσωπεύει ο κομμουνισμός, ο οποίος δαιμονοποιείται στον λόγο του δικτάτορα και αποκτά μεταφυσικές ιδιότητες. «Ἡ ἐμφάνισις τοῦ κομμουνιστικοὺ τέρατος», «τοῦ πλέον στυγνοῦ, τοῦ πλέον αἱματοβαμένου ἐχθροῦ κάθε ἐλευθερίας, κάθε ἀνθρωπίνου ἰδεώδους», «αὐτὸς ὁ ὕπουλος ὁ σατανᾶς, ὁ κομμουνισμὸς», «θὰ ἔθετε τὸν λαὸν αὐτὸν κάτω ἀπὸ τὸν στυγνὸν νέον κόκκινον φασισμὸν». Για τον Παπαδόπουλο οι  κομμουνιστές είναι απλώς προδότες, «μίσθαρνα όργανα ξένων δυνάμεων» που συνεπείς  εις τας αρχάς τους προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τις αδυναμίες και τις καταστάσεις, ώστε ο κομμουνισμός να  «κατασπαράξη τον ελληνικόν λαόν» οδηγώντας στον «πανσλαυισμόν, τὸν παγκομμουνισμόν, τὸν κομμουνσιμὸν ὁ ὁποῖος θὰ  τοὺς δώσῃ (σ.σ. τῶν Σοβιετικών) τὴν εὐκαιρία να κυριαρχήσουν εἰς ὅλας τὰ χώρας» :

«ορτάζομεν σήμερον τν 19ην πέτειον τς στρατιωτικς συντριβς το ξενοκινήτου κομμουνιστικο συμμοριτισμού, ὁὁποος π τέσσαρα περίπου τη σκόρπιζε τν θάνατον κα τν καταστροφν ες τν προσφιλ μας Πατρίδα… πρόκειτο περ μις μς κα κυνικς ποπείρας νσωματώσεως τς λλάδος, ες τν κομμουνιστικν ατοκρατορίαν, δηλαδὴἀνεπανορθώτου θνικς ποδουλώσεως τς».

Επομένως κατά τον Παπαδόπουλο, η Αριστερά αποτελεί αντεθνική δύναμη, με την έννοια ότι λειτουργεί ως πολιορκητική μηχανή, μια μορφή «δούρειου ίππου» της σοβιετικής πολιτικής, της βουλγαρικής και σλαβικής επεκτατικότητας σε βάρος της Πατρίδας:

«(Ο παρασυρθέντες) χθησαν νδεχομένως πρς τν χθρν μέσ το δουρείου ππου τν ποον στειλεν ες τὸἐσωτερικν μας ὁἴδιος ὁἐχθρς».

 Μια τέτοια θέση – όσο παράλογη και αν ακούγεται σήμερα – αποτελεί τη συνέχεια της εδραιωμένης αντικομμουνσιτικής  ιδεολογίας του μετεμφυλιακού κράτους, η οποία στηρίχτηκε σε δύο πυλώνες :α) την αξιωματική αντίθεση του κομμουνσιμού με τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», και β) το ιδεολόγημα του «δυτικού – ελεύθερου κόσμου». 

Ελληνοχριστιανισμός και κομμουνισμός

Ο εξοβελισμός των Αριστερών από το εθνικό σώμα είναι – κατά τον Παπαδόπουλο – φυσική, απόλυτη και αμετάκλητη :  

«ἩἙλλς κα κατ τν στορικν παράδοσιν κα κατ τν βασικν κοινωνικν ντίληψιν καὶἀγωγν δεν  εναί ποτε  εεπίφορος πρς τν κομμουνισμόν, διότι κομμουνισμς δεν δύναται να χ οδν σημεον κοινν μ τν λληνοχριστιανισμόν που ποτελε τν βάσιν τς γωγς τν λλήνων κα τν δρόμον τς στορίας των». 

Η ασυμβατότητα ελληνικού έθνους και κομμουνιστικής ιδεολογίας δεν είναι βέβαια, επίνοια του Παπαδόπουλου, αλλά απόρροια του ιδεολογήματος περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, το οποίο προβλήθηκε  από το λόγο της μεταξικής δικτατορίας. Την περίοδο εκείνη εδραιώθηκαν στην ελληνική κοινωνία  αντικομμουνιστικά στερεότυπα που παρουσίαζαν τον  κομμουνιστή ως άτομο ελεύθερης ηθικής, εχθρό της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας, δηλαδή των κεντρικών πυλώνων της έννοιας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Αυτές οι διαδεδομένες αντιλήψεις για τη διαλυτική επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών στην οικογένεια ή  στην έκλυση των χρηστών ηθών ή ακόμη στην άμβλυνση του θρησκευτικού συναισθήματος και στην υποχώρηση των χριστιανικών αξιών, συνέβαλλαν στη συγκρότηση ενός ιδεολογικού αντιθετικού διπόλου : Ελληνοχριστιανισμός – Κομμουνισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ο δεύτερος να νοείται στα πλαίσια της εθνικιστικής αντίληψης ως απειλή  για τον εκμαυλισμό της ελληνικής φυλής. Κατά αυτόν τον τρόπο οι έννοιες «Έλληνας» και «Κομμουνιστής» αλληλοαποκλείονται :

«Πρς Θεο, μες οἱἝλληνες, οἱὁποοι καὶἐκ βαρείας κληρονομίας δεν εναι δυνατν να χωμεν οανδήποτε σχέσιν μ τν τυραννίαν το Κομμουνσιμού, ς διαφυλάξωμεν τος ατος μας π το να πέσωμεν θύματα ατς τς προπαγάνδας».

«Δεν νοεται λλην κομμουνιστής. Νοεται λλην γωνιστς δι τ σύνολον κα τν λλάδα».

Το ιδεολόγημα του «ελεύθερου κόσμου»

Ο μύθος της κομμουνιστικής, δηλαδή, σλαβικής συνωμοσίας στο λόγο του δικτάτορα μπορεί να γίνει κατανοητός – ή μάλλον ερμηνεύσιμος – στα πλαίσια του ιδεολογήματος του «ελεύθερου δυτικού κόσμου», μιας ιδεολογίας που γέννησε ο “ψυχρός πόλεμος” και η οποία λειτούργησε ως ιδεολογικό προκάλυμμα της αμερικανικής ιμεπριαλιστικής πολιτικής στη Δύση και νομιμοποίηση της ένταξης της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για μια μανιχαϊστική αντίληψη  (αντίθεσης καλού και κακού) σύμφωνα με την οποία ο  δυτικός / ελεύθερος κόσμος – του οποίου κοιτίδα είναι η Ελλάδα– συγκρούεται με τον κόσμο του ολοκληρωτισμού (κομμουνιστικές χώρες). Η σύγκρουση Δύσης – Ανατολής συνειρμικά  παραπέμπει  σε αντιπαράθεση πολιτισμού – βαρβαρότητας, ελευθερίας και δεσποτισμού και υποδηλώνει σύγκρουση διαφορετικών τρόπων ζωής.  Το ιδεολόγημα αυτό επένδυσε μεταπολεμικά την αντικομμουνιστική ρητορική στην Αμερική και υιοθετήθηκε και από τις ευρωπαϊκές χώρες ως βασικό ιδεολογικό όπλο απέναντι στην επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. 

Η φύσει θέση της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο απορρέει  κατά τον Παπαδόπουλο από τις κοινές αξίες. Απευθυνόμενος στον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα ο δικτάτορας  προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους «της μακράς και εδραίας φιλίας, ήτις συνδέει τας δύο χώρας» :

  « κατανόησις καὶἡ συμπάθεια, τάς ποίας πέδειξαν τότε αἱἨνωμέναι Πολιτεαι τς μερικς πρς τν γωνιζόμενη λλάδα, φείλοντο ποκλειστικς ες τν κοινότητα δεωδών, διαμορφωθέντων κ τς δημιουργικς συνθέσεως τοῦἙλληνικο πνεύματος κα τς Χριστιανικς πίστεως, τις διεδόθη ν τν κόσμον δι τοῦἙλληνικο Λόγου. Τὰἰδεώδη τατα ποτελον  τν βάσιν το δυτικο πολιτισμο, ες τάς ρχς τοῦὁποίου μμένει κλονήτως ὁἙλληνικς Λας».

Επομένως, ο αγώνας εναντίον εκείνων που επιδιώκουν να υποτάξουν την Ελλάδα στην «κομμουνιστική αυτοκρατορίαν» είναι κοινός για όλο το δυτικό κόσμο :

«Ἡ ἀποφασιοστικότης, συλλογικὼς ἐκδηλουμένη, δι’ ἀντίδρασιν, δι’ ὀργάνωσιν καὶ δι’ ἀλληλοβοήθειαν τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, εἴπερ ποτὲ ἄλλοτε σήμερον εἶναι  σαφῶς ἀναγκαία δι’ ὅλους μας, ἐὰν θέλωμεν να ἐξακολουθοῦμεν να ὑποστηρίζωμεν ὅτι πιστεύομεν  εἰς τὴν ἐλευθερίαν ὡς θεῖον δῶρον».

Δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Δυτικό κόσμο,  η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της αμερικανικής πολιτικής συνιστούσε καίρια επιλογή της μετεμφυλιακής Δεξιάς και, οπωσδήποτε των Συνταγματαρχών. Στα πλαίσια αυτά είναι λογική η ευμενής  και πολλές φορές θερμή υποδοχή των πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα το σχέδιο βοήθειας προς την Ευρώπη (Δόγμα Τρούμαν),με το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε «να κηρύξτν πανάστασιν ες τν ξωτερικν  πολιτικν τς μερικς κανα σώστν λλάδα μας». Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε καιμια άλλη παράμετρο : την «υπόγεια» επιρροή των Αμερικανών στρατιωτικών και πολιτικών στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις καθώς και την εκπαίδευση Ελλήνων στρατιωτικών στην Αμερική, ένας από τους οποίους ήταν και ο Παπαδόπουλος.

Από την άλλη, το ιδεολόγημα του «ελεύθερου κόσμου»  παρέχει στον Παπαδόπουλο τη δυνατότητα να «νομιμοποιήσει» το απριλιανό καθεστώς στη διεθνή πραγματικότητα μέσω του αντικομμουνισμού, να αποκτήσει δηλαδή ανγνώριση και αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα και να βγει από την απομόνωση που του είχε επιβληθεί : Η Ελλάδα, κομμάτι του «ελεύθερου κόσμου» και σύμμαχος του ΝΑΤΟ, έχοντας την ατυχία να περιτριγυρίζεται από κομμουνιστικά καθεστώτα, είναι αντιμέτωπη με το φόβο επιβολής του κομμουνισμού. Αυτός μπορεί να είναι ένας ισχυρός λόγος για την σταθερή υποστήριξη των συμμάχων προς το καθεστώς του. Ως προς αυτό αναφέρει σε επίσκεψη αξιωματούχων του ΝΑΤΟ: 

«ποστολ τς μυντικς Συμμαχίας μας εναι διασφάλισις τς ερήνης καὶἡὑπεράσπισις τν κατακτήσεων το δυτικο πολιτισμο, αἱὁποαι μονίμως πειλονται π τοῦὁλοκληρωτισμού. Δι τν κπληρσιν τς διπλς ατς ποστολς, παιτονται: Πρτον, ρρηκτος συνοχ τν μελν τς Συμμαχίας, διαρκς τοιμότης καὶἀδιάκοπος παγρύπνησις. Κα δεύτερον εδικ μέριμνα δι να μν πάρχουν  ες τν Συμμαχίαν κρίκοι σθενες, κ λόγων λικν. Διότι μεταβάλλονται  ες πειρασμν δι τος χοντας πεκτατικς διαθέσεις».

«Ο  μπουρλοτιέρης κομμουνιστής και ο πένης και νήστις εργάτης»

Αν και τα αντικομμουνιστικά παραληρήματα είναι αρκετά συχνά στους λόγους του δικτάτορα ενδιαφέρον παρουσιάζουν συχνές προσπάθειες μιας πιο ψύχραιμης ανάλυσης της δύναμης των κομμουνιστικών ιδεών, που φαίνεται να μεταφέρει το αντικομμουνιστικό ιδεολόγημα που κληροδότησε το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς σε διαφορετικές, πιο ρεαλιστικές βάσεις. «Δεν κινδυνεύομεν, κύριοι, πτν κομμουνισμν ς πρωτογενατίαν», υποστήριζε συχνά ο Παπαδόπουλος, ενώ αλλού βεβαίωνε ότι «ριθμητικς κομμουνισμς δεν δύναται να πιτύχτίποτε». Πως τότε εξηγείται η επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινδύνου; Την απάντηση τη δίνει ο δικτάτορας στην ομιλία του προς τις πολιτικές αρχές των Σερρών :

«Δεν πρξαν, κύριοι, πως γνωρίζετε, στ χώρα μας πολλο κομμουνισταί, διότι δεν συμβιβάζεται τὸἑλληνοχριστιανικν πνεμα μ τν κομμουνισμόν. πρξαν, μως συνθκαι ργανώσεως  κα λειτουργίας τς κοινωνίας  τοιαται, στε τὰἄτομα τς κοινωνίας ες καποίαν στιγμν να πολέσουν τν λεγχον τν νεργειν τν, να ξεχάσουν τελείως τάς εθύνας τν καὶἀναρχούμενα καθ’ αυτ να κδηλωθον ς ναρχικ κα να κολουθήσουν τν “στρούχτορα”  το κομμουνισμο ες τ πεζοδρόμιον, να συγκροτούντα μετ’ ατο τν χλον, ποπειραθον τν ατοκαταστροφν των». 

Σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα διαμόρφωσαν πρόσφορο έδαφος, για να εξαπλωθούν οι κομμουνιστικές ιδέες. 

«Δεν θὰὑπάρξ μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, ταν δεν μπορε να παρασύρη ς σειρνα τν πένητα κα νήστιν ργάτην». 

«Καὶἂς ξετάσωμεν δω: Ποις δημιουργε τν κίνδυνον; κομμουνσισμς α συνθκαι τάς ποίας οτος κμεταλλεύεται; ναμφισβήτως μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται κ τν κοινωνικν συνθηκν. Διότι ἐὰν πάρξουν α συνθκαι αἱὁποαι δεν παρέχουν τν εχέρειαν ες τν κομμουνισμν να πιδράση ες τ κοινωνικ στρώματα τότε δεν εναι δυνατν να καταστῇἐπικίνδυνος οτε κα να δημιουργήσῃἑστις».

Σε άλλο σημείο περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης ορισμένων πολιτών και την αδιαφορία του κράτους που το καθιστούσαν ανίκανο να αντιμετωπίσει την αυξανόμενο κομμουνιστική απειλή :

 «Διότι τὰἄτομα πο κατοικοσαν ες τν Ταρον, χρησιμοποιούντα ν 8μελή οκογένειαν να παράπηγμα 4Χ4 καὶἀν 8 οκογένειας να παίθριον ποχωρητήριον, τὸὁποον κατ τος χειμερινος μήνας μετετρέπετο ες βορκον ναπέμποντα δυσοσμίαν, δεν μπορούσαν παρ να καταστον ναρχικά… Καὶὅλοι μας πορούσαμε, διατ ηξανε τ περίγειον το κομμουνισμοὺ».

Επομένως, η πλειοψηφία των κομμουνιστών υπήρξαν «παραπλανημένοι» πολίτες κυρίως εξαιτίας της αδιαφορίας των πολιτικών κομμάτων για την επίλυση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Η αντίδραση των πολιτών σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες και σε αυτό το πολιτικό σύστημα τους οδηγούσε «εις το πεζοδρόμιον» σε φαινόμενα «αναρχίας»  και «οχλοκρατίας» και τους καθιστούσε ευάλωτους στην κομμουνιστική προπαγάνδα.

«ΟἱἝλληνες, οἱὁποοι κ τς δυναμίας τν ποίαν παρουσίαζεν κοινωνία, μ δυνάμενοι να νεύρουν δικαιοσύνην, μ δυνάμενοι να νεύρουν λήθειαν, μ δυνάμενοι να νεύρουν καποίαν νέργειαν χωρς συναλλαγν ες τν χρον τς κοινωνίας μας, στράφησαν πρς κδηλώσεις ναρχικς».

Ο δικτάτορας αποδίδει την αναβίωση του κομμουνιστικού κινδύνου στα προδικτατορικά κόμματα και τους πολιτικούς – και τους συντηρητικούς της ΕΡΕ, αλλά κυρίως τους ηγέτες της « Ένωσης Κέντρου»,  οι οποίοι ευθύνονται για το κλίμα σήψης το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο κομμουνισμός για να : «διαβρώση διὰ διεισδύσεως τὰ πάντα : Τὰ ἀστικὰ κόμματα, τὸν κρατικὸν μηχανισμόν, τάς διαφόρους ὀργανώσεις».  Τα πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους κατηγορύνται, επομένως, επειδή δεν φρόντισαν να θωρακίσουν το καθεστώς και επέτρεψαν την επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινδύνου :

«Οτε διαιτέρως εφυής, οτε ριθμητικς σχυρς το κομμουνσιμός. σαν, μως, μωρο καὶἀδύνατοι, νίκανοι καὶἀσυγχωρήτως νύποπτοι, οἱὑπεύθυνοι κπρόσωποι τοῦἐθνικο μας καθεσττος».

« κομμουνσιμς εχεν πιβαλε πρακτικς τν πολιτικν σύμπραξίν του μ τὰἀστικ κόμματα, εχεν πιτυχε να διαθέτῃἐντς ατν ετελες πράκτορας, εχεν εσβαλεῖἐντς το κρατικο μηχανισμο κα το μηχανισμο τς ατοδιοικήσεως, εχεν προωθήσει τάς θέσεις το ες τν συνδικαλιστικν τομέα κα εχεν ξασφαλίσει πλήρη συδοσίαν σκήσεως ψυχολογικς βίας πὶὅλων τν τάξεων».

Αυτό που ανησυχούσε περισσότερο το δικτάτορα, όταν μιλά για  «διάβρωση» των αστικών κομμάτων, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στη  ριζοσπαστική στροφή τη «Ένωσης Κέντρου» (Ε.Κ.) μετά την αποστασία και τα Ιουλιανά, την εμφάνιση μιας κεντροαριστερής πτέρυγας στο κόμμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και στην πιθανότητα προσέγγισής της με το κόμμα της Αριστεράς, την ΕΔΑ. Η  βεβαιότητα της  εκλογικής επικράτησης της Ε.Κ., η οποία στηριζόταν σε ευρεία εκλογική βάση και σε ένα πιο ριζοσπαστικοποιημένο  κίνημα – το οποίο ο Παπαδόπουλος χαρακτήριζε «πεζοδρόμιον, τὸ ὁποῖον ἐξύμνουν ὡς δόξαν καιδύναμιν των»  –    στις επερχόμενες εκλογές,  δημιουργούσε προσδοκίες εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο φόβος, επομένως, συνδεόταν με μια ενδεχόμενη ανατροπή σημαντικών δομών του μετεμφυλιακού κράτους, που ίσως ξεκινούσε από μια προσπάθεια ελέγχου του στρατού από την εκλεγμένη κυβέρνηση και περιορισμού του παρεμβατικού του ρόλου στα πολιτικά πράγματα. Αυτήν την επιλογή του λαού στις εκλογές  πρόλαβε η συνωμοτική ομάδα των συνταγματαρχών με το Πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, θέτοντάς τον υπό κηδεμονία, για να το «σώσουν» από τη θέλησή του, παρά τη θέλησή του. Τον κίνδυνο αυτό υπαινίσσεται ο δικτάτορας  το Σεπτέμβρη του 1968 :

«Οδεμία μως νίκη, σονδήποτε μεγάλη, χει ατάρκειαν. Χρειάζεται συνεχς παγρύπνησις δι τν ξιοποίησιν τς. Κα ατὴὀλίγον  κατ’ λίγον μβλύνθη, ως του φθάσαμεν ες τν παίσχυντον συνεργασίαν μ τν κομμουνισμν κα ες τν συγχώρητον νικανότητα κτιμήσεως τν κ ταύτης κινδύνων, κείνων οἱὁποοι ερέθησαν υθμιστα  τν τυχν τς λλάδος κατ τ τελευταα τη. Ατὴἡἐκφύλισις πέβαλεν ς ναγκαιότητα τν πανάστασιν  τς 21ης πριλίου».

Η έκπτωση

Οργανικισμός – η Ελλάδα «στο γύψο»

Μια προσφιλής τακτική του δικτάτορα στις ομιλίες του είναι η προσπάθεια του να αποδώσει περιγραφικά την πολιτική και κοινωνική κατάσταση με όρους ιατρικούς και βιολογικούς και με αντίστοιχες παρομοιώσεις. Συχνά γίνεται λόγος για «ασθένεια» από την οποία «νοσεί» ο «οργανισμός» του ελληνικού έθνους. Για αυτό επιβάλλεται ως «θεραπεία» η τοποθέτηση του «ασθενούς» «επί της χειρουργικής κλίνης», ώστε «δια της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας»: 

«Κύριοι, νοσομεν. Νοσομεν ς κοινωνία. Νοσομεν ς λας κα κινδυνεύομεν να ποθάνωμεν ς θνος».

 «Κύριοι, ὁὀργανισμς μας ς λαο, ς κοινωνίας, ς θνους, νοσε βαρύτατα. Νοσε τόσον, στε ς ατρς χω τν συγκίνησιν  τν ποίαν θ εχε ατρς ερισκόμενος πρ τς χειρουργικς τραπέζης τοῦἀσθενος καὶἀπευθυνόμενος πρς τος συγγενες το, δι να ζητήσ τν συμπαράστασιν των».

Στα πλαίσια αυτά η πλέον αναγνωρισμένη αναφορά του καθεστωτικού λόγου ήταν η παρομοίωση των έκτακτων μέτρων του καθεστώτος με τον γύψο : 

«Πάλιν θὰἀποτολμήσω παφν μ τος ατρούς. σθενῆἔχομεν. Ες τν γύψον τν βάλαμεν. Τν δοκιμάζομεν ἐὰν μπορ να περπατάη χωρς τν γύψον. Σπάζομεν τν ρχικν γύψον κα ξαναβάζομεν νδεχομένως τν καινούργιο κεῖὅπου χρειάζεται».

«βγάλαμεν τν γύψον καὶἐβάλαμε νάρθηκα κα θέλομεν τ βοηθεί τν συγγενν να κάμ τ πρτα βήματα. λπίζομεν να μ πέση κα σπάσ ξαν τ ποδ τοῦ».

Αντίστοιχες αναλογίες συναντώνται πολύ συχνά στις ομιλίες του δικτάτορα ως δείγματα ενός απλουστευτικού και εκλαϊκευτικού λόγου που επιδιώκει να παρουσιάσει την κατάλυση της δημοκρατίας, την αστυνόμευση, τους περιορισμούς, τις απαγορεύσεις και τις διώξεις ως  αναγκαία και προσωρινά μέτρα του καθεστώτος – ιατρού για τη σωτηρία του ασθενούς – Έθνους και αποκαλύπτει  την αγωνία των επιβητόρων της εξουσίας να στηρίξουν ηθικά την παραβίαση της νομιμότητας. 

Εκτός αυτού η χρήση ιατρικών και βιολογικών όρων αποκαλύπτει στις ομιλίες του δικτάτορα και ένα βασικό χαρακτηριστικό του συντηρητισμού, τον οργανικισμό σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως ζωντανός  οργανισμός και τα κοινωνικά φαινόμενα περίπου ως βιολογικά. Στο λόγο του δικτάτορα ο «εθνικός οργανισμός» αποτελείται από όργανα / κοινωνικές ομάδες, που είναι εξίσου σημαντικά για να μπορέσει το σώμα να ζήσει. Για παράδειγμα το εμπόριο είναι «το πόδι» της Ελλάδας, ο τραπεζικός τομέας είναι «η καρδιά εις το κυκλοφοριακόν σύστημα της κοινωνίας», ενώ ο αγροτικός τομέας, που είναι η «σπονδυλική στήλη» του έθνους, αποτελεί «το βασικόν και το ισχυρότερον κύτταρον, εκ του οποίου συγκροτείται η ελληνική κοινωνία». Αντίστοιχα η εργατική τάξη καλείται «να δώση τον σκελετόν εις το νέον Κράτος», ενώ οι εκπαιδευτικοί είναι «το ήπαρ, το οποίον βοηθά εις την παρασκευήν νέων αιμοσφαιρίων δια τον εθνικόν οργανισμόν».Τέλος, η Κυβέρνηση, ως συντονιστής των επιμέρους οργάνων, είναι «ο εγκέφαλος, το όργανον, το οποίον προγραμματίζει, σχεδιάζει, κατευθύνει και απογράφει την εκτέλεσιν των προγραμμάτων». Μια τέτοια απλουστευτική αντίληψη παρουσιάζει τόσο τα άτομα, όσο και τις κοινωνικές ομάδες σε μέλη / γρανάζια  του «εθνικού οργανισμού»  χωρίς αυτόνομη βούληση, ενταγμένα σε προκαθορισμένες λειτουργίες και ρόλους. 

Η παρακμή

Ποια είναι, όμως, αυτή η «ασθένεια» την οποία προσπαθεί να «θεραπεύσει» το καθεστώς – ιατρός;

Η νοητική κατασκευή από τον Παπαδόπουλο μιας εξιδανικευμένης και μεταφυσικής ουσίας «Ελλάς» οδηγεί αναπόδραστα σε ασυμφωνία με την παροντική πρόσληψη της πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας,   η οποία γίνεται αντιληπτή ως κρίση και παρακμή. Το χάσμα ανάμεσα στο ιδεατό – αχρονικό εθνικό ιδεώδες και την υποδεέστερη  πραγματικότητα είναι μεγάλο και «γεφυρώνεται» μέσα από το ιδεολόγημα της «έκπτωσης». Αυτήν την αίσθηση της έκπτωσης και παρακμής δηλώνουν οι διάχυτες στο λόγο του ιατρικές και βιολογικές παρομοιώσεις. Σε τελική ανάλυση οι  αναφορές στην Πατρίδα που «νοσεί», αποκαλύπτουν μια αρνητική εθνική αυτοεικόνα για το παρόν, το οποίο αντιμετωπίζεται ως κατώτερο του ένδοξου παρελθόντος. Πρόκειται για ένα  από τα βασικά συστατικά  του συντηρητικού λόγου και της αντίστοιχης ιδεολογίας, που «νομιμοποιεί» την επιβολή της δικτατορίας και τη διατήρηση του καθεστώτος σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με αυτήν την επιχειρηματολογία η Ελλάς υπήρξε στο παρελθόν η δημιουργός του πολιτισμού και ο φορέας ανώτερων αξιών. Απόδειξη αποτελούν τα μεγάλα επιτεύγματα τόσο στον τομέα των πολεμικών όσο και σε αυτόν των ειρηνικών έργων. Η απομάκρυνση από αυτές τις κατά παράδοση «ελληνικές» αξίες οδήγησε στη σημερινή κρίση / «έκπτωση από ένα ιδεατό παρελθόν»,  την οποία βιώνει η Ελλάδα.

Η  φαυλοκρατία

Στη σκέψη του δικτάτορα η κρίση είναι διπλή. Πρόκειται ασφαλώς σε πρώτο επίπεδο για κρίση πολιτική / εθνική, αλλά και – κατ’ επέκταση – για κρίση ηθική και κοινωνική.  Η πρώτη συνδέεται με τα τρωτά του πολιτικού συστήματος : η «αδυναμία συνεννοήσεως μεταξύ υπευθύνων πολιτικών παραγόντων», η πρόταξη του κομματικού συμφέροντος στο εθνικό, φιλαρχία, η ασυνειδησία, η «φαυλοκρατία», η διαφθορά και η συναλλαγή διαμόρφωναν το «πολιτικόν αδιέξοδον εις το οποίον είχεν εισέλθη» η χώρα. Ο δικτάτορας περιγράφει με γλαφυρό ύφος την –κατά τη γνώμη του – πολιτική κρίση:

« πολιτικὴἡγεσία, οδεμίαν κατέβαλλεν προσπάθειαν δι να ποσοβήση τν προϊούσαν ατν φθορν το κοινοβουλευτισμο. Διότι δεν δύνατο δεν θελε. τρόπος ναδείξεως τς λλωστε, φεουδαρχικός, προσωπολατρικός, οκογενειοκρατικός, πεδείνωνε  τν νεπάρκειαν τς. πολιτικ μας ζωὴἀσφυκτιοσεν ες τμόσφαιραν συναλλαγς, διοτελείας καὶἀνενδοιάστου ρχομανίας. Πολιτικ κόμματα ργανωμένα δεν πρχον. ργίαζεν ν τούτοις κομματισμός. π τν διάτρητον μανδύαν το κοινοβουλευτισμο, α τύχαι τς χώρας ερίσκοντο κάστοτε ες χερας μις συδότου λιγαρχίας. Μοιραον πακολούθημα τς καταστάσεως ατς το κυβερνητικὴἀστάθεια».

Η ατομοκρατία

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής «σήψης» – κατά τον Παπαδόπουλο –  υπήρξε η ηθική και κοινωνική  «διάβρωση»  του Έλληνα. Η ιδιοτέλεια, η συναλλαγή, η διαφθορά, η φαυλοκρατία είχαν διαχυθεί από την πολιτική  ηγεσία προς τα κάτω σε ολόκληρη την κοινωνία:

«πρξαν μαρτίαι κατ τ παρελθόν. Πταίουν πολλοί, πταίομεν λοι.Δεν θὰἦτο εκολον να πιμερίσωμεν τάς εθύνας. σως να πάρχουν ηξημέναι εθναι ες τινας, οἱὁποοι εχον τν εκαιρίαν να γονται το λαο. εθύνη, μως, βαρύνει λους μας. Ατό που λέμε «φαυλότης το παρελθόντος» δεν ναφέρεται ες συγκεκριμένα τομα. ναφέρεται ες νοοτροπίαν συγκεκριμένης ποχς. Ἡἐποχὴἦτο φαλος. Καὶἐντς τς ποχς ατς, ες τν φαυλότητα συμμετείχομεν λοι».

Πρόκειται για μια κατάσταση παρακμής που προσδιορίζεται με λέξεις,  όπως ατομοκρατία, αναρχισμός, εγωιστική νοοτροπία, ιδιοτέλεια, διαφθορά, ανηθικότητα, κ.ά. Η κρίση εντοπίζεται κυρίως στη σχέση του ατόμου με το σύνολο, στην απουσία κοινωνικής ευθύνης και στην κυριαρχία του ατομικιστικού πνεύματος: 

 « λας μας πώλεσε τν πυξίδα κα ες τ δρσιν το κατέστη τομον ντικοινωνικόν, κα ες τ σύνολον, ς κοινωνία, οχ πειθαρχημένον, ν νόμ καὶἠθικ τάξει». 

«Συνηθίζομεν να θεωρομεν τι τ δίκαιον εναι μ τ μέρος μας. Πέρα π τὸἀτομικν μας συμφέρον δεν βλέπομε τίποτε. Δεν πάρχει σχεδν κατ κανόνα κανες δισταγμός, δι τν παράβασιν το νόμου τς θικς τάξεως, προκειμένου τὰἄτομα να πιδιώξουν τν κανοποίησιν ατο τὸὁποον θεωρον ς διον συμφέρον, ετε ατ εναι λικόν, ετε εναι θικόν, ν τῇἐννοί τς πιδιώξεως τς καταλήψεως μις θέσεως».

«Τν στιγμν ατν τὰἄτομα τς κοινωνίας μας εναι ναρχικά. Εμεθα ναρχικο κα θ πρέπει να ξαναγίνωμεν κοινωνικὰὄντα, κα τότε ς κοινωνικὰὄντα θ πρέπει να γνωρίζωμεν κάστοτέ που συμβιβάζεται τὸἀτομικν μας συμφέρον κα γενικότερον συνολικν τοιοτον». 

Αποτέλεσμα της «ατομοκρατίας» και του «αναρχισμού» είναι η απουσία κάθε ηθικού φραγμού, κάθε αισθήματος ντροπής προκειμένου να επιτευχθούν ιδιοτελείς ατομικοί στόχοι. Η ηθική αυτή κρίση αποτυπώνεται ως υποχώρηση των ηθικών αναστολών, αφού έχει χαθεί «το ερυθρίασμα εις τας παρειάς των Ελλήνων είτε έναντι της ηθικής παραβάσεως είτε έναντι της κοινωνικής».

«Είχεν απωλέσει το ιδανικόν της πατρίδος»

 Η ηθική κρίση, είναι, εντέλει, και κρίση «εθνική», με την έννοια της αποξένωσης του Έλληνα από αυτόν τον  πυρήνα  ελληνοχριστιανικών αξιών που συγκροτούν – κατά το δικτάτορα- την έννοια της ελληνικότητας. Έτσι οι Έλληνες κατέληξαν «άτομα αναρχικά, υλιστικά»: 

«Εχομεν περιέλθει ες κατάστασιν ναρχισμοὺἡμες λοι ες τν χρον ατν τοῦἑλληνοχριστιανικο πολιτισμο. Εχομεν ποξενωθ  π κάθε δεδες, π κάθε χριστιανικν ρχήν, π κάθε γραπτν καὶἄγραφον νόμον, ς τομα χι κοινωνικά, λλὰὡς τομα κατευθυνόμενα μόνον π τὸἔνστικτον. Ζούσαμε χι ες μίαν κοινωνίαν, λλ ες μίαν ζούγκλαν».

Ένα χρόνο περίπου μετά το πραξικόπημα ο δικτάτορας θα μιλήσει για αυτήν την ηθική και εθνική κρίση, προσδιορίζοντάς την ως απομάκρυνση από το «ιδανικόν της πατρίδος»: 

«Εχεν πωλέσει ὁἝλλην, εχε πολέσει ὁἑλληνικς λας τὸἕρμα το καὶὡς πρς τ προσωπικν τοῦἰδανικν καὶὡς πρς τὸἰδανικν τς πατρίδος το».

Η «πλημύρα της προόδου» και ο «άκρατος ευδαιμονισμός»

Οι ευθύνες για αυτήν την αρνητική κοινωνική νοοτροπία του Έλληνα, ασφαλώς ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρόσφατο «αμαρτωλό παρελθόν», στο διαβρωμένο πολιτικό σύστημα και τη φαυλοκρατία της δημόσιας διοίκησης που εξέθρεψαν τη διαφθορά και τη συναλλαγή. Η κακή πολιτική κατάσταση – κατά το δικτάτορα – δεν επέτρεψε στον Έλληνα να συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο σύνολο και την ανάγκη «απαλλοτριώσεως ενός μέρους του ατομικού συμφέροντος υπέρ του συμφέροντος του συνόλου». Είναι, ωστόσο, αποτέλεσμα της συνισταμένης επίδρασης πολλών παραγόντων :  των αδυναμιών του ίδιου του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Έλληνα και των διαβρωτικών επιδράσεων της σύγχρονης προόδου η οποία ευνόησε τη επικοινωνία των εθνικών πολιτισμών, τον ευδαιμονισμόκαι τη σύγχυση. Σε ομιλία του προς τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας αναφέρει :

«χομεν να λαόν, ὁὁποος τ τελευταα τριάντα τη ντιμετώπισε λον τν κυματισμόν, τν κοινωνικν κα οκονομικόν, πο δημιουργεῖἡ πλημύρα τς προόδου τς τεχνολογικής, λλ κα τς παφς μ τος προηγμένους λαούς. τουρισμς δεν φησε πλέον οτε τν χωρικν τς τελευταίας  σχατις το τόπου να γνο  τν προημένων λαν τὰἀγαθ  δι τν κανοποίησιν πολιτισμένης στάθμης ναγκν τοῦἀτόμου. Οτως, σήμερα, λοι γνωρίζουν πολλά, λλ καὶὅλοι θέλουν πολλά. Κα μ τν βασικν δυναμίαν τν ποίαν χει τὸἄτομον να μετρήσ πάντοτε κα να προσαρμόζη τάς παιτήσεις πρς τ δυνατόν, χομεν μίαν ναρχίαν ες τν σκέψιν, λλ κα τν κοινωνικν δρσιν τν τόμων. δοὺἡ βασικὴἀδυναμία τν ποίαν πρέπει να περπεράσωμεν ες λους τος τομες».

« τεχνολογικ πρόοδος, ἡἐπέκτασις τν ρίων τς γνώσεως το φυσικο κόσμου, ταχύτης ες τν υθμν τς ναπτύξεως  κα τς ξελίξεως τν φυσικν πιστημν δημιούργησαν ες τν νθρωπον πρς στιγμν μίαν πώλειαν τς πυξίδος».

Η καταγγελία του ευδαιμονισμού ως παραγωγού αντικοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου, είναι, επίσης, συχνή στις ομιλίες του δικτάτορα :

« κίνδυνος εναι ὁἐκφραζόμενος π τὸἐπίγραμμα  «εδαιμονισμός». Σήμερον κατέχονται λοι οἱἄνθρωποι πὸἔναν κρατον εδαιμονισμόν…ποτελε κίνδυνον, ὁὁποος κτρέπει  τ κοινωνικν σύνολον πρς κατευθύνσεις, αἱὁποαι ες τν οσίαν εναι κατευθύνσεις που μόνον ὁἐχθρς το κοινωνικο συνόλου θὰἠκολούθει».

«Τέλος, διαφυλαχθτε π τν μετρον βουλιμίαν ποκτήσεως γαθν. Εναι ἡἀδυναμία τς ποχς μας, εναι ἡἀδυναμία λοκλήρου τς νθρωπότητος… βουλιμία, κύριοι, εναι ασθημα μλλον νστικτον, τὸὁποον κατευθύνει τάς μὴἀνθρωπίνους πάρξεις τς ζως. Οἱἄνθρωποι μ τν σχν το πνεύματος κα τς γωγς τς κοινωνικς, πάντοτε πιβάλλονται τοῦἐνστίκτου ατο κα? λέγχουν τν βουλιμίαν τν. λέγξατε καὶὑμες, νέοι μορφωμένοι, τ αριανν μέλλον τοῦἔθνους, λέγξατε τν βουλιμίαν σας».

Με ένα ηθικιστικό και απλουστευτικό τρόπο ο Παπαδόπουλος επικρίνει την καταναλωτική απληστία των εργατών, στην οποία γεννά τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο κοινωνικό σύστημα :

«Εναι λογικν κα ασθάνεται γανάκτησιν νας ργαζόμενοπς μέσα ες τν παραγωγικν μηχανήν, διότι τ χρήματα, τὰὁποα παραγωγικ μηχανὴἐπιτρέπει να πιμερισθον ες ατν ς κέρδος κ τς ργασίας το, δεν τοῦἰκανοποιον τν νάγκην π.χ. να ποκτήσῃἰδιόκτητον ατοκίνητον, κα κάτω π ατν τν ψυχολογικν κρίσιν να γίνεται ρνητής, να στρέφεται ναντίον το κοινωνικο συνόλου;».

Η εθνική αναγέννηση 

 «Να ανεύρωμεν τον εαυτόν μας»

«Τν πατρίδα τν χομεν χάσει. Τν αυτν μας τν χάνομεν. ς συνέλθωμεν δι να νεύρωμεν τν εατν μας κα τν πατρίδα».

Η προβολή της πολύπλευρης κρίσης και «έκπτωσης» από τα εθνικά πεπρωμένα,  επιβάλλει την ανάγκη ηθικής αναμόρφωσης του Έλληνα με στόχο την εθνική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει εθνική συνέγερση και εξαγνισμό από τον «κακό εαυτό μας», έργο το οποίο αποτελεί και το λόγο ύπαρξης και νομιμοποίησης της «Επανάστασης» : 

«Τ χαράματα τς 21ης πριλίου, μ τν σπινθρα  τν ποον θεσαν αἱἔνοπλοι δυνάμεις τοῦἔθνους, ψυχ τν λλήνων πανεστάτησεν. πανεστάτησεν κατ τοῦἑαυτο τς. πανεστάτησε, διότι εχε ριμάσει ες κάθε λληνικν ψυχήν, πουδήποτε καὶἂν ερίσκετο, μέσα ες οονδήποτε λληνικν σμα, ἡἀνάγκη να ναμορφωθή, να ναστηθ κα να νασυνταχθῇὁἑλληνικς λας π τ πεπρωμένα το». 

“Εναι εκαιρία ἡὁποία δόθη ες τὸἜθνος δι τς παναστάσεως τς 21ης πριλίου. Δεν πρόκειται να παναδοθή. θ κάμ ατν τν φορν τὸἜθνος τὸἅλμα πρς τὰἐμπρς θὰἀποθάν”. 

Η «διάβρωση» του λαού από τη «φαυλότητα» – την οποία συχνά  ο δικτάτορας επικαλείται αναφέροντας περιστατικά διαφθοράς και σήψης –  καθίσταται το αντεπιχείρημα που συγκαλύπτει τη διατήρηση του τυραννικού καθεστώτος :

«Τν παραμονήν, κύριοι, εχον συλλάβει ξιωματικν τς Στρατιωτικς Δικαιοσύνης νά λαμβάνῃἀπὸἄτομον ες γραφεον του 60.000 δραχμάς, δι να ξαφανίση δικογραφίαν. Κα σς ρωτ: Μ ατν τν κατάστασιν κα μ ατν τν ψυχολογικν πίεσιν, ποος γεννηθες λλην, δύναται  να ζητήσ τν ναστολν το δρόμου τς παναστάσεως, πρν φθάσ ες τὸἀσφαλς σημεον, πο θὰἀποκλείεται ἡἐπάνοδος ες τν προηγούμενον βίον, ἐὰν πιθυμ πράγματι ς λλην να πάρξ ζω ες τν τόπον ατν; Ποος δύναται να κατηγορήσῃἡμς ς διατεθειμένους  να πιβάλωμεν τν τυραννία π το λαο , στις δι τς διαβρώσεως τν ποίαν χει ποστ, συνεπεία τς φαυλότητος το παρελθόντος, χει περιέλθει ες τοιαύτην κατάστασιν; »

Η επανάσταση εναντίον του εαυτού μας

Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου αποτελούν ένα κάλεσμα για αναμόρφωση των κοινωνικών ηθών, ενίσχυση του πνεύματος της κοινότητας, της αλληλεγγύης  και της αγάπης, επανάκτηση του αισθήματος της «εντροπής», καταδίκη του ευδαιμονισμούκαι του ατομικισμού. Απέναντι στην «ατομοκρατία» ο Παπαδόπουλος προβάλλει την ιδέα του «κοινωνικού ατόμου», το οποίο έχει επιτύχει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο συμφέρον του και το συμφέρον του συνόλου. 

«Εἶναι ἀνάγκη τὸ ἄτομον, ἐλεύθερον ἀπολύτως, ὡς αὐτεξούσιος προσωπικότης, να παραμείνει κοινωνικὸν ἄτομον, πειθαρχημένονν εἰς τὰ ὑποχρεώσεις τάς ὁποίας  ἔχει ἔναντι τῆς κοινωνίας ἐντὸς τῆς ὁποίας ἀναπτύσσεται, ἐπιδιῶκον τὴν χρυσῆν τομὴν τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ χωρὶς να προσβάλῃ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ γείτονος  τοῦ, χωρὶς να διαλύσῃ τὴν κοινωνίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητον ὑπόβαθρον οἰασδήποτε προσπαθειαςτου».

«φ’ ς ὁἄνθρωπος γεννήθη ς κοινωνικν ν φείλει να ντιληφθῇὅτι πρέπει να παλλοτριώση να μέρος τν συμφερόντων το  πρ τν παρακειμένων συνανθρώπων το ες τν κοινωνίαν. Ἐὰν ατ δεν καταστ δυνατν να τὸἀντιληφθ, δεν εναι δυνατν να πάρξῃὡς κοινωνικν τομον. Καὶἂν δεν πάρχουν κοινωνικὰἄτομα δεν εναι δυνατν να πάρξ κοινωνία».

Πρόκειται συνολικά για ένα κάλεσμα προσωπικής και ηθικής ανάπλασης, μιας ηθικής «Επανάστασης εναντίον του κακού εαυτού μας» :

«Καὶὁἀντίπαλος, ὁἐχθρς μας ατν τν στιγμν εναι φοβερώτερος τν χθρν που ντιμετωπίσαμέν ποτε. Εναι ὁἴδιος ὁἐαυτς μας».

«Δεν πάρχουν χθρο μας. νας εναι ὁἐχθρός. Ὁἐαυτς μας. Ἐὰν πολυτρωθμεν π ατν καὶἂν ασθανθμεν ες τν λλον ς φίλον, ς γείτονα, ς νθρωπόν που γωνίζεται δι τν διον σκοπόν, καὶἂν ποβάλωμεν στω καὶὀλίγον π τν τάσιν που μας δημιούργησε τ παρελθν να ποβλέπωμεν, μόνον ες τ «συμφέρον μου» κα να γνοομεν τ συμφέρον το συνόλου, τότε στ βέβαιοι τι ἡἙλλς θ εσέλθ ες τν δν τς προκοπς καὶὁἑλληνικς λας θ ζήση ν εδαιμονί».

Η αναμόρφωση ως επάνοδος στις ελληνοχριστιανικές αξίες

Η  ηθική ανάπλαση του Έλληνα στηρίζεται στην επιστροφή στις ηθικές αξίες, οι οποίες κατά βάση είναι οι παραδοσιακές εθνικές αξίες. Πρόκειται για αξίες από τις οποίες απομακρύνθηκε ο Έλληνας. Επομένως, η εγκατάλειψη της «νοοτροπίας του παρελθόντος», δηλαδή η ηθική ανάπλασή του, καταλήγει σε εθνική αναμόρφωσή του, σε επανοικειποίηση των εθνικών αξιών :

«Πρέπει να πιστεύσουν λοι  τι πρέπει να γκαταλείψουν τν νοοτροπίαν το παρελθόντος κα να ξαναγίνουν λληνες»

«Κύριοι, θὰ γνωρίζετε ὅτι μου ἐδόθη ἡ εὐκαιρία ἀναφερόμενος πρὸς ἄλλας ὁμάδας τῆς κοινωνίας μας, να ἐπισημάνω τὴν κρισιμότητα τῶν περιστάσεων τάς ὁποίας διέρχεται ἡ χώρα. Τὸ πρόβλημα εἶναι δύσκολον, διότι ἀναφέρεται εἰς τὴν ἀνάπλασιν τῆς ψυχολογίας, τῆς νοοτροπίας τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ τῇ κοινῇ προσπαθείᾳ διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Πατρίδος».

«Ἐργασία, ὁμόνοια, πίστις εἰς τοὺς ἐαυτοιὺς μας, πίστις εἰς τὸ Ἔθνος μας, πίστις εἰς τὸν δυναμισμὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ να εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οὐδεὶς σκοπὸς εἶναι ἀπραγματοποίητος».

Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος ο δικτάτορας προσδιορίζει την ανάπλαση του Έλληνα ως αναγέννηση με βάση την  παράδοση και τις ελληνοχριστιανικές αξίες, η οποία θα οδηγήσει  στην εθνική ανάταση και ευημερία: 

«ΤὸἜθνος ποπειράται να ποβάλ τν παλαιν αυτν το κα να κινηθῇἐλεύθερον πρς τν δρόμον που πιτάσσει παράδοσις καὶὁ πολιτισμς μας, πως τν νστερνήθημεν πρτοι μες π τν διδασκαλίαν  το Χριστο μας κα τν παρελάβομεν π τὸἀθάνατον λληνικ πνεμα τν προγόνων μας».

«χομεν να πολεμήσωμεν ες μίαν κατάστασιν δημιουργημένην ες τν νοοτροπίαν μας, ες τν χαρακτήραν μας, ες τν μέχρι τοδε κοινωνικν συμπεριφορν μας. Πρέπει να ποβάλωμεν ατν τν νοοτροπίαν… λοι πρέπει να παλλάξωμεν τος αυτος μας π τάς δυναμίας ατς καὶὅλοι πρέπει να ναγεννηθμεν, να ς δηγο κα σκαπανες τς νέας λλάδος, πιτύχωμεν να πραγματώσωμεν τὸὄνειρο τν λλήνων. Τν εδαιμονούσαν λλάδα τν λλήνων Χριστιανν».

«Ἀρκεῖ οἱ Ἕλληνες να ἐνθυμοῦνται ὅτι εἶναι Ἕλληνες, ὅτι εἶναι ἀπόγονοι ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκινήθη μέσα εἰς μίαν εὐνομούμενη πολιτείαν, διεπομένην ἀπὸ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη, ἅτινα οὐδεμίαν ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ζούγκλαν, μὲ πολιτείαν ἀποτελουμένην  ἐξ ἀνθρώπων που σκεπτοναυι καὶ ἐνεργοὺν παραβλέποντες κάθε ἀπαίτησιν ἠθικῆς τάξεως».

«Ἀποβλέπομεν  να ἐνώσωμεν τὸ Ἔθνος εἰς μίαν δύναμιν καὶ να τοῦ δώσωμεν τὴν εὐκαρίαν να εὔρη καὶ πάλιν τὸν ἑαυτὸν τοῦ.  Να εὔρη τὴν ἐμπιστοσύνη εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ καὶ τὴν πίστιν τοῦ εἰς τὰ πεπρωμένα τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν Ἑλληνοχριστιανικὴν παράδοσιν».

.  Μοχλοί αυτής της αναμόρφωσης είναι όλες οι κοινωνικές ομάδες – δημόσιοι λειτουργοί, αξιωματούχοι, νομικοί, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, κληρικοί κ.ά. – οι οποίοι καλούνται να συστρατευθούν ως «ιεραπόστολοι» :

 «Πρέπει να ρχίσωμεν μέσως κα να συνεχίσωμεν π τοῦἑαυτο μας μέχρι τν γειτόνων μας, π τν μάδα μας πρς τ κοινωνικν σύνολον καὶἀπ τ κράτος πρς τὰἔξω, ες μίαν προσπάθειαν νημερώσεως λων π τν ρχν θικς τάξεως, π τν θεσμν, π τν ποχρεώσεων τοῦἀτόμου πρς τ κοινωνικν σύνολον. Κα τοτο προκειμένου να  να πιτύχωμεν τν νάπλασιν τς νοοτροπίας τοῦἝλληνος, ἡὁποία ποτελε τν βασικν  ποδομν οασδήποτε προσπαθείας ναπτύξεως, ναγεννήσεως καὶἀναπλάσεως τοῦἙλληνικοῦἜθνους».

Το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας  

Προϋπόθεση της επίτευξης αυτής της εθνικής συνέγερσης είναι η επανάκτηση και εδραίωση της εθνική ενότητας και αδελφοσύνης, η οποία σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο υπονομεύτηκε από τον κομματισμό και τα πολιτικά πάθη του παρελθόντος, που ύπουλα διέγειρε και εκμεταλλεύτηκε ο κομμουνισμός. Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα που παρουσιάζει το Έθνος ως αδιαφοροποίητο σύνολο και επιδιώκει  την απόλυτη ενότητα ανάμεσα στα μέλη που τη συγκροτούν. Το προσκλητήριο αυτής της εθνικής ενότητας στηρίζεται στο λόγο του δικτάτορα σε «ανθρωπιστικές» και χριστιανικές αξίες, είναι ένα κάλεσμα για αγάπη, αλληλοκατανόηση και αδελφοσύνη:

«Ψηλ τ κεφάλι! Εμεθα κανο δι’ ,τι πιδιώκκομεν, φ’ σον τὸἐπιδιώκομεν μονοιασμένοι κα σφικταγκαλιασμένοι, σν δελφο».

«Πρέπει να παύσωμεν να ποτελομεν ντιμαχόμενα στρατόπεδα καθ’ μάδας κοινωνικς δράσεως. Πρέπει να ξαναγίνωμεν δελφωμένος λαός, διότι μόνον δελφωμένοι μπορομεν να προκόψωμεν».

«Πρέπει να πέσουν τ τείχη ποῦἐχώριζαν τν κάθε νθρωπον π τν συνάνθρωπόν του. Πρέπει να πέσουν τ τείχη που χώριζαν τάς κοινωνικς μάδας ξ πόψεως συμφερόντων  κα τος καναν να λληλοσπαράσωνται. Πρέπει να λθωμεν  ες μίαν κοινωνίαν μὲἄτομά που γαπον τὸἕνα τὸἄλλο, μὲἄτομά που κατανοον  τὸἕνα τ προβλήματα τοῦἄλλου, μὲἄτομά που σκέπτονται τι φείλουν  να βοηθήσουν τος συνανθρώπους τν δι τν ντιμετώπισιν τν προβλημάτων των».

«Ἂς παραμείνωμεν ὅλοι Ἕλληνες ἀδελφωμένοι, ἄνθρωποι, ὅπως μας ἔπλασεν ὁ Μεγαλοδύναμος, διὰ να ἀποτελοῦμεν τὸ παράδειγμα δι’ ὅλους τοὺς λαοὺς εἰς τὴν γῆν».

«Ἀνθρωπισμὸν καὶ ἀγάπη πρέπει να ἔχωμεν καὶ ὡς δημόσιοι λειτουργοῖ καὶ ὡς ἄτομα τῆς κοινωνίας, ὁ ἔνας πρὸς τὸν ἄλλον. Δεν πρέπει να ὑπάρξουν τείχη μεταξὺ μας».

«Ἐὰν ἐνθυμούμεθα ὅτι ἀπέναντι μας κάθε στιγμὴν ἔχωμεν ἔναν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶναι σὰν καὶ ἡμάς, μὲ τὰ ἴδια ἐλαττώματα, μὲ τὰ ἴδια προτερήματα, μὲ τὴν πιθανότητα να κάνει τὰ ἴδια λάθη, ποὺ θὰ ἠμπορούσαμεν να κάνωμεν καὶ ἡμεῖς. Ἂς τοποθετηθῶμεν ἀπέναντί του πάντοτε ὡς ἄνθρωποι καὶ ἂς μὴν  τοῦ φορέσετε κανένα κοινωνικὸν κοστούμι καὶ ἰδεολογικόν, ἐκτὸς ἂν εἶναι κόκκινος εἰς τὴν ψυχήν, δηλαδὴ εἶναι κομμουνιστής… Δεν πρέπει να ἀφήσωμεν μῖσος πίσω μας Κύριοι. Πρέπει να τὸ καταλάβετε ὅλοι σᾶς. Θὰ εἶναι ἡ χειρίστη ὑπηρεσία τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρωμεν εἰς τὴν Πατρίδα».

Από το «κράτος-κόμμα» στο «Κράτος-Έθνος»

Ο ηθικισμός αυτός του Παπαδόπουλου παραβλέπει τις εσωτερικές διαφορές και αντιθέσεις στο σώμα του Έθνους. Οι  πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές  συγκρούσεις στιγματίζονται  και η  διχόνοια λειτουργεί ως άλλοθι, το οποίο αποκρύπτει τα συγκρουόμενα εσωτερικά συμφέροντα, αγνοεί τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και προσδίδει στο έθνος την εικόνα μιας ενιαίας και αδιαίρετης ψυχής :

«Δεν πάρχει Κράτος μις γέτιδος τάξεως, πάρχει Κράτος νς Λαοφύγαμεν π τν περίοδον κείνην κατ τν ποίαν πρχεν ἡἐκμετάλλευσις νθρώπου πὸἄνθρωπον, τν ποίαν διατηρεὶἄκομα ες τ ατι μας ς σύνθημα προδοτικς κομμουνισμς».

«Δεν πάρχει ντίπαλον κράτος. Κράτος εμεθα μες, περισσότερον δ παρά ποτε εμεθα μες σήμερον».

Στα πλαίσια αυτής της ιδεολογίας η άρνηση ή έστω η υποβάθμιση των διαφορών  και αντιθέσεων ανάμεσα στις επιμέρους κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες του Έθνους πηγάζει από την πρόταξη του εθνικού συμφέροντος και της επιβίωσης της Ελλάδας/έθνους. Πρόκειται για μια απλουστευτική θεώρηση που στηρίζεται στη σχέση μέρους – όλου : Εφόσον το όλον -Ελλάς  κινδυνεύει, το μέρος- κοινωνικές και πολιτικές ομάδες πρέπει να εγκαταλείψουν τις διαφωνίες και τις διαφορές και να συνασπιστούν στον κοινό-εθνικό σκοπό. Έτσι το ταξικό και πολιτικό υποτάσσεται στο εθνικό. Μέσα από αυτή την ηθικιστική αντίληψη και σύγχυση υποκρύπτεται, τελικά, η ταξικότητα του εθνικού :

«φστε τάς προκαταλήψεις το παρελθόντος. Δεν πάρχει κομματισμός, δεν πάρχει θέσις ποκειμενική, ἡὁποία να χωρίζ τν ναν π τν λλον. Δεν μπορε να πάρξ σήμερον, διότι, ἐὰν πάρξ ατὴἡ θέσις σήμερον, δεν θὰὑπάρξῃἡἙλλάς, δι να χωμεν τν πολυτέλειαν μες διαφωνοντες να ντιμαχώμεθα λλήλων. Τεθτε λοιπόν, ὁἔνας πλάι στον λλον, πιασθτε χέρι χέρι κα σύρατε τν φάλαγγαν τοῦἙλληνικο Λαο πρς τὰἐμπρός. Τραβήξατε τν λληνικν Λαν να ναρρώσ, τραβήξατε τν λληνικν Λαν να συνέλθ, βοηθήσατε ες τν λησμοσύνην το παρελθόντος».

Ο δικτάτορας συχνά τονίζει αυτόν τον «υπερκομματικό» χαρακτήρα του καθεστώτος του, αντιπαραβάλλοντας το κομματικό με το εθνικό: 

«Σήμερον καὶἀπ τς νυκτς τς 20ης πρς 21η πριλίου, δεν πάρχει κράτος κόμμα, πάρχει κράτος θνος καὶἑπομένως ο κρατικο λειτουργο εσθε στελέχη τν τάξεων τοῦἜθνους… λοι, λοιπόν,  π το μετώπου. Δεν χει καμμίαν σχέσιν τ σήμερον μ τ χθές. Σήμερον πάρχει ὁἑλληνικς λας δελφωμένος».

«Διότι ἡἘπανάστασις, κύριοι, δεν κάμνει πολιτικν κομματικήν. ἩἘπανάστασις κάμνει πολιτικν θνικήν… Ἡὑπόθεσις εναι να γίνωμεν λοι λληνες, πιστο ες τν δέαν τοῦἙλληνικοῦἜθνους».

Συχνά στις ομιλίες του δικτάτορα προς τις παραγωγικές τάξεις διατυπώνονται ηθικιστικού χαρακτήρα παραινέσεις προς  όλα τα κοινωνικά στρώματα  για αμοιβαίες υποχωρήσεις, για ενδιαφέρον και αγάπη του ενός προς τον άλλον με στόχο την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την εθνική συναντίληψη. Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί το διαφορετικό ύφος με το οποίο απευθύνεται ο δικτάτορας σε κάθε ομάδα, ανάλογα με τη θέση της και, ίσως τη σχέση της με το καθεστώς. Απέναντι στους επιχειρηματίες και εφοπλιστές το ύφος είναι παραινετικό έως παρακλητικό,:

«χετε τὸἀποφασιστικν πλον να βοηθήσετε. Ξεχάσατε δι’ λίγον τ μεγάλο παράνομον  κέρδος, ἐὰν τς τινες τὸἐπιδιώκουν. φήσατε να κερδήσετε λιγώτερα. ς φάγουν λιγώτερον οἱἐπιχειρηματίαι καὶἂς δώσουν πειρσσότερα ες ατος μετ τοων ποίων συνεργάζονται  ες τν παραγωγικν μηχανν». 

«Δεχθτε κα καμίαν ζημίαν, δεχθτε κα μίαν βραδύτητα. Βοηθήσατε, για νομα το θεο, να ποβάλωμεν τν ασχρν συναλλαγήν. Βοηθήσατε να ποκαταστήσωμεν τ χρηστότητα ες τ δημόσια θη».

«Βέβαιοι ντες, μ τν πογραφν μας ες τν τσέπην σς, τι θὰἐκπληρώσωμεν τιδήποτε μας ζητούσατε… Θ σς παράσχω ς κράτος πν τὸὁποον θὰἐζητούσατε. Δώσατε, μως, κύριοι τν δύναμιν ες τν λλάδα να πετάξη ες τὸὄνειρον τν λλήνων, τν Μεγάλη λλάδα. ».

Απέναντι στους εργάτες και τους δημοσίους υπαλλήλους το ύφος των ομιλιών είναι περισσότερο επικριτικό, καθηκοντολογικό :

 «Δεν εναι θέσις ἡἄρνησις, κύριοι. ν μας πταί κάτι, δεν βάζομέν ποτε φωτι δι να κάψωμεν τ σπίτι κα μαζ μ τ σπίτι να κάψωμεν καὶἐκενό που μας πταίῃἐντς ατο. Δεν μπορεί,λοιπόν, πὸἄρνησιν να τεθμεν ες τ στρατόπεδον τοῦἐχθρο. φείλομεν να γωνισθμεν ντς τν τάξεων μας δι να ποκαταστήσωμεν τ κράτος δικαίου, τὸὁποον ποτελε πάλαι  ποτ τν πιδίωξιν τν λλήνων. ἩἘπανάστασι δι’ ατὸἦλθε κα ατ θ προσφέρῃὁπωσδήποτε ες τν λληνικν λαν».

«Δεν εναι λύσις ἡἀπεργία, δεν εναι λύσις τ πεσμα τοῦἐργοδότου, δεν εναι λύσις ὁἐκβιασμς τοῦἐργοδότου, δεν εναι λύσις ὁἐκβιασμς τοῦἐργάτου. Δεν ζῇὁἔνας χωρς τν λλον».

Η  λήθη

Σε πολιτικό   επίπεδο η έκκληση για εθνική ενότητα  επιδιώκεται μέσω της  «κατάργησης της ιστορίας» με την έννοια της λήθης των πολιτικών διαχωρισμών του παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη το παρελθόν είναι η παρακμή, ο φατριασμός και όλα τα δεινά που διάβρωσαν την ψυχή του ελληνικού λαού. Η Επανάσταση δεν είναι η συνέχεια μιας παράταξης του παρελθόντος (της παράταξης της εθνικοφρόνου Δεξιάς, η οποία ωφελήθηκε από τη μεταβολή της 21ης Απριλίου), αλλά είναι η ανατροπή συνολικά αυτού του «αμαρτωλού παρελθόντος» και η προσπάθεια δημιουργίας εξαρχής. Επομένως ό,τι χώριζε τους Έλληνες  στο παρελθόν δεν έχει σημασία για το παρόν, γιατί το παρελθόν πλέον  δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον το παρόν όλων των Ελλήνων ενωμένων στον κοινό εθνικό σκοπό : 

«Κύριοι, τ παρελθν πλθεν νεπιστρεπτ».

«Μὴἀσχολεσθε μ τ παρελθόν. ίψατε παραπέτασμα πίσω σς κα δετε τ μέλλον.  λήθη εναι μέθοδος ναδημιουργίας, εναι μέθοδος ξυγιάνσεως. Δεν φθάνομεν μόνον μερικοὶἀπ τος λληνας δι τν λλάδα. ἩἙλλς χει νάγκην λων τν λλήνων».

«κρημνίσθησαν τ τείχη πρς τὰὀπίσω τν 21η πριλίου κα μετὰἐκρημνίσθησαν κα τ τείχη τὰὑπάρχοντα μεταξ τν μάδων τν λλήνων, ς τος εχον μαδοποιήσει α κομματικα τν διαμάχαι κα προστριβα».

Ο φιλήσυχος πολίτης

Η απαίτηση για υπέρβαση των πολιτικών διαφωνιών και κοινωνικών αντιθέσεων και η σύμπλευση με μια ενιαία  εθνική στάση, ίσως, εξηγεί και την αρνητική στάση του δικτάτορα έναντι του συνδικαλισμού και την πολιτικοποίηση των νέων. Η από-πολιτικοποίηση προβάλλεται ως εθνική στάση (από το «κράτος-κόμμα» στο κράτος – έθνος) ενώ ο συνδικαλισμός αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Άλλωστε είναι γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων η αποθάρρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής και η προώθηση της ιδιώτευσης. Το πρότυπο που προβάλλει η δικτατορία είναι αυτό του  «φιλήσυχου» πολίτη, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, αλλά να ζει ήρεμα με την οικογένειά του και να ασχολείται με τις οικονομικές δραστηριότητές του και τις προσωπικές του υποθέσεις : 

«Ἐντὸς τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἠδραιώθη ἡ ἐσωτερικὴ ἀσφάλεια καὶ ἡ γαλήνη, τάς ὁποίας ὠραματίζετο ὡς ὑπέρτατον ἀγαθὸν ἡ μεγίστη πλειοψηφία τοῦ Ἔθνους. Ὁ καθεὶς δύναται τώρα να ἐπιδίδεται ἀπερίσπαστος εἰς τὰ εἰρηνικὰ τοῦ ἔργα καὶ να μοχθῇ διὰ τὴν βελτίωσιν τῆς τύχης τοῦ

Ο εξοβελισμός της πολιτικής από το πεδίο ενδιαφερόντων και κυρίως δράσης του πολίτη αντιφάσκει, βέβαια, με τον λόγο του δικτάτορα εναντίον της «ατομοκρατίας», αφού ο πολίτης από τη μια εγκαλείται  για την πρόταξη του ατομικού, εγωιστικού συμφέροντος έναντι του εθνικού, δηλαδή κοινού συμφέροντος, και από την άλλη καλείται να αφοσιωθεί στα ιδιωτικά έργα και υποθέσεις αφήνοντας το κοινό συμφέρον στη διαχείριση του καθεστώτος. Πρόκειται για μια αντίφαση, απόρροια των εγγενών χαρακτηριστικών ενός δικτατορικού καθεστώτος που, ενώ προβάλλει για λόγους νομιμοποίησής του συλλογικούς εθνικούς στόχους, δεν μπορεί να αποδεχτεί καμιά  άλλη πολιτική και εθνική παρέμβαση του πολίτη μη συμβατή με το καθεστώς. Κατά αυτόν τον τρόπο η «πολιτική» δραστηριότητα των νέων προσδιορίζεται αρνητικά ως «πολιτικολογία», η οποία συνδέεται με «ανθρώπινα ποταπά συμφέροντα», και απορρίπτεται :

 «φείλετε να προπαρασκευασθτε καὶὡς πολιτικὰὄντα τς κοινωνίας. Δεν δικαιοσθε, μως, σεβόμενοι τν αυτν σς να πολιτικολογτε κατ τν φάσιν το στίβου. Ες τν στίβον οἱἝλληνες γωνίζοντο λλ δεν πολιτικολογούσαν. Πολιτικολογούσαν ες τ βμα. Τ βμα σς ναμένει. Μν σχολεσθε, μως, κατ τν περίοδον τν σπουδν σς μ τν πολιτικήν… Δεν εναι δυνατν ο νέοι, αριανὴἡγεσία το τόπου κατ τν περίοδον τς προπαρασκευς τν δι τν γνα τς ζως, να σχολούνται συγκρουόμενοι περὶἀνθρώπινα ποταπ συμφέροντα. Ο νέοι πρέπει να βλέπουν τν δάσκαλον, τ βιβλίον κα τν σκοπν τν».

Φυσικά από αυτή τη «λήθη» και την εθνική ενότητα  «αυτό- αποκλείονται»  οι κομμουνιστές, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως ανθέλληνες και προδότες της πατρίδας:

«φείλομεν να ίψωμεντα τείχη πο διαχωρίζουν καστον ξ μν π τος συνανθρώπους το ετε κατ’ τομα ετε καθ’ μάδας. Κα συναδελφωμένοι να ποδυθμεν ες τν κοινν «χέρι – χέρι» προσπάθειαν λων τν λλήνων. Πλν τν νθελλήνων, οἱὁποοι γεννήθησαν πὸἙλληνίδας μητέρας, τν ποίων τ αμα πρόδωσαν, κα τος ποίους γνοομεν»

Μεγάλη Ελλάδα : Ο φοίνικας που αναγεννάται

Το κάλεσμα για εθνική αναμόρφωση  και συνέγερση αποβλέπει στην υλοποίηση του νέου μεγάλου εθνικού οράματος που ευαγγελίζεται ο δικτάτορας : τη Μεγάλη Ελλάδα. Πρόκειται για ένα όραμα αναγέννησης της Ελλάδας μέσα από την ηθική και κοινωνική αναμόρφωση των Ελλήνων η οποία  θα προέλθει  με την επάνοδο στα  ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, δηλαδή τα παραδοσιακά εθνικά χαρακτηριστικά, την ουσία της ελληνικής ψυχής κατά το δικτάτορα. Η εθνική αυτή αναγέννηση  περιγράφεται με την εικόνα ενός φοίνικα που ξαναγεννιέται από την τέφρα του ακολουθώντας το δύσκολο μονοπάτι της εθνικής αναβίωσης και δόξας :

« δύναμις τς λληνικς ψυχς εναι μεγαλουργός, εναι μεγαλουργός, μως, ταν οἱἝλληνες, πηλλαγμένοι π οανδήποτε προκατάληψιν κακότητος γενικς κακς κοινωνικς ντιλήψεως κα τοποθετοντές τις ψυχς τν ὁἔνας διπλ ες τν λλον, συγκροτον τν μεγάλην λληνικν ψυχήν, μέσ τς ποίας πάντοτε ες τν στορίαν  τὸἜθνος μας, ς λλος Φονιξ, νεβίωσεν κ τς τέφρας το δι να τοποθετήση τν δύναμιν τς ψυχς τν λλήνων ες τν δρσιν πρς πραγμάτωσιν τν νείρων τν. Κα σήμερον, περισσότερον παρά ποτε, εναι ναγκαον ἡἑλληνικ ψυχ μὲὅλας τς τάς δυνάμεις, ναφωνώντας ς να σύμβολον πίστεως «λλς νέστη», να δοθ δι τν πραγμάτωσιν τς Μεγάλης λλάδος».

Βέβαια, τα εθνικά οράματα αποτελούν  την ιδεολογική και νομιμοποιητική βάση κάθε εθνικιστικού καθεστώτος ή κινήματος που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει κάτω από τα λάβαρα του τα μέλη του Έθνους. Σε αντίθεση με προηγούμενα οράματα, όπως ο Αλυτρωτισμός και η Μεγάλη ιδέα, η «Μεγάλη Ελλάδα» του Παπαδόπουλου δεν υιοθετεί τον  επεκτατικό τους χαρακτήρα. Δεν αποβλέπει, δηλαδή,  στην εδαφική επέκταση του κράτους μέσω στρατιωτικής δράσης, αλλά στην οικονομική και  κυρίως πολιτιστική της ακτινοβολία στον κόσμο μέσω  του εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους και της οικονομικής και πολιτιστικής καταξίωσής  του στο σύγχρονο κόσμο, ως λίκνου του πολιτισμού. 

« Δεν είναι ιμπεριαλιστική η έκφρασις της Μεγάλης Ελλάδος, δεν είναι τουλάχιστον σήμερον, δεν είναι δια το μέλλον. Και εάν συμβολικώς, όπως το τραγούδι το οποίον ακούσαμεν, αναμένωμεν τον ιεράρχην και τον μαρμαρωμένον βασιλιά, τους αναμένομεν ως μύστας της Μεγάλης ιδέας του Έθνους, την οποίαν σήμερον δεν ημπορούμεν να περιορίζωμενεπί εδαφικών τμημάτων, διότι οφείλομεν να αντενίζωμεν ρπος όλον τον χώρον της υδρογείου. Διότι ημείς ουδέποτε υπήρξαμεν πολίται κρατών τα οποία εδυνάστευασν άλλους λαούς. Υπήρξαμε μέλη μιας εθνότητος, η οποία με το πνεύμα και τον πολιτισμόν της κατάκτησε την υδρόγειον, δια να τη σώση και να της δείξη τον δρόμον του ανθρωπισμού. Ιδού επομένως η Μεγάλη Ελλάς. Είναι η Ελλάς του ελληνικού και του χριστιανικού πνεύματος».

«Τὴν ἐπιβίωσιν τῆς, τὴν ἀνάπτυξιν τῆς, τὴν προσφορὰν τῆς πρὸς τὴν παγκοσμίαν κοινωνίαν, αὐτοῦ ποῦ πρέπει να περιμένῃ, ἡ παγκόσμιος κοινωνία ἀπὸ τὴν μικρὰν Ἑλλάδα, ἐφ’ ὅσον τὴν ἐνθυμεῖται, διὰ να ἔλθῃ εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, εἰς μίαν γωνίαν τῆς, καὶ να παρεὶ τὴν ἄσβεστον φλόγα τῶν ὀλυμπιακὼν Ἀγώνων, διὰ να τὴν μεταφέρῃ ἀπὸ τὴν Ἀπῶ Ἀνατολὴ εἰς τὴν ἀπωτέραν Δύσιν καὶ ἀπὸ τοῦ ἀπωτέρου Βορρᾶ πρὸς τὸν ἔσχατον Νότον. Ἐὰν τοῦτο συνετήρησε μέχρι σήμερον τὴν χώρα μας  μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπην τῶν τέκνων τῆς, ποὺ ἠγωνίσθησαν για να ὑπάρξῃ, δεν πρέπει να διαφεύγει κανενὸς τὴν προσοχήν, νέοι καὶ νέαι τῆς Ἑλλάδος, ὅτι αὔτη θὰ ὑπάρξει πάντοτε      Δεν εἶναι ἰμπεριαλιστικὴ ἡ ἔκφρασις τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, δεν εἶναι τουλάχιστον σήμερον, δεν εἶναι διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐὰν συμβολικώς, ὅπως τὸ τραγούδι τὸ ὁποῖον ἀκούσαμεν, ἀναμένωμεν τὸν ἱεράρχην καὶ τὸν μαρμαρωμένον βασιλιά, τοὺς ἀναμένομεν ὡς μύστας τῆς Μεγάλης ἰδέας τοῦ Ἔθνους, τὴν ὁποίαν σήμερον δεν ἠμποροῦμεν να περιοριζωμενεπι ἐδαφικῶν τμημάτων, διότι ὀφείλομεν να ἀντενίζωμεν προς ὅλον τὸν χῶρον τῆς ὑδρογείου. Διότι ἡμεῖς οὐδέποτε ὑπήρξαμεν πολῖται κρατῶν τὰ ὁποῖα ἐδυνάστευασν ἄλλους λαούς. Ὑπήρξαμε μέλῃ μιᾶς ἐθνότητος, ἡ ὁποία μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν πολιτισμὸν τῆς κατάκτησε τὴν ὑδρόγειον, διὰ να τῇ σώσῃ καὶ να τῆς δείξῃ τὸν δρόμον τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ἰδοὺ ἑπομένως ἡ Μεγάλη Ἑλλάς. Εἶναι ἡ Ἑλλὰς τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος».

Ο πνευματικός χαρακτήρας αυτού του «επεκτατισμού»,επιβάλλεται, εξαιτίας τόσο του ένδοξου πολιτιστικού παρελθόντος όσο και των πολιτικών και οικονομικών αδυναμιών του παρόντος. Με λίγα λόγια, εφόσον η Ελλάδα δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όφειλε να το κάνει στον προνομιακό για αυτή χώρο του πνεύματος μέσω της επιστροφής στο αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και – μέσω του κλήρου – τις χριστιανικές αξίες  :

«ναπλάσατε τάς ψυχς τν λλήνων. Κάνατε τὸἙλληνικν πνεμα δηγν τς λληνικς κοινωνίας… Μ τν πεποίθησιν τι Εαγγελισμς ατς θὰἀποτελέσῃἀφετηρίαν ξόδου ες τν στίβον τν ξίων κα καταλλήλων μαχητν, οἱὁποοι εσθε σεις, μπορ να σς διαβεβαιώσω τι μ ατν τν προσπάθειαν σς πρέπει να εμεθα βέβαιοι τι τὸἜθνος θ σωθ, τι τὸἜθνος θ προκόψη, καὶὁ τόπος ατς θ γίνη εδαίμων … καὶἡ Μεγάλη λλς θὰἀποτελέσ κα πάλιν τν κοιτίδα τοῦἑλληνοχριστιανικουπολιτισμου, τν κοιτίδα π τν ποίαν θ πηγάση κ νέου πσα πνευματικ προσπάθεια ες τν νθρωπίνην κοινωνίαν. Περαίνων ς ναφωνήσωμεν: Ζήτω τὸἜθνος».

Το προσκλητήριο για τη πραγμάτωση του οράματος απευθύνεται στους Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι βαρύνονται με το χρέος να παραμείνουν και να εργαστούν  στη χώρα, στους κληρικούς για το χριστιανικό τους έργο και στους απόδημους Έλληνες και ναυτικούς, οι οποίοι οφείλουν να εξάγουν τον ελληνικό πολιτισμό σε όλη την υφήλιο:

«Καὶἱεραπόστολοι ατς τς δέας, ατς τς θνότητος, εμεθα λοι μες, μες δω ες τν μητέρα-Πατρίδα καὶὑμες οἱἀπόδημοι λληνες, πολται λλων φίλων κρατν .λοι μαζ δεν πρέπει  να παρνηθμέν ποτε τν ντικειμενικν σκοπν , ποῦἐπιτάσσει  στορία μας».

«Ὁἀπόδημος λληνισμς καὶἡἐμπορικ μας ναυτιλία συγκροτον καὶὑλοποιον τν ννοιαν τς Μεγάλης λλάδος»

Συμπερασματα

Ο εθνικιστικός χαρακτήρας του λόγου του Παπαδόπουλου απορρέει από την κεντρική θέση που έχει στο έργο του  η ιδέα «Ελλάς»,  η οποία προσδιορίζεται αχρονικά με τρόπο μη ιστορικό. Πιο συγκεκριμένα υιοθετούνται τα ιδεολογήματα της τρισχιλιετούς αδιάσπαστης εθνικής συνέχειας (πολιτιστικής αλλά και βιολογικής), του περιούσιου λαού, και των εθνικών πεπρωμένων της ελληνικής φυλής, ενώ συχνά γίνεται λόγος για «αθάνατο ελληνικό πνεύμα», «ελληνική ψυχή» και ιστορική αποστολή των Ελλήνων.

Το «ελληνοχριστιανικό ιδεώδες» δεν είναι βέβαια επίνοια του Παπαδόπουλου. Ο εθνικιστικός λόγος της 21ης Απριλίου επιδιώκοντας να οικοδομήσει μια ιδεολογική βάση περί ελληνικού έθνους, ικανή να νομιμοποιήσει το καθεστώς, επανέρχεται στο μεταξικό ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, συνυφαίνοντας το εθνικό / φυλετικό με το χριστιανικό, την πατρίδα με τη θρησκεία σε μια αδιάρρηκτη ενότητα, ώστε οι έννοιες να αναμειγνύονται σε μια ενιαία εικόνα / ιδεώδες και να μην μπορούν να γίνουν διακριτές αποκομμένες η μία από την άλλη. Κατά αυτόν τον τρόπο η Ορθοδοξία ενσωματώνεται στην εθνική ιδέα και καθίσταται πατριωτική αξία ,ενώ ο ρόλος της Εκκλησίας αναγνωρίζεται ως πατριωτικός, με την έννοια ότι η δράση της συμβάλλει όχι μόνο στην ηθική αλλά και την εθνική αναμόρφωση του Έλληνα και στην εντέλει στην αναμόρφωση της Πατρίδας. Σε ομιλία του προς τους δημόσιους υπαλλήλους ο Παπαδόπουλος δηλώνει κατηγορηματικά αυτήν την ενότητα  του φυλετικού/εθνικού  και θρησκευτικού στοιχείου :

«Πατρς εμεθα μες οἱἝλληνες, πο συγκροτομεν τν περιούσιον λαν το Κυρίου, τν λληνικν».

Μέσα σε αυτή τη σύνθεσηεθνικού και θρησκευτικού  στοιχείου υπολανθάνουν και οι  οικογενειακές αξίες, διαμέσου της προσήλωσης στην παράδοση – πυρήνας της οποίας είναι η οικογένεια – και στις  αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Οι τελευταίες είναι ταυτισμένες ιστορικά με την ελληνική οικογένεια και μεταβιβάζονται πρωταρχικά μέσω αυτής από τη μια γενιά στην άλλη. Επομένως, η αποστολή των γονιών στην ορθή ανατροφή των παιδιών με βάση τις εθνικές αξίες (ελληνοχριστιανκές) είναι καθήκον πατριωτικό που επιβαρύνει κυρίως τη Μητέρα ως τροφό και παιδαγωγό του παιδιού:

«Δεν παιτεται κ μέρους μν τίποτε περισσότερον πὸὅ,τι παιτεται π τ παιδ πρς τν μάννα. γάπη, πίστις ες τν στοργν τς κα πρ πάντων πίστις ες ατ ποῦἡ Μητέρα δίδαξεν ς δηγν τς ζως για τ παιδι τς. Πίστις ες τάς ρχς τοῦἙλληνισμ κα το Χριστιανισμο».

Η σύνδεση των τριών εννοιών το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν είναι ισοβαρής. Προτάσσεται η ιδέα της Πατρίδος / Έθνους την οποία υπηρετούν με το ρόλο τους τόσο η Εκκλησία / Θρησκεία, όσο και η Οικογένια. Μολοντούτο οι τρεις έννοιες συνιστούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, μια συνολική στάση, αφού καθεμία από αυτές χάνει το ρόλο και τη σπουδαιότητά της χωρίς τις άλλες. Η Πατρίδα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να στηριχτεί στις θρησκευτικέ αξίες και την ορθή διαπαιδαγώγηση στην οικογένεια. Η Θρησκεία αποκτά σπουδαιότητα ως εθνική αξία και στηρίζεται στην ελληνοχριστιανική αγωγή της οικογένειας. Τέλος η οικογένεια δικαιώνεται ως θεσμός μέσω της σπουδαιότητας της εθνικής και θρησκευτικής αποστολής της. 

Το νήμα που δένει αυτές τις τρεις έννοιες σε μια ενιαία θέση / στάση ζωής, είναι η βαρύτητα της παράδοσης, η οποία έχει εξέχουσα θέση στις ομιλίες του δικτάτορα. Από αυτήν ανασύρει επιλεκτικά  στις ομιλίες του τις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, της ευπρέπειας, της τάξης, παρουσιάζοντάς τες ως αξίες «ελληνικές». Η επιστροφή στον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τις αξίες του Έλληνα προβάλλεται με ηθικοπλαστικό και διδακτικό ύφος ως ιδανικό και απάντηση στη φθορά του σύγχρονου καταναλωτικού πολιτισμού. Με αυτόν τον τρόπο η παράδοση εξωραϊζεται, ειδωλοποιείται, εξαγνίζεται από οτιδήποτε ασύμβατο με το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και εντέλει κατασκευάζεται, για να αποτελέσει ένα στέρεο υπόβαθρο της απριλιανής «ιδεολογίας».   

Η προτεραιότητα των παραδοσιακών αξιών  καθίσταται επίκαιρη σε μια κοινωνία που -κατά το δικτάτορα- βιώνει ηθική, πολιτική και εντέλει εθνική κρίση. Η έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας – η οποία περιγράφεται με όρους βιολογικούς και ιατρικούς – ερμηνεύεται ως απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες  και αποδίδεται στο αμαρτωλό κοινοβουλευτικό παρελθόν και την τεχνολογική εξέλιξη. Η επίκληση της κρίσης / ασθένειας χρησιμοποιείται ως λόγος διατήρησης του καθεστώτος και ως θεραπεία προτείνεται η επιστροφή στις διαχρονικές ελληνικές αξίες που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το καθεστώς, δηλαδή τις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας, της οικογένειας, της παράδοσης, του κοινωνικού συμφέροντος, της τάξης, της πειθαρχίας κλ.π. Ο λόγος του Παπαδόπουλου πολύ συχνά καταλήγει σε ένα κάλεσμα λήθης και ενότητας, κατανόησης και αλληλεγγύης που αγνοεί τις κοινωνικές  αντιφάσεις  και ενδύει τον αυταρχισμό  του καθεστώτος του με το μανδύα της χριστιανικής αγάπης και καλοσύνης. 

Η έμφαση σε αυτό το τρίπτυχο αξιών λειτουργεί συμπληρωματικά με ένα ακόμη στοιχείο  της συντηρητικής ιδεολογίας της μεταξικής αλλά και της μεταπολεμικής περιόδου, στο οποίο στηρίζεται το απριλιανό καθεστώς  : τον αντικομμουνισμό. Κατά την επίσημη θέση η Πατρίδα, η Θρησκεία και η Οικογένεια, αποτελούν παραδοσιακές ελληνικές αξίες, τις οποίες υπονομεύει ο ξενοκίνητος  κομμουνισμός, ο εχθρός της ελληνικής φυλής. Το τρίπτυχο / σύνθημα χρησιμοποιείται, για να στηρίξει την αντιπαράθεση με τον κατασκευασμένο εθνικό εχθρό ως ιδεολογικό ανάχωμα  και κριτήριο που διακρίνει τους Έλληνες – που υποτίθεται προστατεύει το καθεστώς – από τους «ανθέλληνες» κομμουνιστές. Επομένως, η έμφαση στην Πατρίδα, τη Θρησκεία, και την Οικογένεια  δε μπορεί παρά να ερμηνευτεί  παρά ως αποτέλεσμα της ανάγκης να στηριχτεί ιδεολογικά  η αντικομμουνιστική εμμονή και με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογηθεί η επιβολή της δικτατορίας στην κοινή γνώμη. 

Βέβαια, η αντικομμουνιστική ρητορική του Παπαδόπουλου αν και αντλήθηκε από την «εθνικόφρονα» ιδεολογία  των προηγούμενων δεκαετιών παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις από αυτήν, τόσο ως προς την ένταση, όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Μακριά από τη σκληρή γραμμή της μετεμφυλιακής περιόδου, η κομμουνιστική απειλή, αποτελεί περισσότερο λόγο – πρόφαση επιβολής και διατήρησης του καθεστώτος και ελάχιστα έως καθόλου άμεσα ορατός κίνδυνος κοινωνικής μεταβολής και ενός δεύτερου εμφύλιου πολέμου. Η κομμουνιστική απειλή, όπως τουλάχιστον αναγνωρίζεται στο λόγο του Παπαδόπουλου, συνδέεται περισσότερο με την ανησυχία που προκαλούσε στο κατεστημένο το αυξανόμενο κίνημα πολιτικού και κοινωνικού εκδημοκρατισμού στη δεκαετία του ’60 και η πιθανότητα ανατροπής βασικών δομών και επιλογών του μετεμφυλιακού κράτους. Γέννημα αυτού του κράτους και στελέχη του βασικού του πυλώνα, του στρατού, οι πραξικοπηματίες αισθάνονταν ότι απειλούνταν όλα εκείνα με τα οποία είχαν γαλουχηθεί και είχαν υπηρετήσει : ο παρεμβατικός ρόλος του στρατού στην πολιτική ζωή, ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της χώρας, η ένταξη στο ΝΑΤΟ, η  περιθωριοποίηση της Αριστεράς, η παρεμπόδιση της συμμετοχής ριζοσπαστικών κινημάτων στην επίσημη πολιτική ζωή, η επιβράδυνση πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και γενικότερα όλα όσα εκπροσωπούσε  το μετεμφυλιακό, διχαστικό κράτος της Δεξιάς. 

Θα μπορούσαμε γενικά να πούμε ότι το τρίπτυχο «Πατρίς – θρησκεία – Οικογένεια» εντάσσεται ως βασικός πυλώνας  στο ιδεολογικό οικοδόμημα της δικτατορίας. Φυσικά δεν πρόκειται για επίνοια του Παπαδόπουλου, για μια νέα ιδεολογία των απριλιανών αλλά για ένα από τα στοιχεία του κυρίαρχου συντηρητικού λόγου των προηγούμενων δεκαετιών. Το ιδεολόγημα αυτό,  το οποίο εδραιώθηκε στη  μεταξική περίοδο ως κυρίαρχο σημείο αναφοράς του συντηρητικού κόσμου παρείχε στο απριλιανό καθεστώς – όπως τουλάχιστον οι ηγέτες του πίστευαν – ένα ιδεολογικό προκάλυμμα που θα νομιμοποιούσε την αυθαίρετη εξουσία τους,  και θα εξασφάλιζε την αποδοχή του καθεστώτος τουλάχιστον από τα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. 

Επιλογος – Τελικο συμπερασμα

Ως ακραία εξέλιξη των δομών του μετεμφυλιακού κράτους, η δικτατορία εκφράζει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του και σε ιδεολογικό επίπεδο. Όταν το μετεμφυλιακό κράτος του κοινωνικού και πολιτικού αποκλεισμού έχανε και την επίφαση της νομιμότητάς του, και κινδύνευε να ανατραπεί – ή θεωρήθηκε ότι κινδύνευε –  από το ογκούμενο δημοκρατικό και ριζοσπαστικό κίνημα, τότε ο «πυρήνας» αυτού του κράτους, οι δυνάμεις στις οποίες πραγματικά στηριζόταν, ο Στρατός, τα Σώματα Ασφαλείας και οι παρακρατικοί μηχανισμοί, αποφάσισαν  να εγκαταλείψουν τα προσχήματα, να περάσουν από το σκοτάδι στο φως και να δείξουν στην κοινωνία «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Επομένως η δικτατορία πρέπει να αξιολογηθεί ως ένα στρατιωτικού τύπου «έκτακτο» καθεστώς του οποίου δεν προηγήθηκε  μια μακρά  ιδεολογική προετοιμασία της κοινωνίας, ικανή να του εξασφαλίσει συνεκτική ιδεολογία και λαϊκή αποδοχή, κάτι που συνέβη με άλλα φασιστικού τύπου καθεστώτα, όπως η δικτατορία του Μεταξά. 

Αυτός ο  αυθαίρετος χαρακτήρας του καθεστώτος, το οποίο στηριζόταν  στην απροκάλυπτη δύναμη των όπλων, ώθησε τους πραξικοπηματίες να ανασύρουν από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του συντηρητισμού της μεταξικής και μετεμφυλιακής περιόδου ετερόκλιτα στοιχεία και ιδεολογήματα επιδιώκοντας να διαμορφώσουν μια δική τους ιδεολογία, ικανή να «νομιμοποιήσει» το καθεστώς και να τους  παρέχει μια κάποια λαϊκή αποδοχή ή τουλάχιστον ανοχή.  Οι αξίες της Πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας κατέχουν περίοπτη θέση σε αυτό το αμάλγαμα ιδεών και αξιών, πλαισιωμένες από αξίες και ιδέες κάποιες φορές ασύμβατες ή άσχετες : η παράδοση αλλά και ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός, ο αντικομμουνισμός αλλά και η λήθη και η εθνική ενότητα, η πολεμική αρετή αλλά και η αγάπη και η καλοσύνη, η τάξη, η ευπρέπεια και η καθαριότητα (!),  η πρόταξη του συνόλου αλλά και η ιδιώτευση και η επιβράβευση του φιλήσυχου πολίτη, η δημοκρατία αλλά και η πρωτοκαθεδρία του στρατού  κ.ά. 

Σε τελική ανάλυση  η χρησιμοποίηση αυτού του τρίπτυχου από ένα καθεστώς  ανελευθερίας,  που συνδύαζε την ωμή βία με τη φαιδρότητα και τη μικρότητα των ηγετών της, οδήγησε στην υπονόμευση της απήχησής του, στη μετατροπή σε μια «καρικατούρα», αντικείμενο απαξίωσης και μνημείο αναχρονισμού. Η μεταπολίτευση τοποθέτησε το σύνθημα στο περιθώριο. Οι καιροί άλλωστε είχαν αλλάξει…

πηγεσ

Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 27 Απριλίου 1967 έως 9 Φεβρουαρίου 1968, τόμ. Α΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Απρίλιος 1968. 

  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 1 Μαρτίου 1968 έως 28 Ιουλίου 1968, τόμ. Β΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1968. 
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 29 Ιουλίου 1968 έως 31 Ιανουαρίου 1969, τόμ. Γ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Απρίλιος 1969.
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Φεβρουαρίου έως 31 Μαρτίου 1969, τόμ. Δ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1969. 
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Απριλίου 1969 έως 31 Αυγούστου 1969, τόμ. Ε΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Φεβρουάριος 1970. 
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Σεπτεμβρίου 1969 έως 30 Σεπτεμβρίου 1970, τόμ. ΣΤ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Δεκέμβριος 1970. 
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Οκτωβρίου 1970 έως 30 Δεκεμβρίου 1971, τόμ. Ζ΄, έκδ. Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, Αθήνα, Απρίλιος 1972. 
  1. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-διαγγέλματα-δηλώσεις-μηνύματα από 31/12/1971 έως 27/6/1999, τόμ. Η΄, Ελεύθερος Κόσμος, Αθήνα, Οκτώβριος 2004. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Έφη Γαζή,  Πατρίς, θρησκεία, οικογένειa, Ιστορία ενός συνθήματος (1880-1930),  Πόλις, Αθήνα  2011 

Ρεπούση Μαρία, Τα Μαρασλειακά 1925 – 1927, Πόλις, Αθήνα 2012

  1. Παπαδημητρίου Ι. Δέσποινα, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, Σαββάλας, Αθήνα 2006.
  2. Αθανασάτου Γιάννα, Ρήγος Άλκης, Σεφεριάδης Σεραφείμ (επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση, Καστανιώτης, Αθήνα 1999. 
  3. Διαμαντόπουλος Θανάσης, «Η δικτατορία των Συνταγματαρχών 1967-1974. Το απριλιανό καθεστώς» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμ. ΙΣτ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 266-286. 

Καλλιβρετάκης Φ. Λεωνίδας, «Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και ‘Χ’. Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού», περ. Αρχειοτάξιο, τχ. 8 (Μάιος 2006), Αθήνα.

  1. Κωστόπουλος  Τάσος,Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ, Αθήνα 2005.
  2. Χαραλάμπης Δημήτρης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα 1985. 
  3. Βόγλη Ιωάννα, Ο επίσημος λόγος της 21ης Απριλίου : «Το Πιστεύω μας» του Γεωργίου Παπαδόπουλου, διπλωματική εργασία του Π.Μ.Σ. του Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα 2007.
  4. Mikedakis Emmanuela, Renouncing the recent past, “revolutionizing” the present and “resurrecting” the distant past: Lexical and figurative representations in the political speeches of Georgios Papadopoulos (1967-1973), διδακτορική διατριβή, University of New South Wales, Σίδνεϋ 2007. 

Σχολιάστε