https://www.icloud.com/pages/0rVr3iGeXVDsoWKl2KWh74WAg#patris_thriskeia_oikogeneia
Εισαγωγή
«Και μη ξεχνάς ότι ένα πρέπει να είναι το πιστεύω σου: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Έτσι έκλεισε την (ήπια, είναι αλήθεια) ανάκρισή μου ο διευθυντής του παραρτήματος Ασφαλείας του αστυνομικού τμήματος της περιοχής μου, όπου είχα κληθεί «δι’ υπόθεσίν σας» στα μέσα της περιόδου της Χούντας. Έκρινε, και σωστά, ότι ήταν περιττό να γίνει αναλυτικότερος. Για εκείνον, αλλά φυσικά και για μένα, το σύνθημα αυτό συνόψιζε και σηματοδοτούσε τις πρώτιστες αξίες από τις οποίες έπρεπε να εμφορείται ο «νομιμόφρων» υπήκοος, όπως τον αντιλαμβανόταν τότε το κράτος. Εξάλλου το γραφειοκρατικό, μάλλον άτονο ύφος της νουθεσίας του υποδήλωνε ότι το σύνθημα είχε ήδη αρχίσει να φθείρεται με την πληθωρική, χονδροειδή χρήση του από την προπαγάνδα της καραβανάδικης δικτατορίας: ακόμη και οι εντεταλμένοι της είχαν βαρεθεί να το επαναλαμβάνουν.
Για όσους Έλληνες έζησαν πριν το 1974, το περιστατικό που αφηγείται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Όσοι έχουν αυτή την ηλικία, γνωρίζουν ότι η πασίγνωστη φράση – σύμβολο, το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», κυριάρχησε στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Συνθηματικές φράσεις, βέβαια, χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο χώρο της πολιτικής προπαγάνδας. Πρωτότυπα ή κοινότοπα, δημοφιλή ή αδιάφορα, εύστοχα ή άστοχα, επιθετικά ή μετριοπαθή, τα συνθήματα συνοδεύουν τη δράση οργανώσεων, κομμάτων, κυβερνήσεων και καθεστώτων. Σπάνια, ωστόσο, μια συνθηματική φράση μπορεί να ταυτιστεί τόσο στενά με μια ολόκληρη πολιτική περίοδο, όπως το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» έχει συνδεθεί στη συνείδηση των περισσότερων από εμάς με την καθεστηκυία ιδεολογία της απριλιανής περιόδου και την κρατική ιδεολογία της εθνικοφροσύνης και της συντήρησης. Η προβολή του σε όλα τα μέσα διοχέτευσης του επίσημου κρατικού λόγου, το είχε μετατρέψει σε ηγεμονική κοινοτοπία, σε κορυφαίο ιδεολόγημα πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το «κράτος των εθνικοφρόνων» της Δικτατορίας.
Τι είναι, όμως, ένα σύνθημα και ποιες ιδεολογικές και κοινωνικές λειτουργίες επιτελεί; Σε ένα κόσμο πλημμυρισμένο από τις επιτηδευμένες τεχνικές της διαφήμισης και τις στοχεύσεις της πολιτικής προπαγάνδας οι “συνθηματικές φράσεις», τα «σλόγκαν» επιτελούν λειτουργίες πειθούς. Περιλαμβάνουν λέξεις ενός οικείου λεξιλογίου οι οποίες μεταφέρουν πολιτικές και ιδεολογικές σημάνσεις συνήθως με συγκεχυμένα ή διφορούμενα νοήματα. Ο βομβαρδισμός του δέκτη με αυτά τα ρυθμικά μηνύματα, η επανάληψη αμβλύνουν την κριτική αντίσταση του δέκτη, ενώ η ασάφεια και η πολυσημία τους επιτρέπει τη διεύρυνση της εμβέλειας τους. Οι λέξεις – φράσεις αναδεικνύονται σε σύμβολα υψηλών εννοιών (λαός, Πατρίδα κ.α.) που επιδρούν στη συναισθηματική σφαίρα του δέκτη, εμποδίζουν την κριτική επεξεργασία και επιβάλλονται ως αυτονόητες αλήθειες.
Στην παρούσα μελέτη θα επιδιώξω να εντοπίσω τις τρεις αυτές έννοιες και να ερμηνεύσω τον τρόπο με τον οποίο «συγκολλήθηκαν» και νοημοδοτήθηκαν στον επίσημο λόγο της δικτατορίας, όπως αυτός εκφράζεται στο έργο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, «Το Πιστεύω μας». Θα προσπαθήσω, δηλαδή, να διερευνήσω αν και σε ποιο βαθμό το ηγεμονικό αυτό τρίπτυχο, που κυριάρχησε στη συντηρητική ιδεολογία της ελληνικής κοινωνίας τη μεταξική και μετεμφυλιακή περίοδο, ενσωματώνεται στο λόγο και την ιδεολογία της απριλιανής δικτατορίας. Πιο συγκεκριμένα στόχος της έρευνας είναι να εντοπίσει τη θέση του ιδεολογικού αυτού τριπτύχου στη συνολική ιδεολογία των καθεστώτος και τη σχέση του με άλλα ιδεολογήματα που άντλησε το καθεστώς από το παρελθόν και πρόβαλε προσπαθώντας να διαμορφώσει μια δική του ενιαία και συνεκτική ιδεολογία.
Πρέπει να δειυκρινίσω ότι οι τρεις έννοιες του προς διερεύνηση συνθήματος «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δε εξετάζονται αθροιστικά ή παράλληλα, ως λίγο ή πολύ ανεξάρτητες μεταξύ τους συνιστώσες, αλλά ως αλληλοεξαρτόμενα στοιχεία ενός όλου, μιας ιδεολογικής θέσης και κοινωνικής στάσης, της στάσης του συντηρητικού λόγου. Ο τελευταίος δεν εδράζεται απλά πάνω σε αυτές τις έννοιες-πυλώνες, αλλά στο σημείο που αυτές οι συνιστώσες τέμνονται. Αυτό το σημείο τομής δεν παραμένει σταθερό στο χρόνο, αλλά μεταβάλλεται ακολουθώντας τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες. Ο τρόπος δηλαδή, που η κοινωνία προσέλαβε το περιεχόμενο αυτού του συνθήματος – κατά τη μακρά πορεία συγκρότησης του – άλλαζε ανάλογα με την οπτική κάθε εποχής : από το ηθικό – χριστιανικό χαρακτήρα στον εθνικό – γλωσσικό και στον πολιτικό – αντικομμουνιστικό. Με αυτόν τον τελευταίο χαρακτήρα το πρόβαλλε η μεταξική δικτατορία και το μετεμφυλιακό κράτος. Η δικτατορία του 1967 θα είναι το τελευταίο καθεστώς που θα το διασαλπίσει, με ύφος, συχνότητα και αισθητική που το μετέτρεψαν σε καρικατούρα κι επιτάχυναν την έκπτωσή του. Οι καιροί άλλωστε είχαν αλλάξει.
Η ιστορία ενός συνθήματος
Η πασίγνωστη φράση – σύμβολο, το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», είναι συνδεδεμένο ισχυρά στη συνείδηση των περισότερων από εμάς με τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Ωστόσο, η συνθηματική αυτή φράση δε δημιουργήθηκε μέσα στα όρια εκείνης της περιόδου. Η ιστορία του συνθήματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου και ακολούθησε πολύ σύνθετες διαδρομές.
Η γένεση του συνθήματος – η ηθική αναμόρφωση
Το βιβλίο της Έφης Γαζή «Πατρίς, θρησκεία, οικογένειαΙστορία ενός συνθήματος (1880-1930)» εντοπίζει τη διαμόρφωση του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»και την αποκρυστάλλωση των νοημάτων και του περιεχομένου του στην περίοδο μεταξύ των ετών 1880-1930.
Η προβολή και η νοημοδότηση των λέξεων – εννοιών που εμπερικλείει η συγκεκριμένη συνθηματική φράση έχει τις απαρχές στα τέλη του 19ου αι στη δράση των λεγόμενων «χριστιανών – αναμορφωτών». Πρόκειται για κληρικούς ή λαϊκούς οι οποίοι κινούμενοι έξω από τους επίσημους κρατικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς – και συχνά σε σύγκρουση μαζί τους – διατύπωσαν έναν ανανεωμένο χριστιανικό λόγο με στόχο την ηθικοποίηση και ανάπλαση της ελληνικής κοινωνίας. Κεντρική μορφή υπήρξε ο αμφιλεγόμενος στοχαστής Απόστολος Μακράκης, γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε μια ομάδα μαθητών – οπαδών.
Το αναμορφωτικό τους όραμα, όπως προβάλλεται στις σελίδες του πιο σημαντικού περιοδικού της περιόδου, «Ανάπλασις», εντοπίζεται στην διαπίστωση της «ηθικής κρίσης» της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι αποτέλεσμα της διάδοσης των «υλιστικών ιδεών». Η υπέρβαση αυτής της κρίσης και η θωράκιση της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διάδοσης και επικράτησης των χριστιανικών αξιών, οι οποίες αφού εδραιωθούν πρώτα στην οικογένεια – το βασικό κύτταρο της κοινωνικής ζωής – θα επικρατήσουν και στην κοινωνία, ώστε να επιτευχθεί η αναμόρφωση του έθνους. Έτσι για πρώτη φορά προβάλλεται η τριπλή ενότητα εννοιών ως προϋπόθεση μιας «υγιούς ζωής», δηλαδή η σύνδεση της Πατρίδας με την οικογένεια διαμέσου της θρησκείας :
«Ἐκ τῆς οἰκογενείας γεννῶνται τῆς πατρίδος ἡ τάξις, τὸ μεγαλεῖον, ἡ εὐδαιμονία. Ἡ οἰκογένεια δίδει εἰς τὸἔθνος τὴν ζωτικότητα καὶ προκατασκευάζει τὰ εἰς τὴν ὑπεράσπισιν αὐτοῦ δυνάμεις. Πατρὶς καὶ οἰκογένεια εἶναι στενὼς συνδεδεμέναι, ἡἑτέρα εἰσχωρεὶἐν τῇἑτέρᾳ.[…] Ἡἕνωσις ἐν τῇ εὐτυχίᾳ τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς πατρίδος ἐξηγεῖται εὐκόλως, διότι ἀμφότεραι ἔχουσιν ἀνάγκην τῶν ἰδίων ἀρετῶν, τῶν αὐτῶν νόμων […] ἀλλ’ ἡὑγιὴς ζωὴ τῆς οἰκογένειας βάσιν ἔχει ἀναγκαίαν τὴν θρησκείαν».
Η ηθική αναμόρφωση ως εθνική αναμόρφωση
Ο λόγος αυτός άρχισε να βγαίνει από το περιθώριο των μικρών παρα-εκκλησιαστικών ομάδων και να υιοθετείται από μεγαλύτερα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας από τις αρχές του 20ου αι. ως αντίδραση στην εξάπλωση νεωτερικών ιδεών, όπως ο σοσιαλισμός, ο δαρβινισμός, ο φεμινισμός, ο δημοτικισμός.Οι ιδέες αυτές δαιμονοποιήθηκαν και προβλήθηκαν ως θανάσιμη απειλή κατά των αξιών και της ίδιας της υπόστασης της οικογένειας, της θρησκείας, της ηθικής και του Έθνους προκαλώντας στα πιο συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ένα αίσθημα «ηθικού πανικού». Κομβικό σημείο στο οποίο εκφράστηκε πιο συγκροτημένος ο συντηρητικός λόγος ήταν η αντίδραση στην γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση η οποία αμφισβήτησε για πρώτη φορά τα θεμέλια της εθνοθρησκευτικής εκπαίδευσης που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο από το 19ο αι και εισήγαγε καινοτομίες όσον αφορά τη γλώσσα, τις έμφυλες σχέσεις, τις παιδαγωγικές μεθόδους και το περιεχόμενο της διδασκαλίας.
Κορυφαία και ενδεικτική έκφραση αυτής της αντίδρασης ήταν η υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου, που ξέσπασε το 1911 και οδήγησε σε μια θυελλώδη δίκη στο Ναύπλιο το 1914. Μέσα από τη σφοδρή αντιπαράθεση με τους μεταρρυθμιστές εκπαιδευτικούς με επίκεντρο το γλωσσικό ζήτημα συγκροτήθηκε ένα δίπολο αντίθεσης : χριστιανοί που υπερασπίζονται τις αξίες και εθνικά ιδεώδη από τη μια και «άθεοι μαλλιαροί» οι οποίοι στρέφονταν κατά «των πατρίων, της θρησκείας και της γλώσσης ημών». Έτσι το όραμα ηθικής αναμόρφωσης μετασχηματίζεται σε όραμα εθνικής αναμόρφωσης.
Ο εθνικός – αντικομμουνιστικός προσανατολισμός
Δέκα χρόνια αργότερα και ενώ έχει μεσολαβήσει η Οκτωβριανή επανάσταση και ο πανικός που η εδραίωσή της προκάλεσε στα αστικά καθεστώτα, ο συντηρητικός λόγος των χριστιανών – αναμορφωτών προσλαμβάνει έναν αντικομμουνιστικό προσανατολισμό. Ο «μαλλιαρισμός» και ο «σωφραζετισμός» συνδέθηκαν τώρα άμεσα με το μπολσεβικισμό ως διαφορετικά πρόσωπα του ίδιου κακού. Τα Μαρασλειακά του 1925 υπήρξαν το κρεσέντο αυτής της νέας φάσης. Η χρήση της δημοτικής στη διδασκαλία, οι «ελευθεριάζουσες» παιδαγωγικές μέθοδοι, οι «αντεθνικές» ιδέες του Δελμούζου και η σκανδαλώδης ανάθεση της διδασκαλία της ιστορίας σε γυναίκα (Ρόζα Ιμβριώτη), η οποία επιπλέον ήταν ύποπτη για φιλομπολσεβικισμό, πυροδότησαν μια ακραία πολεμική, φλογερά άρθρα και αιχμηρά σχόλια, συκοφαντίες, καταγγελίες έρευνες, ανακρίσεις.
Την περίοδο αυτή του μεσοπολέμου η αντιπαράθεση και η ήττα των μεταρρυθμιστών ενίσχυσε τους φορείς του συντηρητικού λόγου και διαμόρφωσε ένα ευρύ μέτωπο ομάδων και προσωπικοτήτων που δραστηριοποιούνταν με λάβαρα «την πατρίδα, τη θρησκεία, τη γλώσσα και την οικογένεια» έναντι των υπονομευτών «μαλλιαροκομμουνιστών». Σε αυτό πρωτοστατούν χριστιανικοί σύλλογοι που μάχονταν για «την καταπολέμησιν των εχθρών και διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας, της ηθικής, της ιδιοκτησίας, της εθνικής συνειδήσεως, της πατρίδος», αδελφότητες, όπως «Η Ζωή», που γεμίζει την Ελλάδα με κατηχητικά σχολεία, καθηγητές του Πανεπιστημίου κυρίως της θεολογικής και φιλοσοφικής σχολής, αντικομμουνιστικά σχήματα και αντεργατικές οργανώσεις, εταiρίες και σύλλογοι, όπως ο «Ελληνισμός» και εφημερίδες, όπως ο Κήρυξ ή το Σκριπτ.
Προς τη δικτατορία του Μεταξά
Σε πολιτικό επίπεδο το τρίπτυχο σταδιακά ενσωματώνεται στον πολιτικό λόγο συντηρητικών διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών. Η κόπωση που έχει επιφέρει ο μακροχρόνιος αδιέξοδος διχασμός βενιζελικών και αντιβενιζελικών / συντηρητικών, η είσοδος στη Βουλή – για πρώτη φορά – 15 κομμουνιστών βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου και η έξαρση εργατικών κινητοποιήσεων με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το 1936 μετατόπισαν το πολιτικό διακύβευμα από την έως τότε αντίθεση δημοκρατικών / βενιζελικών και βασιλικών / αντιβενιζελικών σε ένα νέο αντιθετικό ζεύγος που από τη μια είναι
«ἡ μεγάλη πλειονότης τοῦἑλληνικοῦ λαοῦἡὁποία ἐμμένουσα εἰς τάς μακραίωνας ἐθνικὰς παραδόσεις καὶ πιστεύουσα εἰς τὰ σύμβολα τῆς πατρίδος, τῆς θρησκείας, τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς ἠθικῆς,[…] Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰν ὑπάρχει ἡ μειονότης, ἡἔχουσα ὡς σημαίαν τὴν κοινωνικὴν ἀνατροπήν, τὸ ποδοπάτημα τῶν ἱερῶν τῆς φυλῆς συμβόλων, τὴν διάλυσιν τῆς οἰκογενείας, τὴν κατάλυσιν τῆς θρησκείας, συγχέουσα τὴν πρόοδον πρὸς τὴν ἔκλυσιν, τὴν ἀποχαλίνωσιν καὶ τὴν διαφθορὰν».
Το παραπάνω απόσπασμα από το τελευταίο άρθρο – πολιτική υποθήκη του αρχηγού του Λαϊκού κόμματος Παναγή Τσαλδάρη στις 16 Μάη του 1936 εισάγει το νέο κεντρικό αντιθετικό ζεύγος το οποίο οικοδομείται με βάση το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στους «εθνικόφρονες» και τους κομμουνιστές. Ο όρος «εθνικοφροσύνη» διαμορφώνεται αυτή τη δεκαετία του ‘30, για να δηλώσει την αστική συνείδηση, η οποία επιδίωκε να άρει τον διχασμό του αστικού κόσμου (μακροχρόνια σύγκρουση βενιζελικού και αντιβενιζελικού κόσμου) και να τον ενώσει μπροστά στον κίνδυνο του ανερχόμενου κομμουνισμού. Καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση αυτής της στάσης υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις βενιζελικών και Παλλαϊκού Μετώπου για τη συγκρότηση του προεδρείου της Βουλής (Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα), γεγονός που στηλιτεύτηκε από το συντηρητικό τύπο και προκάλεσε έντονη ανησυχία για το μέλλον του ελληνικού αστικού συστήματος.
Το αίτημα για υπέρβαση των διχαστικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων του αστικού κόσμου (βενιζελικών και αντιβενιζελικών) και η ένωση «των υγιώς σκεπτόμενων Ελλήνων» με στόχο τη λήθη του τραυματικού διχαστικού παρελθόντος και την εθνική ανάταση μέσω μιας αντικοινοβουλευτικής – αλλά αναγκαίας – εθνικής δικτατορίας, κέρδιζε έδαφος στο χώρο του αστικού τύπου και πολλών πολιτικών. Μια τέτοια ανάταση εθνική θα στηριζόταν στις υγιείς παραδοσιακές ελληνικές αξίες, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η εργατικότητα, η ηθική, η πατρίδα.
Η άνοδος εθνικοσοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη συνηγορούσε σε αυτήν την κατεύθυνση. Το ίδιο και η δράση μιας πανσπερμίας εθνικιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών ομάδων με σημαντικό αριθμό μελών, οι οποίες συγκροτούνταν κάτω από την έλξη του χιτλερικού ή μουσολινικού προτύπου και υπερασπίζονταν «την πατρίδα, τη θρησκεία και τις εθνικές και κοινωνικές παραδόσεις, που κλονίζονταν απ’ όσους απεργάζονταν την αναρχία». Η απήχηση αυτών των ομάδων, οι οποίες στρατολογούσαν μέλη από παλιούς πολεμιστές, εφέδρους και νεολαία, οφείλεται τόσο στην «κοινωνική σαπίλα, το ηθικόν χάος, την οικονομική αναρχία και τέλος την πολιτική διαφθορά» που κατήγγειλαν, όσο και στη στήριξη που είχαν από τον αστικό συντηρητικό κόσμο και ιδιαίτερα τον τύπο. Η αυξημένη επιρροή αυτών των ομάδων καθώς και η οικοδόμηση του ιδεολογικού τους πυρήνα στο τρίπτυχο «πατρίς θρησκεία οικογένεια» είναι αναμφισβήτητη. Στα εγκαίνια του κέντρου της πιο σημαντικής από αυτές, της ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς) στη Θεσσαλονίκη, απευθύνει χαιρετισμό βασικό στέλεχος των βενιζελικών ο Στ. Γονατάς, ως Γενικός Διευθυντής Μακεδονίας :
«…Σεις σκηνώθητε και εργάζεσθε με το ωραίον πρόγραμμα του καταστατικού σας δια την εξύψωσιν του εθνικού φρονήματος και της φιλοπατρίας και αμύνεσθε κρατερώς κατά των υποσκαπτόντων τα θεμέλια της ελληνικής πατρίδος , θρησκείας και οικογενείας… ».
Έτσι οι έννοιες «πατρίς θρησκεία οικογένεια» μετατρέπονται σε συνεκτικά στοιχεία της αστικής εθνικιστικής ιδεολογίας της δεκαετίας του ‘30 : Σύμφωνα με αυτήν η κρίση του κοινοβουλευτισμού και η παρακμή που επέφερε το κομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα θα ξεπεραστεί μέσα από τη δράση των «αληθινών Ελλήνων», των αρίστων και μη πλανημένων (από τα κομματικά τερτίπια και συνθήματα), οι οποίοι μέσα στις δύσκολες συνθήκες του κομματισμού διατήρησαν αμείωτη την πίστη τους στα εθνικά πεπρωμένα και οι οποίοι έχουν ως υπέρτατες αξίες την εργασία, την Ελλάδα, την ηθική, την ευπρέπεια και την τάξη.
Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό τρίπτυχο στηρίχτηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η υπέρβαση των δεινών που συσσώρευσε ο διχασμός και ο κομματισμός θα επέλθη μέσω της λησμοσύνης και της αναστήλωσης του εθνικού φρονήματος. Η επιστροφή στην ελληνικότητα σημαίνει ότι οι διαρκείς αξίες, όπως χαρακτήρισε ο Μεταξάς τη θρησκεία, το έθνος, την οικογένεια θεωρήθηκαν αδιαμφισβήτητες και «ετέθησαν εκτός συζητήσεως». Οι αξίες αυτές αποτελούν κεντρικά στοιχεία του χαρακτήρα του «πραγματικού Έλληνα» ενός διαχρονικού προσώπου και λαού που γέννησε δύο σημαντικούς πολιτισμούς, τον αρχαίο και τον βυζαντινό και τώρα επανακάμπτοντας στις ίδιες παραδοσιακές αρχές θα οδηγήσει στον τρίτο ελληνικό πολιτισμό. Η πατρίς, η θρησκεία και η οικογένεια αποτελούν βασικούς πυλώνες αυτής της νοητής κατασκευής, ως σύμφυτες ιδιότητες αυτής της οντότητας. Η δικτατορία του 1936 θα είναι το πρώτο καθεστώς που θα διακηρύξει και θα επισημοποιήσει αυτή ή φράση ως στοιχείο της κρατικής εθνικής ιδεολογίας, όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά στη ομιλία του δικτάτορα Ι. Μεταξά κατά την επίσκεψή του στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία στις 31 Ιουνίου του 1937 :
«Χρειάζονται δύο πράγματα διὰ να φέρετε εἰς πέρας τὸἔργο τοῦτο: Πίστις πρὸς τὰ μεγάλα ἰδανικὰ τῆς Πατρίδος, τῆς θρησκείας καὶ τῆς οἰκογένειας καὶἀγάπη καὶἀφοσίωσις πρὸς αὐτὰ».
Το αντικειμενο τησ ερευνασ :
«Το πιστευω μασ»
Λόγοι επιλογής του συγκεκριμένου έργου
Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να εντοπίσει τις τρεις αυτές έννοιες και να ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο «συγκολλήθηκαν» και νοημοδοτήθηκαν στο λόγο της δικτατορίας. Και ο λόγος αυτός στην επίσημη εκδοχή του συμπυκνώνεται στο οκτάτομο έργο του Γεωργίου Παπαδόπουλου «Το Πιστεύω μας». Η επιλογή του συγκεκριμένου έργου ως αντικειμένου μελέτης βασίστηκε σε δύο παράγοντες : την αδιαμφισβήτητα ηγετική θέση του Γ. Παπαδόπουλου σε όλη σχεδόν την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (από την επιβολή της έως και το 1973 λίγο πριν την πτώση της) από τη μια και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν ένα είδος «Ευαγγελίου» της Χούντας.
Ως προς το πρώτο μπορούμε να πούμε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος υπήρξε γέννημα των ανώμαλων πολιτικά περιστάσεων που έζησε η χώρα από την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά έως και τη δεκαετία του 60. Αξιωματικός της Ευελπίδων τη Μεταξική περίοδο, με συμμετοχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, αλλά και [ όπως υποστηρίζεται από μελετητές – στα τάγματα ασφαλείας που δημιούργησαν οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο της Κατοχής, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΙΔΕΑ τον Απρίλιο του 1944, και υπηρέτησε σε καίριες θέσεις στο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς : στρατοδίκης στην πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη το 1951, στέλεχος της ΚΥΠ από το 1959 έως το 1964, γραμματέας της επιτροπής του Σχεδίου «Περικλής» το 1961, διευθυντής του 3ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ το 1966. Η δημοσιογραφική έρευνα έχει τεκμηριώσει την ηγετική του θέση στα πλαίσια μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Λαδάς κ.ά.) που δρούσε παρασκηνιακά όλη τη μετεμφυλικακή περίοδο. Το «Σαμποτάζ του Έβρου», το οποίο σκηνοθετήθηκε από τον Παπαδόπουλο στα πλαίσια αυτής της συνωμοτικής του δραστηριότητας, θεωρήθηκε ως πρελούδιο του μετέπειτα πραξικοπήματος. Ο καθοδηγητικός του ρόλος στα πλαίσια της συνωμοτικής του ομάδας τόσο στο σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, όσο και στα χρόνια της επιβολής της δικτατορίας υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Διατέλεσε Υπουργός Προεδρίας στην πρώτη χουντική κυβέρνηση, αργότερα Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακόμη και Αντιβασιλέας.
Από την άλλη τα ίδια τα χαρακτηριστικά του έργου το καθιστούν ένα είδος ιδεολογικού και πολιτικού μανιφέστου της Δικτατορίας. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εμπερικλείει το σύνολο της πολιτικής δράσης και επικοινωνίας του δικτάτορα. Η επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου, «Το Πιστεύω μας», υποδηλώνει την προβολή του έργου ως ένα είδος επίσημου ιδεολογικού και πολιτικού μανιφέστου-διακήρυξης του καθεστώτος, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από το φορέα έκδοσης του έργου, τη Γενική Διεύθυνση Τύπου του Υπουργείου Προεδρίας, όσο και από το γεγονός της δωρεάν διανομής του σε σχολεία, στρατό και δημόσιες υπηρεσίες. Στον ίδιο σκοπό συντείνουν και η ποιότητα, το ύφος και η εικονογράφηση της έκδοσης, τα οποία παραπέμπουν στην αισθητική της Χούντας και στην εικόνα ενός «λαϊκού» βιβλίου για τη βιβλιοθήκη.
Παρουσίαση του έργου
Συνολικά, το έργο αποτελείται από 336 κείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν λόγους, δηλώσεις, μηνύματα, συνεντεύξεις, διαγγέλματα, ημερήσιες διαταγές, εγκυκλίους, επιστολές, τηλεγραφήματα και χαιρετισμούς, όλα χρονολογικά ταξινομημένα. Ένας μεγάλος αριθμός από αυτά είναι ομιλίες προς τις παραγωγικές τάξεις και τις επαγγελματικές ομάδες (εφοπλιστές, βιομηχάνους, εμπόρους, βιοτέχνες, αγρότες, δευτερευόντως, τους εργάτες) τις οποίες προσπαθεί να προσεταιριστεί. Πολύ συχνά επίσης, ο δικτάτορας απευθύνεται συχνά στους δημοσίους υπαλλήλους διαφόρων υπηρεσιών και υπουργείων στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αναδιοργάνωσης και εξυγίανσης του δημόσιου τομέα. «Το Πιστεύω μας» περιλαμβάνει, ακόμη, λόγους από διάφορα εγκαίνια δημοσίων έργων και διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό, συνήθως με την αφορμή της παρουσίασης του έργου της κυβέρνησής του ή εθνικών επετείων, όπως η νίκη στο «συμμοριτοπόλεμον» και η «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Σε ανάλογες περιπτώσεις απευθύνεται και σε αξιωματικούς του στρατού ή σε απόμαχους στρατιώτες. Ένα σημαντικό τμήμα του έργου καλύπτεται από συνεντεύξεις σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους με τις οποίες προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα της κυβέρνησής του στο εξωτερικό και να εκμεταλλευθεί τη δύναμη του τύπου για προπαγανδιστικούς λόγους στο εσωτερικό. Τέλος, ένα τμήμα του έργου του περιλαμβάνει διάφορα τηλεγραφήματα που ο δικτάτορας έστελνε σε ηγέτες άλλων κρατών στα πλαίσια της καθιερωμένης διπλωματικής πρακτικής.
Κάποιες δυσκολίες
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η πρώτη δυσκολία προσπέλασης του υλικού προέρχεται από τον τεράστιο όγκο ενός έργου οκτώ τόμων 200 περίπου σελίδων ο καθένας. Οι δυσχέρειες επιτείνονται από την ανομοιογένεια του περιεχομένου του, αφού περικλείει κείμενα που λειτουργούν σε διαφορετικά επικοινωνιακά πλαίσια με διαφορετικούς αποδέκτες και στόχους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η επικοινωνιακή περίσταση και η ιστορική συγκυρία κάθε κειμένου. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, πρόβλημα της μελέτης του λόγου του δικτάτορα συνδέεται με το ίδιο το περιεχόμενό του, το οποίο – όπως θα δούμε στη συνέχεια της έρευνας – αποτελεί ένα αμάλγαμα αποσπασματικών και ετερόκλιτων ιδεών του πρόσφατου παρελθόντος, τις οποίες ο Παπαδόπουλος αναπαράγει, μορφώνοντας, εντέλει, μια πολυσυλλεκτική, μη συγκροτημένη ιδεολογία. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η δυσκολία η οποία απορρέει από την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης έρευνας, επειδή αυτή δεν αναφέρεται γενικά στην ιδεολογία της δικτατορίας αλλά εστιάζει σε μια συγκεκριμένη και απαιτητική οπτική: τη λειτουργία του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στον επίσημο λόγο της απριλιανής περιόδου.
Βασική βιβλιογραφία
Η παρούσα εργασία έχει ως αφετηρία την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια : Ιστορία ενός συνθήματος (1880-1930)», με το οποίο η επίκουρος καθηγήτρια Έφη Γαζή συμπληρώνει σημαντικά κενά στη μελέτη της ιδεολογικής συγκρότησης του ελληνικού συντηρητισμού. Η μελέτη, σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα, εστιάζει στη λεγόμενη «γλωσσική» ή «λογοθετική» σύλληψη της ιδεολογίας». Σ’ αυτό το πλαίσιο οι τρεις έννοιες αντιμετωπίζονται ενιαία ως μια συνθηματική φράση, η οποία ορίζεται ως ο κεντρικός λόγος της συντηρητικής ιδεολογίας, ως «κωδικοποίηση» ορισμένων βασικών εννοιών που κυριάρχησαν στις ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις μιας περιόδου που έχει τις απαρχές της στα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι και τη δεκαετία του 1930». Η συγγραφέας δεν παρακολουθεί την περίοδο που το σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική ζωή, αλλά την περίοδο που αυτό συγκροτείται (1880-1930).
Χρήσιμες πληροφορίες για τη σύγκρουση με αντικείμενο της γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθυμιση αντλούνται και από το πρόσφατα εκδοθέν βιλίο της Μαρίας Ρεπούση, «Τα Μαρασλειακά 1925 – 1927»,από τις εκδόσεις «Πόλις». Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της διαμάχης που ξέσπασε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο τον Μάρτιο του 1925 και απασχόλησε την κοινή γνώμη και τον πολιτικό κόσμο για μια κρίσιμη διετία. Η αφετηρία της αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η Ρόζα Ιμβριώτη φερόταν να διδάσκει την Επανάσταση του 1821 και γενικά το μάθημα της Ιστορίας. Θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις παγιωμένες απόψεις περί εθνικής ταυτότητας και λειτουργώνταςαπειλητικά για τα κυρίαρχα εθνικά, πολιτειακά και έμφυλα σχήματα.
Μια σημαντική μελέτη της συντηρητικής σκέψης στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ’30 αποτελεί το βιβλίο «Από το λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων, Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922 – 1967». Με το οποίο η ακαδημαϊκός Δέσποινα Παπαδημητρίου αναλύει και παρουσιάζει τις συντεταγμένες της συντηρητικής σκέψης από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών αναλύοντας ιδιαίτερα τη διαμόρφωση της έννοιας της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνσιμού, κεντρικών στοιχείων της ιδεολογίας της Δεξιάς.
Για την κατανόηση της ιδεολογίας της Δικτατορίας πολύ χρήσιμο εργαλείο ήταν ο συλλογικός τόμος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση. Μέσα από την πληθώρα των άρθρων που περιλαμβάνει καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα θεματικών που αφορούν τον ιδεολογικό λόγο του καθεστώτος. Ιδιίτερα χρήσιμα για τη συγκεκριμένη θεματική υπήραξν τα άρθρα του Αριστόβουλου Μάνεση, του Δημήτρη Χαραλάμπη, του Δημήτρη Σωτηρόπουλου και της Δέσποινας Παπαδημητρίου.
Τέλος, ο τόμος Ιστ της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους παρέχει όχι μόνο χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες για την μεταπολεμική περίοδο αλλά και άρθρα, όπως αυτό του Θανάση Διαμαντόπουλου που βοηθούν στην κατανόηση της φυσιογνωμίας του απριλιανού καθεστώτος.
η μεθοδοσ τησ ερευνασ : αναλυση του περιεχομενου
Για την εξέταση των ερευνητικών υποθέσεων σχετικά με τον εντοπισμό και τη λειτουργία του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στο λόγο του Παπαδόπουλου χρησιμοποίησα από μεθοδολογική άποψη την ανάλυση του περιεχομένου (α.τ.π.), η οποία προσπορίζει εγγυήσεις αντικειμενικότητας και εγκυρότητας. Ανάμεσα στα άλλα, η ανάλυση περιεχομένου ως ερευνητική μέθοδος μπορεί να διαχειρισθεί μεγάλο όγκο δεδομένων, όπως στην περίπτωσή του οκτάτομου έργου του δικτάτορα, είναι συστηματική και επιτρέπει την ανίχνευση τάσεων.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ανάλυση περιεχομένου ως τεχνική έρευνας που στόχο έχει να οδηγηθεί ο ερευνητής σε επαληθεύσιμα και έγκυρα συμπεράσματα που προκύπτουν από γραπτά κείμενα ή εικόνες, ταινίες κ.ά. Η α.τ.π. συνίσταται στην ταξινόμηση των στοιχείων ενός κειμένου (λέξεων, φράσεων, παραγράφων κ.ά.) σ’ ένα ορισμένο αριθμό κατηγοριών εκ των προτέρων καθορισμένων. Ο προσδιορισμός αυτών των κατηγοριών προϋποθέτει μια συστηματοποίηση a priori, δηλαδή τη διατύπωση ενός συνόλου συνδυασμένων υποθέσεων. Επομένως, ο τρόπος ανάλυσης του περιεχομένου είναι περισσότερο εμπειρικός. Στη συγκεκριμένη έρευνα προσδιόρισα τις κατηγορίες από μια πρώτη – δειγματολογική ανάγνωση του υλικού (λόγω του τεράστιου όγκου του) και τη διατύπωση αρχικών υποθέσεων. Στη συνέχεια – κατά την αναλυτική μελέτη του έργου – κατέγραψα αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία αποσπάσματα των ομιλιών. Από αυτά επέλεξα τις πλέον αντιπροσωπευτικές αναφορές. Κατά τη μελέτη των ομιλιών υπήρξαν περιορισμένες αναθεωρήσεις ως προς την κατηγοριοποίηση και τις υποκατηγορίες, η οποία επιβλήθηκε από νέα στοιχεία που δεν ήταν δυνατόν να προσεχθούν κατά την πρώτη δειγματολογική έρευνα.
Η αχρονικη προσεγγιση του εθνουσ
«Ἑλλάς, παρουσίαν ἀναλλοίωτον διαμέσου τρισχιλιετοῦς ἱστορίας»: η μεταφυσική του έθνους
Κομβικό σημείο αναφοράς του παπαδοπουλικού λόγου αποτελούν οι έννοιες «Ελλάδα», «Έλληνας» και « Έθνος». H πληθωρική και διάχυτη παρουσία στο έργο αυτών των όρων ή λέξεων παράγωγων ή σύνθετων, που εμπεριέχουν αυτές τα έννοιες – στην αρχή, στις αποφωνήσεις, και κυρίως στην επιχειρηματολογία και στο περιεχόμενο των ομιλιών – προσδίδει στο λόγο έναν πατριωτικό / εθνικιστικό χαρακτήρα. Η «Ελλάς» είναι η αφετηρία, το κέντρο, ο απώτερος στόχος και το όραμα το οποίο νομιμοποιεί την «Εθνική Επανάσταση» / «Εθνεγερσία της 21ης Απριλίου» και υπηρετείται από το «εθνοσωτήριο έργον» της «Εθνικής Κυβερνήσεως» :
«Τὸὅραμα εἶναι ἕνα. Εἶναι γνωστόν, εἶναι ἐπιβεβλημένον, εἶναι τὸὅραμα Ἑλλάς. Πρὸς αὐτὸ πρέπει να κατατείνωμεν. Αὐτὸ πρέπει να πραγματώσωμεν. Ἑλλάδα τῆς Ἑλλάδος. Ἑλλάδα ἡὁποία θὰ εἶναι διὰ τοὺς Ἕλληνας ἡ ζωὴν τῶν. Θὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν».
«Ἐκεῖνο τὸὁποῖο ἰδιαιτέρως ἤθελα να ἐπισημανῶ εἶναι τοῦτο : Ἡἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα, ὄχι μόνον αὐτῶν ποῦἐμνημονεύθησαν, ὄχι μόνον αὐτῶν που ἀναγράφῃἡἹστορία μας, ὄχι μόνον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἀλλὰἡἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα εἰς οἰανδήποτε περίπτωσιν, εἶναι ἡ μόνη δύναμις, ἡ μόνη ἀρχή, ἡ μόνη ἰδέα».
«Ὅλων εἶναι Πατρὶς ἡ Ἑλλάς! Ὅλων ἡ ψυχὴ πάλλει ἐντόνως πρὸ τοῦ συμβόλου τῆς Σημαίας μας! Ὅλων αἱ δυνάμεις εἰς Αὐτὴν ἀνήκουν καὶ ὑπὲρ Αὐτῆς, ἐὰν κινδυνεύσῃ, θὰ προσφερθοὺν χωρὶς καμμίαν σκέψιν».
Έθνος και λαός
Πρέπει, επίσης, να προσέξουμε ότι η έννοια του Έθνους δεν ταυτίζεται με την πολιτική έννοια του λαού, η οποία παραγκωνίζεται και εκπίπτει. Αν και αυτός ο όρος συναντάται συχνά στις ομιλίες και στα διαγγέλματα περισσότερο χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την υποτιθέμενη αποδοχή του καθεστώτος από τους πολίτες. Ο «εθνικά ύποπτος» λαός, με τις αδυναμίες, τα ελαττώματά του, την έλλειψη πολιτικής αγωγής, συχνά «παρασύρεται» και απομακρύνεται από τα εθνικά πεπρωμένα. Για αυτό χρειάζεται καθοδήγηση, έναν αυστηρό και συνάμα στοργικό «πατέρα» – ηγέτη, που θα τον προστατεύει και θα τον επαναφέρει στον εθνικό δρόμο. Ακολουθώντας μια πατερναλιστική στάση, δικτάτορας αντιμετωπίζει το λαό ως αδύναμο, εύπιστο, διαβρωμένο και εύκολα εξαπατώμενο παράγοντα και τους πολίτες ως «πρόβατα» που χρειάζονται τον «τσοπάνο» με τα «τσοπανόσκυλά» του, σύμφωνα και με την αποκαλυπτική αναλογία που χρησιμοποιεί, για να δικαιολογήσει του περιορισμούς λαϊκών ελευθεριών στο «Σύνταγμά» του :
«Δεν ξέρω ἐὰν εἰς τὴν χώραν σᾶς ἔχετε πρόβατα μὲ στάνη. Ἀλλὰὁ τσοπάνος διατηρεὶ τὰ τσοπανόσκυλα ὄχι μόνον ὅταν ὑπάρχῃ κλέφτης, ἀλλὰ καὶὅταν ἀπειλῆται κλοπή. Ἑπομένως ἀφήσατε να καθαρίσωμεν τὴν κατάστασιν, ὥστε να μὴἀπειλῆται διὰ τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν «κλοπὴὀπωρῶν» περὶ τὴν δημοσίαν τάξιν καὶἀσφάλειαν».
Η αδιάσπαστη τρισχιλιετή συνέχεια
Σε αντίθεση με τον ευμετάβολο και αδύναμο λαό, το ιδανικό «Ελλάς» προβάλλεται ως μια μεταφυσική οντότητα, η οποία παραμένει αμετάβλητη μέσα στους αιώνες, πέρα και έξω από την κάθε φορά ιστορική πραγματικότητα. Η ουσιοκρατική αυτή θεώρηση του έθνους παραβλέπει την έννοια της χρονικότητας και ιστορικότητας. Η «Ελλάς» σύμφωνα με το δικτάτορα, δεν είναι ο λαός, αλλά μια μεταφυσική ύπαρξη, «παρουσίαν αναλλοίωτον διαμέσου τρισχιλιετούς ιστορίας» η οποία συνεχίζει τη σταθερή της πορεία μέσα στο χρόνο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και προς το μέλλον. Αυτή η έννοια «τῆς ἀθανασίας τῆς Ἑλλάδος» και «τὸ ἀειθαλὲς τοῦ δέντρου που λέγεται Ἑλλὰς» στηρίζεται σε δύο πυλώνες : τη βιολογική / αιματολογική συνέχεια της φυλής και την πολιτιστική συνέχεια, που εξασφαλίζει η παιδεία των Ελλήνων:
«Ἐὰν ὑπῆρξε Ἔθνος, ὑπῆρξε διότι βιολογικὼς αἱ δυνάμεις τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μετεδίδοντο ἀπὸ τοὺς προγόνους εἰς τοὺς ἐπιγόνους καὶ διότι ὑπήρξς ἰσχυρὰἡ σύνδεσις μεταξὺἀπερχομένων καὶἐπερχομένων διδασκάλων τοῦἜθνους. […] Ἀλλὰἡἑλληνικὴ φυλὴἔζησε τόσον μακρὸν δρόμον εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς καὶἀπέδειξεν ὅτι ἔχει τόσην δύναμιν, ὥστε να ἠμπορὼ να διαβεβαιώσω ὑμᾶς σήμερον καὶ δι`υμὼν τάς μελλούσας γενεάς, ὅτι δεν ἐπρόκειτο να ἀποθάνῃ. Διότι βιολογικὼς μὲν ἡ δύναμις τῆς παραμένει ἀπὸἝλληνα εἰς Ἕλληνα, εἰς τὴν ἐκπαίδευσιν δὲ παραμένει ὡς παράδοσις ἀπὸ τοὺς διδασκάλους εἰς τοὺς διδασκάλους”.
Η σκυταλοδρομία : το παρελθόν ως δέσμευση
Η διαχρονικότητα του ιδανικού «Ελλάς» αρκετά συχνά αισθητοποιείται με την εικόνα μιας σκυταλοδρομίας, στην οποία η «εθνική ουσία» εν είδει σκυτάλης μεταβιβάζεται από τις διαδοχικές γενιές – σκυταλοδρομείς. Η χρήση της συγκεκριμένης αναλογίας – σχήμα το οποίο αρέσκεται να επικαλείται ο δικτάτορας – εμφανίζει την ιστορική εξέλιξη ως μια αδιατάρακτη γραμμική πορεία, χωρίς μεταβολές, οπισθοδρομήσεις ή παρεκκλίσεις και επιβάλλει το παρελθόν ως καθήκον, δεσμευτικό πρότυπο, το οποίο οι νέοι ακολουθούν πιστά και απαρέγκλιτα, ως ένας ακόμη κρίκος στη διαγενεακή αλυσίδα του έθνους :
«Ἀλλὰ δεν νομίζω ὅτι εἶναι δυνατὸν να ὑπάρξῃἐρώτημα “ἐὰν θελωμεν”. Ἐγεννήθημεν διὰ να μεταφέρωμεν τὴν δᾴδα, τὴν ὁποία παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, τὴν δᾴδα τοῦ πνεύματος πρὸς τὰἐμπρός, πρὸς τοὺς ἐπιγόνους».
Κατά αυτή την έννοια η παράδοση – και γενικότερα το εθνικό παρελθόν – ειδωλοποιείται ως άφθαρτη και αδιαφοροποίητη στο πέρασμα του χρόνου και ως εκ τούτου μοναδική σε σύγκριση με άλλες παραδόσεις και πολιτισμούς :
«Οὐδεὶς ἄλλος ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ πλανήτου ἔχει τῇ δυνατότητα ἀναφορὰς εἰς τόσον εὐρὺ φάσμα, διὰ να τοποθετήση καὶ να προσδιορίση τὸ ἰδανικόν. Ὁ Ἕλλην ἔχει μόνον αὐτὴν τὴν εὔνοιαν τοῦ θεοῦ».
Ποιοι είναι, όμως οι «Έλληνες» στους οποίους απευθύνεται ο δικτάτορας και ποιο το ουσιαστικό περιεχόμενο που προσδίδει στο ιδανικό «Ελλάς»;
Η εθνοκεντρική θεώρηση του Παπαδόπουλου νοηματοδοτείται μέσω της κατασκευής της έννοιας της Ελληνικότητας. Στην περίφημη ομιλία του στους φοιτητές της Θεσσαλονίκης στις 29 Μαρτίου 1968 (αλλά και συχνά σε πολλές άλλες) ο Παπαδόπουλος προβάλει ένα εθνικό ιδανικό, ένα σύνολο διαχρονικά προσδιορισμένων αξιών, σταθερών και αμετάβλητων μέσα στο χρόνο, που συνιστούν την ουσία και την καταξίωση της ελληνικής εθνικότητας και προς το οποίο πρέπει να στρέφεται κάθε Έλληνας. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για μια παροντική κατασκευή του παρελθόντος, με την έννοια της προβολής στο απώτερο παρελθόν των σύγχρονων εθνικών αντιλήψεων και φαντασιώσεων. Η ελληνικότητα ως εθνική φαντασίωση, περιλαμβάνει ηθικά –κυρίως- και πνευματικά – λιγότερο – χαρακτηριστικά που συνδέονται με εθνικά στερεότυπα που συναντάμε στο συντηρητικό λόγο και «αντλούνται» από την (επίσημη) ιστορία και την παράδοση:
«Καὶἡ μορφὴ εἶναι καθάρια καὶ βαθεῖα χαραγμένη εἰς τὴν μνήμην ἡμῶν ὑπὸ τῶν πατέρων μας ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ μνημεῖα ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ καὶ εἰς τὰ κείμενα τοῦ γραπτοῦ λόγου, τὰὁποῖα ἐκφράζουν τὴν ἱστορίαν τοῦἙλληνισμοὺ».
Ο δυναμισμός της φυλής
Ο πρώτος πυλώνας της ελληνικότητας (ο εθνικός / φυλετικός) εδράζεται σε ένα αμάλγαμα ιστορικών στοιχείων τα οποία συνωθούνται σε μια γραμμή που ξεκινά από το Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τον Αλέξανδρο, φτάνει στην ελληνική Επανάσταση του 21 και στο έπος του `40, για να καταλήξει, στο “έπος του Γράμμου-Βίτσι” και στην «Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Η ύλη που συνέχει όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία είναι, ο δυναμισμός της ελληνικής φυλής, η ελληνική λεβεντιά, η φιλοπατρία, ο ηρωισμός, η πολεμική αρετή, η αυτοθυσία, το ελληνικό πνεύμα, η φυσική ευφυία του Έλληνα, και εντέλει ηαδάμαστη ελληνική ψυχή. Επομένως πρόκειται όχι απλώς για ιστορικά, αλλά για φυλετικά, εγγενή χαρακτηριστικά:
«Ἀλλὰἡἑλληνικὴ ψυχὴἤταν πάντοτε τὸὅπλον, εἰς τὸὁποῖον ἐβασίσθη ἡἙλλάς, διὰ να διαδράμῃ τόσες χιλιάδες χρόνια ἱστορικῆς ζωῆς εἰς τὸν κόσμον».
«Ἡ παράτολμος ἀπόφασις των ὑπαγορεύθη ἀπὸ τὴν ἀκατανικήτην πίστιν των εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὴν ζωτικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς».
«Ἐπὶ τῇ εἰσόδῳ εἰς τὸ ἕκτον ἔτος ἀπὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου, ἀπευθύνω τὸν χαιρετισμόν μου πρὸς ὅλους τοὺς Ἕλληνας, ἄνδρας καὶ γυναίκας, πολίτας καὶ στρατευμένους, κατοίκους τῆς ὡραιοτέρας τῶν Πατρίδων καὶ φορεῖς τοῦ Φυλετικοῦ δυναμισμοὺ μας ἀνὰ τὸν κόσμον ὁλόκληρον».
Τα χαρακτηριστικά αυτά της ελληνικής φυλής επιβιώνουν διαχρονικά και επιβεβαιώνονται μέσα από τα σύγχρονα επιτεύγματα του έθνους, τα οποία εμφανίζονται ως συνέχεια και συνέπεια αυτών του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος:
«Ἡἡμέρα αὐτὴἀποτελεῖ τὸν ἐνδοξότερον σταθμὸν τῆς ἱστορίας τοῦ νέου ἑλληνισμοὺ καὶ τὴν ὡραιοτέραν ἀπόδειξιν τῆς ἐθνικῆς συνεχείας. Διότι κατ`αυτὴν αἱὑψηλαὶ παραδόσεις φιλοπατρίας καὶ αὐτοθυσίας, τάς ὁποίας ἐκληρονομήσαμεν ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, κατέστησαν, ὅσον ποτὲἄλλοτε, κινητήριος δύναμις τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς καὶἀπέδωσςν κοσμοϊστορικὴς σημασίας καρποὺς».
«Αὔτη ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, … εἶναι ἡ βασικὴ πηγαία δύναμις τοῦ Ἔθνους, τὴν ὁποίαν ἐὰν κατορθώνωμεν πάντοτε να ἀξιοποιοῦμεν, ἠμποροῦμεν να εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ Ἑλλὰς πράγματί ποτε δεν θὰ πεθάνη καὶ συνεχῶς θὰ προχωρῇ εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὰ πεπρωμένα τῆς»
Εκτός από τα στοιχεία του ηρωισμού ο Παπαδόπουλος επιλέγει να τονίσει εκείνα που καθιστούν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο κοιτίδα του πολιτισμού: την επικράτηση του πνεύματος πάνω στην ύλη, τη δημοκρατία και την ελευθερία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία :
«Ὁ χῶρος ἐπὶ τοῦὁποίου πάντοτε κατὰ τὴν ἱστορικὴν διαδρομὴν τοῦἔθνους, ἐστάθη ἡἙλληνικὴ σημαία, διὰ να ἐπισημοιεὶ τὴν ἐξέχουσαν θέσιν τοῦἔναντι τῶν ἄλλων ἐθνῶν, εἶναι ὁ χῶρος τοῦἙλληνικοῦ πνεύματος».
«Κύριοι, εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητον ὅτι, ἂν ἡ χώρα μας ὑπῆρξεν οἵα ὑπῆρξε μέχρι σήμερον εἰς τὴν ἱστορικὴν τῆς διαρομήν, καὶ ὑπάρχει ὡς ὑπάρχει, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Αὐτὰ παρέμειναν, αὐτὰ ἔμειναν ἀνεξίτηλον ἴχνος τῆς διαβάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αὐτὰ ἐπεσήμαναν καὶ μορφοποιοὺν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὅλος ὁ κόσμος γνωρίζει ὡς Ἑλλάδα σήμερον».
«Εἰς τὴν κοιτίδα αὐτὴν ἐγεννήθησαν ὅλα τὰ πολιτεύματα, τὰὁποῖα χρησιμοποιεὶ σήμερον ὁἄνθρωπος εἰς τὴν ὀργάνωσιν τῶν κοινωνιῶν τοῦ»
«Τὴν δημοκρατίαν ἡμεῖς ἐδημιουργήσαμεν ὡς Πολίτευμα, ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ἡμεῖς τὴν γνωρίζομεν, κατὰ ἢν ἔννοιαν τῆς. Ἡμεῖς τὴν ἐγνωρίσαμεν, ὡς πολίτευμα, εἰς ὅλους».
«Εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν (τῆς φιλοσοφίας) ἀπὸ χιλιάδων ἐτῶν ἔχει ἐντρυφήσει τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα , μὲ ἀποτέλεσμα, τὸ ἀτομικὸν κέντρον ἐρευνῶν να φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος Δημοκρίτου».
Ο περιούσιος λαός
Το νοητικό σχήμα της εθνικής συνέχειας αποδίδεται στα εγγενή και αμετάβλητα χαρακτηριστικά της ελληνική φυλής. Δικαιώνεται, όμως, λόγω της υψηλής πολιτισμικά αποστολής της την οποία πέπρωται το ελληνικό έθνος – ως περιούσιος λαός και τέλειος πολιτισμός – να φέρει στην ανθρωπότητα :
«Εἴμεθα κατὰ κληρονομίαν καὶ καὶ παράδοσιν ὁ περιούσιος λαός, ὁὁποῖος ἐφώτισε τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὰ θαύματα τοῦ τελειοτέρου πολιτισμοῦ».
«Ἐὰν συνεκτικὴὕλη αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ὁ πολιτισμὸς τοῦ, γεννήτορες τοῦ πολιτισμοῦ τοῦὑπάρχομεν ἡμεῖς, ἡμεῖς ἡἙλλὰς».
«Ὑπήρξαμεν μέλη μιᾶς ἐθνότητος, ἡὁποία μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν πολιτισμὸν τῆς κατέκτησε τὴν ὑδρόγειον, διὰ να τὴν σώσῃ καὶ να τῆς δείξῃ τὸν δρόμον τοῦἀνθρωπισμοῦ».
“Αἰσθανόμεθα ὑπερηφάνειαν. Μάλιστα ὑπερηφάνειαν. Διότι ἡμεῖς, οἱἀπόγονοι τῶν προγόνων μας, δυνάμεθα να βεβαιώδωμεν τάς ψυχὰς τῶν νεκρῶν μας, ὅτι φέρομεν τὴν σκυτάλην πρὸς τὰἐμπρός, ἵνα τὴν παραδόσωμεν εἰς ἀξίους ἐπιγόνους, τῶν ὁποίων τὴν παίδευσιν ἀντιμετωπίζομεν καὶ διὰ τοὺς ὁποίους σήμερον ἀναλισκόμεθα εἰς αὐτὴν τὴν προσπάθθειαν. Καὶ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οἱἐπίγονοι, ἀναλαμβάνοντες τὴν σκυτάλην, μὲ γεμάτην τὴν ψυχὴν ὑπὸἙλληνισμὸν καὶ Χριστιανισμόν, θὰ βοηθήσουν τὴν ἀνθρωπότητα να ἐξέλθῃἀπὸ τάς δυσκολίας, εἰς τάς ὁποίας σήμερον εἶναι βουτηγμὲνη”.
Πρόκειται για μια αποστολή που την καθιστά ξεχωριστή, επιφορτισμένη με την ευθύνη να διατηρήσει αυτές τις αξίες και να φωτίζει τον κόσμο : «Δεν υπάρχει επομένως περίπτωσις να εξαλειφθή αυτό το ιδανικόν του Έλληνος “Ελλάς”, η Ελλάς ως πνευματική πηγή φωτίζουσα τον κόσμον». Κατά αυτή την έννοια το παρελθόν δεσμεύει το παρόν και το μέλλον και επιβάλλει «όλοι να εμφανισθώμεν αντάξιοι της ιστορικής επιταγής των προγόνων μας και της υποχρεώσεως προς τα τέκνα μας»:
«Θὰἠδυνάμην να εἴπω πρὸς μὲ τοὺς προγόνους μας ὅτι «τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» ἀγωνιζόμεθα, διὰ να ἐπιτύχωμεν τὰ μέγιστα, πρὸς δὲ τοὺς μέλλοντας ὅτι ἀγωνιζόμεθα καὶὅτι θὰἐπιτύχωμεν να τοὺς παραδώσωμεν μίαν ἀξίαν τοῦ σεβασμοὺ καὶἡμῶν καὶἐκείνων, ἀλλὰ καὶ τῶν φίλων καὶἐχθρῶν, Πατρίδα».
Η ενσωμάτωση της Ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα
«Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών» – η ελληνικότητα
Τα δύο ρεύματα : Ο ελληνοχριστιανισμός
Στις 29 Μαρτίου 1968, ο δικτάτορας απευθύνοντας παραινέσεις προς τους φοιτητές της Θεσσαλονίκης, παρουσίασε το ιδανικό του Έλληνα, συμπυκνώνοντάς το στο περίφημο σύνθημα «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», το οποίο παραπέμπει στο τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» : Ελλάς – Πατρίς, Χριστιανών – Θρησκεία, ενώ η Οικογένεια υποδηλώνεται μέσω των γενικών.
Αυτή η ελληνική ταυτότητα / ελληνικότητα συντίθεται από δύο διαφορετικά ρεύματα τα οποία συναντήθηκαν μέσα στην ελληνική ιστορία. Το ένα είναι το φυλετικό, εθνικό, το άλλο το ηθικό / θρησκευτικό. Το πρώτο αναφέρεται κυρίως στο αρχαίο ελληνικό κόσμο και οικειοποιείται τα θετικά του χαρακτηριστικά : φιλοπατρία, αγάπη για τη φιλοσοφία και το πνεύμα, ανδρεία, λεβεντιά, υψηλοφροσύνη, υπερηφάνεια, φιλονομία, φιλοσοφία, φιλοκαλλία και φιλοξενία σκιαγραφούν τα εθνικά χαρακτηριστικά του ιδανικού «Έλλην». Τα εθνικά αυτά γνωρίσματα οδήγησαν στα μεγάλα επιτεύγματα στο χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού και δημιούργησαν την «Ελλάδα – πηγήν του αθανάτου πνεύματος». Το δεύτερο ρεύμα είναι το ηθικό / θρησκευτικό. Αναφέρεται στη Βυζαντινή και νεώτερη ιστορία και αντλεί στοιχεία από την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη και παράδοση : Η ηθική, η τιμιότητα, η εγκράτεια, η μεγαλοθυμία, η φιλευσπλαχνία η φιλαλληλία συγκροτούν τα γνωρίσματα του ιδανικού «Χριστιανός». Τα γνωρίσματα αυτά προσδίδουν την ανθρωπιστική και ηθική διάσταση του Έλληνα :
«Ἰδού, λοιπόν, τὸἰδανικὸν τοῦἀτόμου που λέγεται Ἕλλην. Ο Ἓ λ λ ἡ ν εἶναι τὸἰδανικόν. Ποῖος εἶναι ὁἝλλην; Ἔχει τόσον καθαρὰ μορφοποιηθὴ εἰς τὴν μακραίωνα ἱστορίαν τοῦ λαοῦ μας, ὥστε δὲ νομίζω ὅτι θὰἠμποροῦσε να ἔχει σαφέστερον ἰδανικὸν ἄλλος λαὸς ἐπὶ τῆς ὑδρογείου, ἀπὸὅτι εἶναι δυνατὸν να ἔχωμεν ἡμεῖς οἱἝλληνες. Ἕλλην, ἑπομένως, κατὰ τὴν φυλετικὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν, καὶ χριστιανὸς κατὰ τὸ περιεχόμενον τῆς πίστεως, εἶναι τὸ δίτπυχον, τὸὁποῖον μὲ τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεων, τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἱστορικῶν δεδομένων, περιγράφει τὸἰδανικὸν δι’ ἡμάς, διὰ τὰἄτομα τῆς χώρας αὐτῆς, διὰ τοὺς Ἕλληνας τοῦἜθνους μας»
Αν το φυλετικό / εθνικό στοιχείο κληροδοτεί στον Έλληνα τις εθνικές αρετές, (υπεροχή του πνεύματος έναντι της ύλης, διατήρηση της εθνικής συνείδησης, της εθνικής «μοναδικότητας»), ο δεύτερος πυλώνας της ελληνικότητας αναδεικνύει την ανθρωπιστική και ηθική διάσταση του Έλληνα, την οποία κληρονόμησε από την χριστιανική διδασκαλία. Το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης είναι το ιδανικό του ανθρωπισμού, το οποίο στις ομιλίες του Παπαδόπουλου αποκτά ένα ηθικιστικό περιεχόμενο, καθώς συνδέεται με τη χριστιανική διδασκαλία για αγάπη, καλοσύνη κ.λπ. και προβάλλεται ως οικουμενικό αγαθό, ως προσφορά της Ελλάδας στον κόσμο :
«Ὁ οἰοσδήποτε τεχνικὸς ἐξοπλισμός, τὰ οἰασδήποτε μορφῆς μέσα δεν εἶναι ἄξια να ἀποδώσουν κοινωνίαν εὐτυχισμένην, μὲ τὰ μέλη τῆς διαβιούντα ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνη, ὅπως ἐδίδαξεν ὁ Χριστὸς μας, ἐὰν τὰ μέλη τῆς κοινωνίας αὐτῆς δεν εἶναι ἄνθρωποι».
«Ἄνθρωποι, ἐγεννήθητε ἄνθρωποι καὶὄχι θηρία. Εὕρετε πάλιν τὸν ἀνθρωπισμὸν σᾶς, συνδεθῆτε ἐκ νέου μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὡς ἐγεννήθητε καὶὡς ἄνθρωποι πορευόμενοι ἐν ἀγάπῃ, ἐν ὁμονοίᾳ καὶἐν συνεργασία, ἀναπτύξατε διὰ τοὺς ἐπιγόνους σᾶς αὐτὸ τὸὁποῖον ὥρισεν ἡ φύσις τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς καὶ τὴν ὁποίαν σᾶς διεμόρφωσεν ὁ πολιτισμὸς».
«… ἡἙλλάς, ἀνατείλασα ὡς ὁ φορεὺς τοῦἀνθρωπισμοῦ, ὡς ὁ κῆρυξ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τῶν ἀγθὼν τοῦ πολιτισμοῦἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων που ἐνεφανίσθησαν οἱἝλληνες ἐπὶ τῆς γῆς, εἶναι σήμερον εἰς θέσιν να ἀποβλέπῃ μὲ αἰσιοδοξίαν πρὸς τὸ μέλλον. Ὄχι μόνον τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος… Χωρὶς τὸἙλληνικὸν καὶ Χριστιανικὸν πνεῦμα, ποὺ συνεννούνται μόνο εἰς αὐτὴν τὴν γωνίαν τῆς γῆς, δεν εἶναι δυνατὸν να ζήσουν οἱἄνθρωποι. Καὶ δεν εἶναι δυνατὸν να ζήσουν σήμερον, ποὺἡἀνθρωπότης συνταράσσεται ἀπὸ μίαν ἀδυναμίαν προσανατολισμοῦ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν σωστὸν δρόμον, τὸν δρόμον που ἐχάραξεν ὁἙλληνισμὸς καὶὁ Χριστιανισμὸς».
Η ενσωμάτωση της ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα
Μέσα από μια πληθώρα αναφορών διαφαίνεται ότι η αναπαράσταση του ελληνικού έθνους έχει αποδεχθεί το ορθόδοξο δόγμα ως σχεδόν συμφυές με το ελληνικό έθνος. Η ταύτιση αυτή είναι, βέβαια, αποτέλεσμα και του ιδεολογήματος της αδιάσπαστης συνέχειας : Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη το Βυζάντιο υπήρξε η γέφυρα ανάμεσα στην αρχαιότητα και το νεοελληνικό πολιτισμό και επομένως οι Βυζαντινές παραδόσεις της ορθοδοξίας ενσωματώνονται σε αυτήν την πορεία ως δομικό χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας. Κατ’ αυτήν την έννοια ο νεοελληνικός κόσμος στηρίζεται τόσο στον κλασικό κόσμο της αρχαιότητας, όσο και στις ορθόδοξες παραδόσεις του Βυζαντίου και της «Τουρκοκρατίας» :
«Μετακινούμενοι πρὸς τὸ δεύτερον μέρος τοῦ διπτύχου, τὸὁποῖον πρέπει να συγκροτὴ τὰἀτομικὰἑλληνικὰἰδανικά, ἐρόμεθα εἰς τὸ στοιχεῖον τῆς ἐννοίας «Χριστιανός». Χριστιανὸς κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, Χριστιανὸς κατὰ τὴν παράδοσιν, Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Δεν χωρεῖ εἰς τὸν Χριστιανὸν ἡἀνηθικότης, ὑπὸ οἰανδήποτε μορφὴν καὶἂν ἐκδηλούται».
«Μὲ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἁγίαν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι ῥιζωμένη 3.000 χρόνια εἰς τὴν Ἱστορίαν, να εἶσθε βέβαιοι ὅτι ὡς δένδρον θὰ παραμείνωμεν αὐτό, ποὺ θὰ φέρῃ πάντοτε τοὺς καρποὺς τοῦἑλληνικοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Η ενσωμάτωση της Ορθοδοξίας στην εθνική ιδέα αναδεικνύεται από τις συχνές αναφορές στο «θεό της Ελλάδος», στο «φιλέλλην θεό», σε λογοπαίγνια – όπως «Ελλάς Ανέστη» – και στη συχνή χρήση εκκλησιαστικών όρων («ιεραπόστολοι», «ευαγγέλιο», «εξομολογητής») με κοινωνικό ή εθνικό περιεχόμενο (μη θρησκευτικό). Σε αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την επιλογή του συγκεκριμένου τίτλου του έργου («Το Πιστεύω μας», με την έννοια ότι παραπέμπει στο χριστιανικό «σύμβολο της Πίστης» :
«ἩἙλλὰς προώρισται μὲ τῇ βοήθειᾳ τοῦ Θεοῦ να προοδεύει πάντοτε καὶ να ὑπερνικὰ τάς δυσκολίας».
«Καὶ μὲ τὴν εὐχὴν «Χριστὸς Ἀνέστη-Ἑλλὰς Ἀνέστη», ἂς πάρωμεν δύναμιν οἱἝλληνες Χριστιανοὶ διὰ τὴν πραγμάτωσιν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος».
«Ὁ θεὸς καὶἡἙλλὰς εὑρίσκονται εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Πνεύματός που θὰἐγκαινιάσωμεν».
Η Εκκλησία ως δεύτερος χιτώνας
Η ενσωμάτωση των θρησκευτικών αξιών στο εθνικό είδωλο καταλήγει στην αναγωγή της θέσης της επίσημης Εκκλησίας σε ρόλο βοηθού και συμπαραστάτη της Πολιτείας. Συχνά ο Παπαδόπουλος επικαλείται το ιδεολόγημα της Εκκλησίας ως προστάτη της εθνικής ιδέας και των Ελλήνων μέσα στις δύσκολες για το Γένος ιστορικές περιόδους χωρίς να τις ονομάζει. Το ιδεολόγημα αυτό συνιστά αναπαραγωγή και προέκταση των αφηγήσεων της επίσημης ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο :
«Ὑπῆρξαν πάντοτε στενοί, ἐν τῇ διαδρομῇ τῶν αἰώνων, οἱ δεσμοὶ τοῦἔθνους μας μὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ, πρὸς τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται εὔλογον εὐγνωμοσύνην διὰ τάς μεγάλας ὑπηρεσίας τῆς, αἵτινες συνέβαλον εἰς τὴν θρησκευτικὴν καὶ τὴν Φυλετικὴν ἐπιβίωσίν του».
«ἩἘκκλησία καὶἡ Πολιτεία ἀποτελοῦν τοὺς δύο χιτῶνας, οἱὁποῖοι περιβάλλουν τὸν λαὸν ὡς Πολιτεία καὶ τὸ πλήρωμα ὡς Ἐκκλησία… Ἡ βακτηρία τοῦ (Ἔθνους) εἰς τάς δυσκόλους στιγμὰς ὑπῆρξεν ἀναμφισβήτως ἡἘκκλησία».
«ἩἘκκλησία δρῶσα ἐν στενῇ συνεργασία καὶ παραλλήλως πρὸς τὴν πολιτείαν».
Στην πραγματικότητα βέβαια, το θρησκευτικό στοιχείο στη λογική του Παπαδόπουλου εξυπηρετεί το εθνικό, με την έννοια ότι η Εκκλησία με τη διδασκαλία, το έργο και την επιρροή της λειτουργεί ως φορέας αναδημιουργίας του πατριωτισμού. Με αυτήν την έννοια οι θρησκευτικές αναφορές στο λόγο του δεν αποκαλύπτει μια υποτιθέμενη έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά μάλλον εθνικιστικό προσανατολισμό και στόχους :
«ἩἘκκλησία πρέπει να τοποθετηθὴὁδηγὸς τοῦἜθνους, διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσωμεν να σώσωμεν τὸἜθνος ἀπὸ τὸν κλυδωνισμόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν περιέλθει, καὶ να ἀποκαταστήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ σταθερὼς τὰ βήματα τοῦ εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὰἱστορικὰ τοῦ πεπρωμένα».
«Καὶὅπως τὸ αἱματωμένο ῥάσο ὑπῆρξε πάντοτε ὁὁδηγὸς ἀλλὰ καὶὁ κύριος κατευθυντήριος μοχλὸς τῶν ἐθνικῶν ἀγώνων, ἂς ἔχωμεν τὴν αἴσθησιν ὅτι καὶ σήμερον … τὸῥάσο ἐξακολουθεὶ καὶ πρέπει να ἐξακολουθή, ἐὰν ἐπιθυμῶμεν να ὑπάρξῃἐθνότης, να ἀποτελῇ τὸν ὁδηγόν, τὸν σκελετόν, τὸν ἱστόν, περὶ τὸν ὁποῖον πρέπει να πλέκεται κάθε ἐθνικὴ προσπάθεια».
Πιο συγκεκριμένα ο Παπαδόπουλος θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία προϋπόθεση για την ηθική καλλιέργεια των μελών μιας κοινωνίας, την ισορροπημένη λειτουργία αυτής της κοινωνίας. Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για την αναδημιουργία του πατριωτισμού και την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, όπως αναφέρεται στη συνέντευξη του Παπαδόπουλου στον πρόεδρο της «Χριστιανικής Σταυροφορίας», Μ. Χάργκις :
«ΧΑΡΓΚΙΣ : Τὶ περιμένει ἡ Κυβέρνησις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀναδημιουργίαν τοῦ πατριωτισμοῦ, τὴν ἀναδημιουργίαν τῆς πίστεως, εἰς τρόπον ὥστε να ἀποφευχθὴὁ κίνδυνος τοῦ κομμουνσιμοὺ διὰ τῆς Ἐκκλησίας;
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ : ἩἘκκλησία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὀργάνωσις ἡὁποία ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν καλλιέργειαν καὶ τὴν ἀνάπτυξιν τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τῆς Πίστεως εἰς τοὺς ἠθικοὺς νόμους που διδάσκει, πλαισιώνει τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων μέσα εἰς ἠθικὰς ἀρχάς, μέσα εἰς τὰ πλαίσια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ κοινωνία ἐπέτυχε να ζῇἰσορροπημένη ὡς ἀνθρωπίνη κοινωνία. Διότι ἡ κοινωνία χωρὶς ἠθικὰς ἀξίας καὶ χωρὶς πνευματικὴν ζωήν, δεν ἠμπορεὶ να εἶναι κοινωνία ἀνθρωπίνη. Παιδεία, λοιπόν, καὶἘκκλησία εἶναι οἱ δύο βασικὲς προσπάθειές που θὰ δημιουργήσουν τὴν βασικὴν ὑποδομὴν ἐξυγιάνσεως τῆς ζωῆς μὰς».
Συχνά ο δικτάτορας απευθυνόμενος στου κληρικούς, τους καλεί να αναλάβουν πιο ενεργά αυτόν τον εθνικό τους ρόλο, να ανακτήσουν την επιρροή τους πάνω στους νέους, να ανταποκριθούν στην ευθύνη τους ως «παιδαγωγοί» και «ψυχοπλάστες» και να κερδίσουν το σεβασμό των νέων συμβάλλοντας στο έργο της ηθικής και εθνικής διαπαιδαγώγησής τους :
«Σεις εἶσθε ἐκεῖνοι, οἱὁποῖοι ἔχετε τὸν πλήρη ῥόλον ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν. Ὁῥόλος σᾶς δεν εἶναι ἐπάγγελμα. Δεν εἶναι κἀν ῥόλος διδασκάλου. Εἶναι ῥόλος ψυχοπλάστου, ἀνθρωποπλάστου, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι ἔσεις ἔχετε καὶ τὴν δυσχέρειαν να εἶσθε ὑποχρεωμένοι να ἐπέμβετε ἐπὶ πλημελὼς ἀκόμη διαμορφωθείσης προσωπικότητος καὶ να τὴν ὑποβοηθήσετε να ἐξαγνισθὴ».
«Παρακολουθήσατε τὴν νεότητα, κοιτάξατε τὰ παιδιὰ εἰς τὰ ματία καὶ φροντίσατε διὰ τὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν… Ἀναλάβετε, λοιπόν, τὴν σταυροφορίαν, ὥστε ἡ Ἐκκλησία να ἀποκτήσῃ τὸν αὐτοσεβασμὸν ὅλων τῶν στελεχῶν τῆς καὶ τὸν σεβασμὸν τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος».
«Προσδοκῶμεν τὴν ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τάς ψυχὰς τῶν Ἑλλήνων, εἰς τὴν θέσιν ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται, ἵνα τὸ ἔθνος ἐξασφαλίση τὸν ἀσφαλῆ ὁδηγὸν πρὸς τὸν δρόμον τῶν πεπρωμένων τοῦ».
Η Oικογενεια
«Το ισχυρότερον συναίσθημα»
Στην αρχή της ομιλίας του στην Πάτρα, τον τόπο καταγωγής του (γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αχαίας), ο Γ. Παπαδόπουλος παρομοίωσε την επίσκεψή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, με επιστροφή στην «οικογενειακήν εστίαν» :
«Εἶναι ἀληθές, ὅτι δεν ὑφίσταται διὰ τὸν ἄνθρωπον ἰσχυρότερον συναίσθημα ἀπὸ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ εἰς τὴν οἰκογενειακὴν ἑστίαν. Καὶ αἱἐκδηλώσεις σᾶς μου δίδουν τὸ συναίσθημα ἐκεῖνο, τὸὁποῖον θὰ μὲ κατελάμβανεν εἰσερχόμενον εἰς τὴν οἰκίαν, ὅπου ἐγεννήθην».
Η κρίση της οικογένειας
Πέρα, ωστόσο, από τέτοιες προσωπικές αναφορές, μπορούμε να πούμε ότι οι αναφορές στην οικογένεια είναι σχετικά περιορισμένες στις ομιλίες του δικτάτορα. Και από αυτές που υπάρχουν οι περισσότερες αποτελούν άμεση ή έμμεση κριτική στον τρόπο αγωγής των παιδιών ως προς την κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά και παραινέσεις προς τους γονείς. Ένα από τα περιστατικά που αρέσκεται συχνά να επαναλαμβάνει ο δικτάτορας ως παραδείγματα της ηθικής κρίσης και της «ατομοκρατίας» είναι η ιστορία της μητέρας, η οποία προσπαθεί να εξαπατήσει τον εισπράκτορα ενός λεωφορείου σχετικά με την ηλικία του γιου της, για να μην πληρώσει εισιτήριο. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει – κατά το δικτάτορα – την αδυναμία συνειδητοποίησης της θέσης του ατόμου μέσα στην κοινωνία και της ανάγκης σεβασμού στην ηθική τάξη. Χρησιμοποιείται, ωστόσο, αρκετά συχνά, για να προβάλει ένα αρνητικό παράδειγμα διαπαιδαγώγησης των παιδιών, δείγμα της κρίσης της οικογένειας:
«Ποίαν καταστροφὴν προκαλεῖἡ μητέρα αὐτὴ εἰς τὸ διαπλασσόμενον τέκνον τῆς, ἀντιλαμβάνεσθε κάλλιον ἐμοῦ».
«Και εάν η μητέρα, η οποία αποτελεί το πρώτο ξεκίνημα αγωγής, και είναι η βασική γλάστρα εις την οποίαν αναπτύσσεται το άτομον , έχει φθάσει εις το σημείον αυτό, εις ποίον σημείον πρέπει να αναζητήσωμεν τα υπόλοιπα άτομα έναντι της ηθικής τάξεως των Νόμων και των θεσμών».
Λόγω της διαπιστωμένης ανεπάρκειας πολλές φορές των γονιών, σε σχέση με τα λανθασμένα παρεχόμενα πρότυπα Ο δικτάτορας φτάνει στο σημείο να ζητά τη συνδρομή των εκπαιδευτικών για την καθοδήγηση των γονιών στο ρόλο τους. Οι γονείς διαβρωμένοι από την ηθική κρίση και την ατομοκρατία μεταφέρουν αρνητικά πρότυπα στην ψυχή των νέων (κατά το παράδειγμα της ανύθυνης μητέρας που είδαμε πιο πάνω), δηλητηριάζοντάς τα ίδια με τη ανάπτυξη ατομικιστικής νοοτροπίας και έμμεσα τη συνοχή και το μέλλον της κοινωνίας και της Πατρίδας :
«Ὅλοι ἔρχονται πρὸς ἐσάς, διότι ὅλοι εὐτυχῶς ἀκόμη θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀνάγκη να φροντίσουν διὰ τὰ παιδιὰ τῶν. Ἐκμεταλλευθῆτε αὐτὴν τὴν εὐκαιρίαν καὶἐνθυμηθῆτε ὅτι εἶστε διδάσκαλοι καὶ πρὸς αὐτούς. Διδάξατε τοὺς τὴν συνέπειαν εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς ἐμφανίσεως τοῦ παραδείγματος ὡς προτύπου διὰ τὴν διαμόρφωσιν τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν τῶν. Ψέξατε κάθε ἀντίνομον ἐνέργειαν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν».
Οικογένεια – Θρησκεία – Πατρίς : Η ελληνοπρεπής αγωγή
Το πρόβλημα, επομένως, της οικογένειας εστιάζεται κυρίως σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση των νέων, και προβάλλεται η ανάγκη επανόδου της οικογένειας στην ορθή θέση έναντι του νέου. Ο παιδαγωγικός της ρόλος, αναγνωρίζεται ως χρέος προς την Πατρίδα, είναι εθνικός ρόλος, εφόσον είναι προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου με βάση τις ελληνοχριστιανικές αξίες. Έτσι η οικογένεια συνδέεται με τη θρησκεία και την πατρίδα διαμέσου της προσήλωσης στην παράδοση – πυρήνας της οποίας είναι η οικογένεια – και στις αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, οι οποίες είναι ταυτισμένες ιστορικά με την ελληνική οικογένεια και μεταβιβάζονται πρωταρχικά μέσω αυτής από τη μια γενιά στην άλλη. Με αυτόν τον τρόπο η οικογενειακή αγωγή καταλήγει εντέλει εθνική αγωγή, με την έννοια της παρεχόμενης ελληνοπρεπούς αγωγής :
«Δεν ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους ὑμῶν τίποτε περισσότερον ἀπὸὅ,τι ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸ παιδὶ πρὸς τὴν μάννα. Ἀγάπη, πίστις εἰς τὴν στοργὴν τῆς καὶ πρὸ πάντων πίστις εἰς αὐτὰ ποῦἡ Μητέρα ἐδίδαξεν ὡς ὁδηγὸν τῆς ζωῆς για τὰ παιδιὰ τῆς. Πίστις εἰς τάς ἀρχὰς τοῦἙλληνισμοὺ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ».
«Διὰ να ἀποκατασταθῇ ἡ χώρα καὶ να δυνηθῇ να προχωρήση ἐμπρὸς μεταξὺ τῶν ἄλλων προοδευμένων κρατῶν πρέπει να τῆς δοθῇ ἀγωγή, κατεύθυνσις πρὸς τὴν ὀρθὴν ἀγωγήν, τὴν Ἑλληνοπρεπὴ».
«Διότι, ἂς μὴ κρυβώμεθα: Τὸ δρᾶμα τῆς σήμερον εἶναι δρᾶμα καὶ τοῦ σχολείου καὶ τῆς οἰκογενείας. Ἔσπασε τὸ ὁμοτράπεζον, ἔσπασε καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον ἡ συναίσθησις τῆς ἱερότητος τοῦ ἀξιώματος καὶ κινδυνεύομεν. Μόνον ἡ ἐπάνοδος τῆς οἰκογενείας εἰς τὴν ὀρθὴν θέσιν ἔναντι τοῦ νέου, καὶ τοῦ διδασκάλου εἰς τὴν ὀρθὴν θέσιν τοῦ πλάστου καὶ χαράκτου χαρακτῆρος καὶ ψυχῆς τῶν νέων τῆς Ἑλλάδος, μόνον αὐτὰ εἶναι δυνατὸν να σώσουν τὴν ἑλληνικὴν Πατρίδα σήμερον».
«Η υγιής μερίς του ελληνικού λαού»
Η σύνδεση της Οικογένειας με την Πατρίδα και τη Θρησκεία συγκροτείται και διαμέσου του ιδεολογήματος της διατήρησης της Παράδοσης. Οι αξίες αυτές προβάλλονται ως παραδοσιακές, η προσήλωση στις οποίες χαρακτηρίζει την πιο υγιή μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία διατηρεί τον παραδοσιακό τρόπο και δεν έχει επηρεαστεί από τον πολιτισμό των πόλεων και, επομένως, δεν έχει «εκσυγχρονιστεί». Τέτοιοι είναι οι αγρότες, οι οποίοι θεωρούνται αγνοί, καλοί οικογενειάρχες που διατηρούν τις παραδόσεις, τελούν με ευλάβεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και εντέλει είναι «οἱ Ἕλληνες τῶν Ἑλλήνων» :
«Εἶσθε ἡ πλέον ὑγιὴς μερὶς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἰς ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς πατρίδος μας, πάντοτε ὑπήρξατε ὁ κυματοθραύστης, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐθραύσθησαν ὅλαι αἱ ἀπειλαί, αἱ ὁποῖαι ἠπείλησαν τὴν πατρίδα μας. Καὶ τοῦτο τὸ ἐπετύχατε μόνον χάρις εἰς τὴν ἁγνότητα καὶ χάρις εἰς τὴν δύναμιν τῆς φιλοπατρίας καὶ τὴν συνείδησιν εὐθύνης ἔναντι αὐτοῦ τὸ ὁποῖον ἐμάθατε ἀπὸ τὴν γιαγιὰ σᾶς καὶ τὸν πατέρα σᾶς, ἀπὸ τὸν παπὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ὅλους τοὺς σεβασμίους τῆς κοινότητος, οἱ ὁποῖοι σᾶς μιλούσαν διὰ τὴν πατρίδα, τὴν θρησκείαν καὶ τὴν οἰκογένειαν».
Επομένως, η οικογένεια ως θεσμός, υποτάσσεται και εξυπηρετεί το εθνικό, δηλαδή την Πατρίδα, η οποία προτάσσεται ως αξία :
«ἐπιτάσσουν τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν Πατρίδαν κατὰ πρῶτον καὶ κατόπιν τὴν ἀγάπην καὶ τὸν σεβασμὸν πρὸς τὴν μητέρα καὶ τὸν πατέρα, τοὺς γεννήτορας δηλαδὴἑκάστου, ἀλλὰἡἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα εἰς οἰανδήποτε περίπτωσιν, εἶναι ἡ μόνη δύναμις, ἡ μόνη ἀρχή, ἡ μόνη ἰδέα».
«Τὰ προβλήματα σας πρέπει να τὰ βλέπετε ὁμαδικώς. Πρέπει να ἀρχίσετε μίαν προπάθειαν συνεργασίας. Ἀρχίσατε ἀπὸ τὴν μικρὰν ὁμάδαν ποῦ λέγεται οἰκογένεια, διὰ να λείψῃ εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας μας τὸ φαινόμενον ὁἀδελφὸς να μὴ μιλάη εἰς τὸν ἀδελφὸν ἣὁ γιος εἰς τὸν πατέρα, διότι ἐμάλωσαν διὰ μίαν σπιθαμὴν χωρὰφι»
Οι έμφυλοι ρόλοι
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιμετώπιση της γυναίκας, η οποία στις ομιλίες του δικτάτορα αποκτά εθνικό διάσταση. Ακολουθώντας τα παραδοσιακά εθνικά στερεότυπα η γυναίκα παρουσιάζεται πρωταρχικά ως πρόσωπο με βαθύτερο εθνικό ρόλο : Αναγνωρίζεται η συνεισφορά της στις πολεμικές περιπέτειες δίπλα στον άντρα καθώς και η εθνική της προσφορά ως Μητέρας :
«ἩἘπανάστασις τῆς 21ης Ἀπριλίου εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητος εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῆς τεραστίας αὐτῆς προσφορᾶς τῶν Ἑλληνίδων κατὰ τάς δραματικωτέρας στιγμὰς τῆς ἱστορίας τοῦἜθνους μας.
ἩἘπανάστασις βλέπει τὴν Ἑλληνίδα εἰς τὴν πρωταρχικὴν βιολογικὴν ἀποστολὴν τῆς Μητρός, τὴν τιμᾷὑπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς αὐτὴν μὲ βαθεῖαν συνείδησιν τῆς σημασίας τῆς καὶ θὰ καταβάλῃ κάθε προσπάθειαν – χάριν αὐτῆς καὶ τοῦἜθνους – διὰ να ἐξασφαλίση εἰς τὴν Ἑλληνίδα Μητέρα τὴν βοήθειαν τῆς πολιτείας, τῆς ὁποίας δικαιοῦται».
Από την άλλη η γυναίκα τοποθετείται στους παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους ως ηγεμονίδα του οίκου και διαμορφωτής χαρακτήρων, ενώ εξαίρεται η θέση της ως του καθοριστικού προσώπου της οικογένειας επιφορτισμένου με την ευθύνη της κοινωνικοποίησις των νέων :
«Πέρα τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦῥόλου τῆς Ἑλληνίδος, ἡἘπανάστασις ἔχει πλήρη συνείδησιν τῆς ἀνεκτιμήτου διπλῆς προσφορᾶς της ὡς «ἠγεμονίδος τοῦ οἴκου» καὶὡς διαμορφωτοὺἀνθρωπίνων χαρακτήρων. Ἀπὸ αὐτὴν κυρίως ἐξαρτᾶται ἡ διατήρησις τῆς οἰκογενείας ὡς κυττάρου τῆς κοινωνίας καὶἡ διὰ τῆς ἀνατροφῆς «κοινωνικοποίησις» τῶν ἐπερχομένων γενεῶν».
Παρατηρούμε, ωστόσο, την αναγνώριση νεωτερικών ρόλων της γυναίκας στα πλαίσια μιας οικογένειας που εξελίσσεται μεταβάλλοντας και τους ρόλους των δύο φύλων. Η είσοδος της γυναίκας στην εργασία αναγνωρίζεται – όχι βέβαια ως αυτονόητο δικαίωμα της γυναίκας – αλλά ως οικονομική ανάγκη της οικογένειας. Ο δικτάτορας δε μπορεί να αγνοήσει τα πραγματικά δεδομένα που έχουν περιβάλλει και μετασχηματίσει τη μεταπολεμική αστική οικογένεια και τη θέση της γυναίκας μέσα σε αυτήν. Αναγνωρίζει, επίσης, τη δυσκολία εξισορρόπησης των πολλαπλών ρόλων που αναλαμβάνει η γυναίκα. Η αποδοχή αυτών των δεδομένων οδηγεί στην αναγνώριση της ανάγκης προστασίας και ελάφρυνσης της εργαζόμενης μητέρας μέσω της κοινωνικής πολιτικής :
«Δεν τῆς διαφεύγουν ὅμως καὶ ὅλα ὅσα ὀφείλει τὸ Ἔθνος εἰς τὴν Ἑλληνίδα τοῦ ῥόλου τῆς εἰς τὴν κοινωνικὴν καὶ οἰκονομικὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους».
«Ὑπὸ τάς ἐπικρατούσας συνθήκας, διὰ να ἐπιζήση μία οἰκογένεια, εἶναι συχνὰ ἀνάγκη να ἐργασθοὺν καὶ τὰ δύο μέλῃ τῆς οἰκογενείας».
«Καὶ μήπως τὴν ἀνάγκην να λύσωμεν τὸ πρόβλημα τῆς διαφυλάξεως τοῦἀνηλίκου τέκνου τῆς ἐργαζομένης γυναικός, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὑποχρεωτικὸν να ἐργασθῇἡ γυναῖκα σήμερον, διότι ὁ οἰκογενειακὸς προϋπολογισμὸς δεν βγαίνει μόνον μὲ τὴν ἀποζημίωσιν τῆς ἐργασίας τοῦἀνδρός, μήπως, λέγω, πρέπει να χαρακτηρίσωμεν ἐξόχου προτεραιότητος τὴν ἀνάγκην, ὅπως διὰ συλλογικὴς προσπαθείας ἐξασφαλίσωμεν τὴν δυνατότητα ἐπιστασίας τοῦἀνηλίκου παιδίου τῆς ἐργαζομένης γυναικός, κατὰ τάς ὤρας που πρέπει ἡ μητέρα να ἔλθῃ καὶ να ἐργασθῇ;».
Τέλος, επικρίνεται η επιθετική συμπεριφορά της γυναίκας – μητέρας απέναντι στον άντρα – πατέρα και εκφράζεται κάποια συγκρατημένη δυσφορία για «ενδυματολογικές ακρότητες»:
«Δεν εἶναι δυνατὸν να συγκροτήσωμεν τὴν νέαν κοινωνίαν μὲ τέτοια ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἀκούουν ἀπὸ τὸ λίκνον τοὺς τὴν μανὰ να ὑβρίζῃ τὸν Πατέρα ὡς ἀνόητον καὶ βλᾶκα διὰ μίαν οἰανδήποτε ἀσήμαντον ὑπόθεσιν».
«Ἐνθυμοῦμαι τὸν ἀείμνηστον πατέρα μου, ὁ ὁποῖος … ἔστελλε ὀπίσω μητέρας, εἰς ἐποχὴν ποῦ δεν ἐπετρέπετο κοκκινάδι, ἕνα ἤρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον μὲ βαμμένα τὰ χείλη. Δεν θέλω να εἴπω ὅτι πρέπει να πράξωμεν τὸ αὐτὸ σήμερον. Καὶ διὰ να μὴ παρεξηγηθὼ ἀπὸ τάς ἐδῶ παρισταμένας κυρίας καὶ δεσποινίδας, λέγω τοῦτο : ὅτι ἔστελλε ὀπίσω μητέρας, αἱ ὁποῖαι προσήρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον ὄχι κατὰ σεμνὸν τρόπον ἐνδεδυμέναι, καὶ παρετήρει γονεῖς δι’ οἰανδήποτε συμπεριφορὰν ἡ ὁποία δεν ἦτο ἁρμόζουσα πρὸς τὴν ἀποστολὴν των. Ὑπῆρξε παράδειγμα διδασκάλου καὶ γονέως».
Ο στρατός ως Έθνος
Η μεταφυσική του στρατού
Ο στρατός σε «ρόλον ασπίδος και κριού»
«Μὲ τοιαύτην τοποθέτησιν τῆς ἀποστολῆς σᾶς μὲ τοιαύτην αὐτοθυσίαν προσερχόμενοι ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς τιμῆς , ἵνα ἀγωνισθῆτε διὰ τάς σημαίας καὶ τὴν πατρίδα, δώσατε ὀπίσω σᾶς τὸν χαιρετισμόν, τὸν χαιρετισμόν που δίδει ὁ στρατευόμενος μετὰ τὸ σάλπισμα τῆς Πατρίδος, ἵνα ἀχθῇ εἰς τὸ πεδίον τῆς τιμῆς, να ἀγνωνισθὴ καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα να πέση, ἀλλὰἐν πάσῃ περιπτώσει οὐδέποτε να ἐπιστρέψῃ μὲ τὸν ἐχθρὸν εἰς τὴν πλάτην».
Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές διακηρύξεις με τις οποίες οι συνταγματάρχες επένδυσαν το καθεστώς τους, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για στρατιωτικού χαρακτήρα δικτατορία. Ο στρατός είναι παντού παρών. Όχι μόνο στις πλατείες και στους δρόμους, αλλά σε όλες τις εκφάνσεις αυτού του καθεστώτος : στα σύμβολά του, στις ομιλίες των πραξικοπηματιών, στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, στην κινηματογραφική παραγωγή της εποχής, στα σχολικά βιβλία και παρελάσεις, στις θρησκευτικές και εθνικές εορτές και φυσικά στα κέντρα εξουσίας που καταλαμβάνονται από τους επίορκους αξιωματικούς.
Ο στρατοκρατικός χαρακτήρας της ιδεολογίας του καθεστώτος διακηρύσσεται από το δικτάτορα στην πρώτη του παρουσία μπροστά στους ανταποκριτές του ελληνικού και ξένου τύπου:
«Πρὸ αὐτῆς τῆς καταστάσεως ὁἘθνικὸς Στρατός, αἱἔνοπλοι δυνάμεις τῆς χώρας, ἡ μόνη οὐδετέρα εἰς τὸν χῶρον τοῦ πολιτικοῦ κατασπαραγμοὺ δύναμις ἡὁποία ὑπῆρχεν, ἔκρινεν ὅτι ὤφειλε να παρέμβη, διὰ να ἀνακόψῃ τὸν δρόμον πρὸς τὸν κρημνὸν».
Κοντά και συμπληρωματικά στη μεταφυσική έννοια του Έθνους ο δικτάτορας εισάγει τη μεταφυσική έννοια του στρατού. Στη λογική του ο Στρατός βρίσκεται πέρα και πάνω από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, είναι πολιτικά ουδέτερος, ως επόπτης και εγγυητής – όταν χρειάζεται – της ασφάλειας του Έθνους. Η αρμοδιότητά του δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση ενδεχόμενων εξωτερικών απειλών για την πατρίδα, αλλά και εσωτερικών κινδύνων :
«Ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει ἐλευθέρα Ἑλλάς, αἱἜνοπλοι Δυνάμεις τῆς διαδραματίζουν ἐναλλὰξ ῥόλον ἀσπίδος κατὰ τῶν ἐπιβουλευομένων τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς καὶ κριοῦ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων εἰς τὴν πρόοδον τῆς. Διότι τηροῦν τὸν ὅρκον τῶν καὶ εἶναι εὐαίσθητοι δέκται τῶν λαϊκῶν πόθων».
Στη συγκεκριμένη περίπτωσή ο ρόλος του στρατού ως «ασπίδος» του Έθνους δικαιολογείται λόγω της παρακμής του πολιτικού συστήματος και της εξάπλωσης μιας «αναρχικής αντίληψης σχεδόν εις όλα τα άτομα της κοινωνίας», γεγονός που κατά το δικτάτορα «είχε δημιουργήσει τον κίνδυνον να ανακόψη η Χώρα την πορείαν της προς τα εμπρός από τον κομμουνισμόν».Κατά αυτή την έννοια ο στρατός προβάλλεται ως τείχος αντίστασης στην παρακμή και σε αυτή την «ύπουλη κομμουνιστική διείσδυση», επειδή είναι το «υγιές» κομμάτι του Έθνους, με την έννοια ότι δεν έχει διαβρωθεί από τη φαυλοκρατία και την όξυνση της άγονης και επιζήμιας για το Έθνος κομματικής αντιπαράθεσης. Πρόκειται για μια απλουστευτική αντίληψη που προβάλει την εικόνα ενός ιδεατού Στρατού, ο οποίος, επειδή είναι φορέας των γνήσιων εθνικών ιδεωδών και «ευαίσθητος δέκτης των αναγκών του Έθνους», είναι «ακοίμητος φρουρός της ασφάλειάς του» και απολαμβάνει το δικαίωμα και την ευθύνη να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις, όταν ο ίδιος κρίνει ότι αυτές θέτουν σε κίνδυνο του Έθνος. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, επομένως, δεν είναι μια εξαίρεση, ένα ατόπημα, αλλά μια λογική απόρροια αυτής της εθνο-στρατοκρατικής αντίληψης :
«ΑἱἜνοπλοι Δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος διεδραμάτισαν πάντοτε ἀποφασιστικὸν μέρος εἰς τάς ἐσωτερικὰς ἐξελίξεις τῆς, διότι εἶναι εὐαίσθητοι δέκται τῶν ἀναγκῶν τοῦἜθνους».
«Ἡἀποστολὴ τῶν (τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων), ὅμως, ὡς ὑπερασπιστῶν τοῦἜθνους, οὐδέποτε λήγει. Διὰ τοῦτο, καὶὅταν διεφάνη νέος κίνδυνος διὰ τὴν κατακτηθεῖσαν μὲ τόσας θυσίας ἐθνικὴν ἐλευθερίαν καὶἐσωτερικὴν εἰρήνην, αἱ Ἔνοπλοι δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος ἐξεπλήρωσαν, ὅπως πάντοτε, τὸ καθῆκον πρὸς τὴν Πατρίδα διὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967».
Από το Γράμμο Βίτσι στην Εθνική Επανάσταση της 21ης Απριλίου
Η αναγωγή του στρατού σε μια μεταφυσική έννοια – φορέα της εθνικής ιδέας και επιτηρητή της συνέχειας του έθνους, δεν είναι μια αυθαίρετη νοητική κατασκευή του Παπαδόπουλου, αλλά αποτέλεσμα του κομβικού ρόλου που διαδραμάτισε ο στρατός στον Εμφύλιο – ιδιαίτερα στη δεύτερη τραγική περίοδό του – και στη δομή του μετεμφυλιακού κράτους καθώς και στις ερμηνείες – ιδεολογίες που αυτός ο ρόλος παρήγαγε.
Πιο συγκεκριμένα ο Εθνικός Στρατός είναι ο νικητής του Γράμμου – Βίτσι, αυτός που αντιμετώπισε με επιτυχία την απειλή του κομμουνισμού σώζοντας το Έθνος από τους «πράκτορες» των Σλάβων και των Σοβιετικών και εξασφάλισε μετά τον Εμφύλιο τη συνέχεια αυτής της νίκης στο μετεμφυλιακό κράτος των «Εθνικοφρόνων», ένα κράτος που, χωρίς να είναι ανοιχτή δικτατορία, λειτούργησε ως επίφαση δημοκρατίας κάτω από την κηδεμονία του στρατού.Το γεγονός αυτό, είχε ως συνέπεια ο Εθνικός Στρατός να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο όχι μόνο στις πολιτικές εξελίξεις αλλά και στην ιδεολογία των εθνικοφρόνων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η επέτειος της μάχης Γράμμου Βίτσι (28η Αυγούστου 1949) ορίστηκε ως ημέρα εορτασμού της Πολεμικής αρετής των Ελλήνων και ημέρα του Εφέδρου Πολεμιστή και παρουσιάστηκε ως συνέχεια των μεγάλων πολεμικών στιγμών του Έθνους στα πλαίσια μιας αντίληψης που εξιδανίκευε ό,τι σχετιζόταν με το στρατό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Στρατός, δηλαδή «ὁ λαὸς ἐν ὅπλοις αναδεικνύεται σε βασική πηγή εξουσίας και ταυτίζεται με την έννοια του «Έθνους» ή τουλάχιστον με τον πραγματικό φορέα έκφρασής του. Επομένως, πρόκειται για μια στρατοκρατική αντίληψη, όπου Έθνος και Στρατός ως έννοιες συνυφαίνοται σε μια ενότητα, ώστε να είναι δυσδιάκριτα τα μεταξύ τους όρια. Φορείς μιας τέτοιας θεώρησης είναι πρώτα απ’ όλα – πολλοί αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των αντιλήψεων έπαιξε ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) μια παραστρατιωτική συνωμοτική οργάνωση αξιωματικών με άτυπο αρχηγό το μετέπειτα Πρωθυπουργό στρατηγό Παπάγο, η οποία διακρινόταν για τον αντικομουνισμό, την καχυποψία απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και την έμφαση στον εθνικό ρόλο του στρατού. Μέλος αυτής της ομάδας υπήρξε ο Παπαδόπουλος, ο Ιωαννίδης καθώς και άλλοι πραξικοπηματίες..
Η τέταρτη εξουσία στη θέση της πρώτης
Η αυτονόμηση αυτή του στρατού από τα νόμιμα κέντρα εξουσίας σε κάθε δημοκρατία απέκτησε και θεσμικό χαρακτήρα στα συνταγματικά κείμενα που επέβαλλε η δικτατορία με την επίφαση δημοψηφίσματος. Στο άρθρο 129 παρ. 1 προσδιορίζεται ως αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων όχι μόνο η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας αλλά και «του κρατούντος πολιτεύματος και του κοινωνικού καθεστώτος έναντι πάσης επιβουλής», ενώ αφαιρείται η δυνατότητα ελέγχου του από τις τρεις εξουσίες, την εκτελεστική (κυβέρνηση), τη δικαστική (Συμβούλιο επικρατείας) και τη νομοθετική (Βουλή). Ο στρατός αναδεικνύεται σε μια αυτόνομη εξουσία, η ηγεσία του οποίου δε λογοδοτεί στην επίσημη κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό. Κατά αυτόν τον τρόπο ο στρατός ανάγεται σε ανεξέλεγκτο και – τελικά – κυρίαρχο πόλο εξουσίας :
«Τέλος, πρέπει να ἀποκλείσωμεν τὴν ἐπέμβασιν τῆς πολιτικῆς εἰς τῇ Διοίκησιν καὶ τάς Ἐνόπλους Δυνάμεις, ἐπέβασιν ἡὁποία κατὰ τὸ παρελθὸν τόσα δεινὰ ἐπεσώρευσεν εἰς τὸν τόπον αὐτὸν».
Ο ηγεμονικός αυτός ρόλος του στρατού νομιμοποιείται εκ των υστέρων μέσω μιας υποτιθέμενης και αυθαίρετης λαϊκής αποδοχής και απαίτησης, που βέβαια, ποτέ δεν είχε το καθεστώς και που αυθαίρετα επικαλείται. Άλλωστε πρωταρχικός και βασικός σκοπός του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου ήταν να θέσει το λαό υπό κηδεμονία, να τον «σώσει», παρά τη θέλησή του από τη θέλησή του, που θα την εκδήλωνε στις προσεχείς εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαίου 1967 :
«Ὁἀναζητούμενος ἰσχυρὸς δεν εἶναι ὁἰσχυρὸς ἀνήρ, ἀλλὰὁἰσχυρὸς ὀργανισμός. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁὀργανισμὸς τοῦ στρατοῦ. Ἡἐνέργεια δεν ἦτο τίποτε περισσότερον ἀπὸ μία ἐνέργειαν τοῦ στρατοῦἡὁποία ἐξέφρασεν, ὅπως ἐν συνεχείᾳἀποδειχθῇἐκ τῆς συμπαραστάσεως ὅλου τοῦ λαοῦ, τὴν ἀπαίτησιν αὐτοῦ τοῦ λαοῦ δι’ αὐτὴν τὴν ἐπανάστασιν […] Ἐὰν ἐρωτᾶτε πότε θὰ θέσωμεν εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν τὸἐρώτημα ἐὰν δέχεται ἣὄχι τὴν ἐπανάστασιν, τὴν ἀπάντησιν νομίζω ὅτι τὴν ἔχομεν λάβει. Δεν αἰσθανόμεθα τὴν ἀνάγκην να θέσωμεν τέτοιο ἐρώτημα εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαόν, διότι ἡ καθολικὴ συμπαράστασις τοῦ εἰς τὸἔργον τῆς Κυβερνήσεως ἔχει καταστήσει ἄνευ ἀντικειμένου τὸἐρώτημα»
Το μη Έθνος
«Πλὴν ἀνθελλήνων…» – Ο αντικομμουνισμός
Ο έσχατος κίνδυνος
Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παραβίαση της πολιτειακής νομιμότητας, τον ακρωτηριασμό των ελευθεριών και τη φίμωση του ελληνικού λαού από τους συνταγματάρχες; Ποια δικαιολογία θα μπορούσε να επικαλεστεί η συνωμοτική ομάδα, η οποία δρώντας γκανκστερικά τη νύχτα της 20ης προς τη 21η Απριλίου του 1967 κίνησε τα τανκς, τις δυνάμεις καταδρομών και τα σώματα ασφαλείας, καταλαμβάνοντας το Κοινοβούλιο, τα υπουργεία και άλλα δημόσια κτήρια, τους ραδιοσταθμούς, τα κέντρα επικοινωνιών, συλλαμβάνοντας τον πρωθυπουργό της χώρας, υπουργούς, πολιτικούς ηγέτες και περίπου οκτώ χιλιάδες πολίτες; Αντλώντας από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του μετεμφυλιακού κράτους οι πραξικοπηματίες ανέσυραν τον «ἔσχατον κίνδυνον» για το έθνος : το φάντασμα του κομμουνισμού.
Στην πρώτη του περίφημη παρουσία – συνέντευξη στους αντιπροσώπους του ελληνικού και ξένου τύπου στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, λίγες μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα, ο Γ. Παπαδόπουλος, ως Υπουργός Προεδρίας, προσπάθησε να αιτιολογήσει το πραξικόπημα :
«Ἡ χώρα διήρχετο μίαν κρίσιν ἀναζητούσα διέξοδον ἀπὸἕνα πολιτικὸν ἀδιέξοδον εἰς τὸὁποῖο εἶχεν εἰσέλθῃ […] Ἡ κατάστασις αὔτη προστιθεμένη εἰς μίαν ἀναρχικὴν ἀντίλιψιν ἡὁποία εἶχεν ἐπιβληθῇ σχεδὸν εἰς ὅλα τὰἄτομα τῆς κοινωνίας, εἶχε δημιουργήσει τὸν ἔσχατον κίνδυνον διὰ τὴν χώραν, εἶχε δημιουργήσει τὸν κίνδυνον να ἀνακόψῃἡ χώρα τὴν πορείαν τῆς πρὸς τὰἐμπρὸς ἀπὸ τὸν κομμουνισμόν. […] Ἔτσι κύριοι εἴχαμε φθάσει να ὁδηγούμεθα ἡμεῖς, Ἕλληνες ὄντες, εἰς τὸν κομμουνισμὸν».
Η αναβίωση του κομμουνιστικού κινδύνου προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιβολή της δικτατορίας επισημαίνεται και από το ραδιοφωνικό του μήνυμα προς το ελληνικό λαό στις 31 Δεκεμβρίου 1967:
« ἩἙλλὰς λόγῳἀλλεπαλλήλων σφαλμάτων τῆς ἡγεσίας τῆς, διωλίσθαινε πρὸς τὰἀγκάλας τοῦἐρυθροῦὁλοκληρωτισμού, τὴν ἐφιαλτικὴν περίπτυξιν τοῦ oποίου εἶχε γνωρίσει κατὰ τὸ παρελθὸν».
Ο εσωτερικός εχθρός : Οι κομμουνιστές ως προδότες, ανθέλληνες
Η εθνικιστική ιδεολογία του παπαδοπουλικού λόγου δεν μπορεί να εδραιωθεί και να ερμηνευτεί έξω από την αντιπαράθεσή της με τον κατασκευασμένο εθνικό εχθρό, ο οποίος ως αρνητικός πόλος ενός μανιχαϊστικού διπόλου, δικαιώνει και ενισχύει τον θετικό – εθνικό πόλο, που υποτίθεται αντιπροσωπεύει η δικτατορία. Το εθνικιστικό παραλήρημα γίνεται αποδεκτό μπροστά στον έσχατο εθνικό κίνδυνο, που αντιπροσωπεύει ο κομμουνισμός, ο οποίος δαιμονοποιείται στον λόγο του δικτάτορα και αποκτά μεταφυσικές ιδιότητες. «Ἡ ἐμφάνισις τοῦ κομμουνιστικοὺ τέρατος», «τοῦ πλέον στυγνοῦ, τοῦ πλέον αἱματοβαμένου ἐχθροῦ κάθε ἐλευθερίας, κάθε ἀνθρωπίνου ἰδεώδους», «αὐτὸς ὁ ὕπουλος ὁ σατανᾶς, ὁ κομμουνισμὸς», «θὰ ἔθετε τὸν λαὸν αὐτὸν κάτω ἀπὸ τὸν στυγνὸν νέον κόκκινον φασισμὸν». Για τον Παπαδόπουλο οι κομμουνιστές είναι απλώς προδότες, «μίσθαρνα όργανα ξένων δυνάμεων» που συνεπείς εις τας αρχάς τους προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τις αδυναμίες και τις καταστάσεις, ώστε ο κομμουνισμός να «κατασπαράξη τον ελληνικόν λαόν» οδηγώντας στον «πανσλαυισμόν, τὸν παγκομμουνισμόν, τὸν κομμουνσιμὸν ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς δώσῃ (σ.σ. τῶν Σοβιετικών) τὴν εὐκαιρία να κυριαρχήσουν εἰς ὅλας τὰ χώρας» :
«Ἑορτάζομεν σήμερον τὴν 19ην ἐπέτειον τῆς στρατιωτικῆς συντριβῆς τοῦ ξενοκινήτου κομμουνιστικοὺ συμμοριτισμού, ὁὁποῖος ἐπὶ τέσσαρα περίπου ἔτη ἐσκόρπιζε τὸν θάνατον καὶ τὴν καταστροφὴν εἰς τὴν προσφιλῆ μας Πατρίδα… Ἐπρόκειτο περὶ μιᾶς ὠμῆς καὶ κυνικῆς ἀποπείρας ἐνσωματώσεως τῆς Ἑλλάδος, εἰς τὴν κομμουνιστικὴν αὐτοκρατορίαν, δηλαδὴἀνεπανορθώτου ἐθνικῆς ὑποδουλώσεως τῆς».
Επομένως κατά τον Παπαδόπουλο, η Αριστερά αποτελεί αντεθνική δύναμη, με την έννοια ότι λειτουργεί ως πολιορκητική μηχανή, μια μορφή «δούρειου ίππου» της σοβιετικής πολιτικής, της βουλγαρικής και σλαβικής επεκτατικότητας σε βάρος της Πατρίδας:
«(Οἱ παρασυρθέντες) ἤχθησαν ἐνδεχομένως πρὸς τὸν ἐχθρὸν μέσῳ τοῦ δουρείου ἵππου τὸν ὁποῖον ἔστειλεν εἰς τὸἐσωτερικὸν μας ὁἴδιος ὁἐχθρὸς».
Μια τέτοια θέση – όσο παράλογη και αν ακούγεται σήμερα – αποτελεί τη συνέχεια της εδραιωμένης αντικομμουνσιτικής ιδεολογίας του μετεμφυλιακού κράτους, η οποία στηρίχτηκε σε δύο πυλώνες :α) την αξιωματική αντίθεση του κομμουνσιμού με τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», και β) το ιδεολόγημα του «δυτικού – ελεύθερου κόσμου».
Ελληνοχριστιανισμός και κομμουνισμός
Ο εξοβελισμός των Αριστερών από το εθνικό σώμα είναι – κατά τον Παπαδόπουλο – φυσική, απόλυτη και αμετάκλητη :
«ἩἙλλὰς καὶ κατὰ τὴν ἱστορικὴν παράδοσιν καὶ κατὰ τὴν βασικὴν κοινωνικὴν ἀντίληψιν καὶἀγωγὴν δεν εἶναί ποτε εὐεπίφορος πρὸς τὸν κομμουνισμόν, διότι ὁ κομμουνισμὸς δεν δύναται να ἔχῃ οὐδὲν σημεῖον κοινὸν μὲ τὸν ἑλληνοχριστιανισμόν που ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τῆς ἀγωγῆς τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸν δρόμον τῆς ἱστορίας των».
Η ασυμβατότητα ελληνικού έθνους και κομμουνιστικής ιδεολογίας δεν είναι βέβαια, επίνοια του Παπαδόπουλου, αλλά απόρροια του ιδεολογήματος περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, το οποίο προβλήθηκε από το λόγο της μεταξικής δικτατορίας. Την περίοδο εκείνη εδραιώθηκαν στην ελληνική κοινωνία αντικομμουνιστικά στερεότυπα που παρουσίαζαν τον κομμουνιστή ως άτομο ελεύθερης ηθικής, εχθρό της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας, δηλαδή των κεντρικών πυλώνων της έννοιας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Αυτές οι διαδεδομένες αντιλήψεις για τη διαλυτική επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών στην οικογένεια ή στην έκλυση των χρηστών ηθών ή ακόμη στην άμβλυνση του θρησκευτικού συναισθήματος και στην υποχώρηση των χριστιανικών αξιών, συνέβαλλαν στη συγκρότηση ενός ιδεολογικού αντιθετικού διπόλου : Ελληνοχριστιανισμός – Κομμουνισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ο δεύτερος να νοείται στα πλαίσια της εθνικιστικής αντίληψης ως απειλή για τον εκμαυλισμό της ελληνικής φυλής. Κατά αυτόν τον τρόπο οι έννοιες «Έλληνας» και «Κομμουνιστής» αλληλοαποκλείονται :
«Πρὸς Θεοῦ, ἡμεῖς οἱἝλληνες, οἱὁποῖοι καὶἐκ βαρείας κληρονομίας δεν εἶναι δυνατὸν να ἔχωμεν οἰανδήποτε σχέσιν μὲ τὴν τυραννίαν τοῦ Κομμουνσιμού, ἂς διαφυλάξωμεν τοὺς αὐτοὺς μας ἀπὸ τοῦ να πέσωμεν θύματα αὐτῆς τῆς προπαγάνδας».
«Δεν νοεῖται Ἕλλην κομμουνιστής. Νοεῖται Ἕλλην ἀγωνιστὴς διὰ τὸ σύνολον καὶ τὴν Ἑλλάδα».
Το ιδεολόγημα του «ελεύθερου κόσμου»
Ο μύθος της κομμουνιστικής, δηλαδή, σλαβικής συνωμοσίας στο λόγο του δικτάτορα μπορεί να γίνει κατανοητός – ή μάλλον ερμηνεύσιμος – στα πλαίσια του ιδεολογήματος του «ελεύθερου δυτικού κόσμου», μιας ιδεολογίας που γέννησε ο “ψυχρός πόλεμος” και η οποία λειτούργησε ως ιδεολογικό προκάλυμμα της αμερικανικής ιμεπριαλιστικής πολιτικής στη Δύση και νομιμοποίηση της ένταξης της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για μια μανιχαϊστική αντίληψη (αντίθεσης καλού και κακού) σύμφωνα με την οποία ο δυτικός / ελεύθερος κόσμος – του οποίου κοιτίδα είναι η Ελλάδα– συγκρούεται με τον κόσμο του ολοκληρωτισμού (κομμουνιστικές χώρες). Η σύγκρουση Δύσης – Ανατολής συνειρμικά παραπέμπει σε αντιπαράθεση πολιτισμού – βαρβαρότητας, ελευθερίας και δεσποτισμού και υποδηλώνει σύγκρουση διαφορετικών τρόπων ζωής. Το ιδεολόγημα αυτό επένδυσε μεταπολεμικά την αντικομμουνιστική ρητορική στην Αμερική και υιοθετήθηκε και από τις ευρωπαϊκές χώρες ως βασικό ιδεολογικό όπλο απέναντι στην επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης.
Η φύσει θέση της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο απορρέει κατά τον Παπαδόπουλο από τις κοινές αξίες. Απευθυνόμενος στον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα ο δικτάτορας προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους «της μακράς και εδραίας φιλίας, ήτις συνδέει τας δύο χώρας» :
«Ἡ κατανόησις καὶἡ συμπάθεια, τάς ὁποίας ἐπέδειξαν τότε αἱἨνωμέναι Πολιτεῖαι τῆς Ἀμερικὴς πρὸς τὴν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα, ὠφείλοντο ἀποκλειστικὼς εἰς τὴν κοινότητα ἰδεωδών, διαμορφωθέντων ἐκ τῆς δημιουργικῆς συνθέσεως τοῦἙλληνικοῦ πνεύματος καὶ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἥτις διεδόθη ἀνὰ τὸν κόσμον διὰ τοῦἙλληνικοῦ Λόγου. Τὰἰδεώδη ταῦτα ἀποτελοῦν τὴν βάσιν τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, εἰς τάς ἀρχὰς τοῦὁποίου ἐμμένει ἀκλονήτως ὁἙλληνικὸς Λαὸς».
Επομένως, ο αγώνας εναντίον εκείνων που επιδιώκουν να υποτάξουν την Ελλάδα στην «κομμουνιστική αυτοκρατορίαν» είναι κοινός για όλο το δυτικό κόσμο :
«Ἡ ἀποφασιοστικότης, συλλογικὼς ἐκδηλουμένη, δι’ ἀντίδρασιν, δι’ ὀργάνωσιν καὶ δι’ ἀλληλοβοήθειαν τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, εἴπερ ποτὲ ἄλλοτε σήμερον εἶναι σαφῶς ἀναγκαία δι’ ὅλους μας, ἐὰν θέλωμεν να ἐξακολουθοῦμεν να ὑποστηρίζωμεν ὅτι πιστεύομεν εἰς τὴν ἐλευθερίαν ὡς θεῖον δῶρον».
Δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Δυτικό κόσμο, η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της αμερικανικής πολιτικής συνιστούσε καίρια επιλογή της μετεμφυλιακής Δεξιάς και, οπωσδήποτε των Συνταγματαρχών. Στα πλαίσια αυτά είναι λογική η ευμενής και πολλές φορές θερμή υποδοχή των πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα το σχέδιο βοήθειας προς την Ευρώπη (Δόγμα Τρούμαν),με το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε «να κηρύξῃ τὴν ἐπανάστασιν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν τῆς Ἀμερικὴς καὶ να σώσῃ τὴν Ἑλλάδα μας». Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε καιμια άλλη παράμετρο : την «υπόγεια» επιρροή των Αμερικανών στρατιωτικών και πολιτικών στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις καθώς και την εκπαίδευση Ελλήνων στρατιωτικών στην Αμερική, ένας από τους οποίους ήταν και ο Παπαδόπουλος.
Από την άλλη, το ιδεολόγημα του «ελεύθερου κόσμου» παρέχει στον Παπαδόπουλο τη δυνατότητα να «νομιμοποιήσει» το απριλιανό καθεστώς στη διεθνή πραγματικότητα μέσω του αντικομμουνισμού, να αποκτήσει δηλαδή ανγνώριση και αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα και να βγει από την απομόνωση που του είχε επιβληθεί : Η Ελλάδα, κομμάτι του «ελεύθερου κόσμου» και σύμμαχος του ΝΑΤΟ, έχοντας την ατυχία να περιτριγυρίζεται από κομμουνιστικά καθεστώτα, είναι αντιμέτωπη με το φόβο επιβολής του κομμουνισμού. Αυτός μπορεί να είναι ένας ισχυρός λόγος για την σταθερή υποστήριξη των συμμάχων προς το καθεστώς του. Ως προς αυτό αναφέρει σε επίσκεψη αξιωματούχων του ΝΑΤΟ:
«Ἀποστολὴ τῆς ἀμυντικῆς Συμμαχίας μας εἶναι ἡ διασφάλισις τῆς εἰρήνης καὶἡὑπεράσπισις τῶν κατακτήσεων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, αἱὁποῖαι μονίμως ἀπειλοῦνται ὑπὸ τοῦὁλοκληρωτισμού. Διὰ τὴν ἐκπληρῶσιν τῆς διπλῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, ἀπαιτοῦνται: Πρῶτον, ἄρρηκτος συνοχὴ τῶν μελῶν τῆς Συμμαχίας, διαρκῇς ἑτοιμότης καὶἀδιάκοπος ἐπαγρύπνησις. Καὶ δεύτερον εἰδικὴ μέριμνα διὰ να μὴν ὑπάρχουν εἰς τὴν Συμμαχίαν κρίκοι ἀσθενεῖς, ἐκ λόγων ὑλικῶν. Διότι μεταβάλλονται εἰς πειρασμὸν διὰ τοὺς ἔχοντας ἐπεκτατικὰς διαθέσεις».
«Ο μπουρλοτιέρης κομμουνιστής και ο πένης και νήστις εργάτης»
Αν και τα αντικομμουνιστικά παραληρήματα είναι αρκετά συχνά στους λόγους του δικτάτορα ενδιαφέρον παρουσιάζουν συχνές προσπάθειες μιας πιο ψύχραιμης ανάλυσης της δύναμης των κομμουνιστικών ιδεών, που φαίνεται να μεταφέρει το αντικομμουνιστικό ιδεολόγημα που κληροδότησε το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς σε διαφορετικές, πιο ρεαλιστικές βάσεις. «Δεν κινδυνεύομεν, κύριοι, ἀπὸ τὸν κομμουνισμὸν ὡς πρωτογενῆ αἰτίαν», υποστήριζε συχνά ο Παπαδόπουλος, ενώ αλλού βεβαίωνε ότι «ἀριθμητικῶς ὁ κομμουνισμὸς δεν δύναται να ἐπιτύχῃ τίποτε». Πως τότε εξηγείται η επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινδύνου; Την απάντηση τη δίνει ο δικτάτορας στην ομιλία του προς τις πολιτικές αρχές των Σερρών :
«Δεν ὑπῆρξαν, κύριοι, ὅπως γνωρίζετε, στῇ χώρα μας πολλοὶ κομμουνισταί, διότι δεν συμβιβάζεται τὸἑλληνοχριστιανικὸν πνεῦμα μὲ τὸν κομμουνισμόν. Ὑπῆρξαν, ὅμως συνθῆκαι ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῆς κοινωνίας τοιαῦται, ὥστε τὰἄτομα τῆς κοινωνίας εἰς καποίαν στιγμὴν να ἀπολέσουν τὸν ἔλεγχον τῶν ἐνεργειῶν τῶν, να ξεχάσουν τελείως τάς εὐθύνας τῶν καὶἀναρχούμενα καθ’ ἑαυτὰ να ἐκδηλωθοὺν ὡς ἀναρχικὰ καὶ να ἀκολουθήσουν τὸν “ἰστρούχτορα” τοῦ κομμουνισμοὺ εἰς τὸ πεζοδρόμιον, ἵνα συγκροτούντα μετ’ αὐτοῦ τὸν ὄχλον, ἀποπειραθοὺν τὴν αὐτοκαταστροφὴν των».
Σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα διαμόρφωσαν πρόσφορο έδαφος, για να εξαπλωθούν οι κομμουνιστικές ιδέες.
«Δεν θὰὑπάρξῃ μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, ὅταν δεν μπορεὶ να παρασύρη ὡς σειρῆνα τὸν πένητα καὶ νήστιν ἐργάτην».
«Καὶἂς ἐξετάσωμεν ἔδω: Ποις δημιουργεῖ τὸν κίνδυνον; Ὁ κομμουνσισμὸς ἣ αἱ συνθῆκαι τάς ὁποίας οὗτος ἐκμεταλλεύεται; Ἀναμφισβήτως ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται ἐκ τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν. Διότι ἐὰν ὑπάρξουν αἱ συνθῆκαι αἱὁποῖαι δεν παρέχουν τὴν εὐχέρειαν εἰς τὸν κομμουνισμὸν να ἐπιδράση εἰς τὰ κοινωνικὰ στρώματα τότε δεν εἶναι δυνατὸν να καταστῇἐπικίνδυνος οὔτε καὶ να δημιουργήσῃἑστιᾷς».
Σε άλλο σημείο περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης ορισμένων πολιτών και την αδιαφορία του κράτους που το καθιστούσαν ανίκανο να αντιμετωπίσει την αυξανόμενο κομμουνιστική απειλή :
«Διότι τὰἄτομα ποῦ κατοικοῦσαν εἰς τὸν Ταῦρον, χρησιμοποιούντα ἀνὰ 8μελή οἰκογένειαν ἕνα παράπηγμα 4Χ4 καὶἀνὰ 8 οἰκογένειας ἕνα ὑπαίθριον ἀποχωρητήριον, τὸὁποῖον κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μήνας μετετρέπετο εἰς βοῦρκον ἀναπέμποντα δυσοσμίαν, δεν μπορούσαν παρὰ να καταστοὺν ἀναρχικά… Καὶὅλοι μας ἀπορούσαμε, διατὶ ηὔξανε τὸ περίγειον τοῦ κομμουνισμοὺ».
Επομένως, η πλειοψηφία των κομμουνιστών υπήρξαν «παραπλανημένοι» πολίτες κυρίως εξαιτίας της αδιαφορίας των πολιτικών κομμάτων για την επίλυση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Η αντίδραση των πολιτών σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες και σε αυτό το πολιτικό σύστημα τους οδηγούσε «εις το πεζοδρόμιον» σε φαινόμενα «αναρχίας» και «οχλοκρατίας» και τους καθιστούσε ευάλωτους στην κομμουνιστική προπαγάνδα.
«ΟἱἝλληνες, οἱὁποῖοι ἐκ τῆς ἀδυναμίας τὴν ὁποίαν παρουσίαζεν ἡ κοινωνία, μὴ δυνάμενοι να ἀνεύρουν δικαιοσύνην, μὴ δυνάμενοι να ἀνεύρουν ἀλήθειαν, μὴ δυνάμενοι να ἀνεύρουν καποίαν ἐνέργειαν χωρὶς συναλλαγὴν εἰς τὸν χῶρον τῆς κοινωνίας μας, ἐστράφησαν πρὸς ἐκδηλώσεις ἀναρχικὰς».
Ο δικτάτορας αποδίδει την αναβίωση του κομμουνιστικού κινδύνου στα προδικτατορικά κόμματα και τους πολιτικούς – και τους συντηρητικούς της ΕΡΕ, αλλά κυρίως τους ηγέτες της « Ένωσης Κέντρου», οι οποίοι ευθύνονται για το κλίμα σήψης το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο κομμουνισμός για να : «διαβρώση διὰ διεισδύσεως τὰ πάντα : Τὰ ἀστικὰ κόμματα, τὸν κρατικὸν μηχανισμόν, τάς διαφόρους ὀργανώσεις». Τα πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους κατηγορύνται, επομένως, επειδή δεν φρόντισαν να θωρακίσουν το καθεστώς και επέτρεψαν την επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινδύνου :
«Οὔτε ἰδιαιτέρως εὐφυής, οὔτε ἀριθμητικῶς ἰσχυρὸς ἦτο ὁ κομμουνσιμός. Ἦσαν, ὅμως, μωροὶ καὶἀδύνατοι, ἀνίκανοι καὶἀσυγχωρήτως ἀνύποπτοι, οἱὑπεύθυνοι ἐκπρόσωποι τοῦἐθνικοῦ μας καθεστῶτος».
«Ὁ κομμουνσιμὸς εἶχεν ἐπιβαλεῖ πρακτικῶς τὴν πολιτικὴν σύμπραξίν του μὲ τὰἀστικὰ κόμματα, εἶχεν ἐπιτυχεῖ να διαθέτῃἐντὸς αὐτῶν εὐτελεῖς πράκτορας, εἶχεν εἰσβαλεῖἐντὸς τοῦ κρατικοὺ μηχανισμοῦ καὶ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐτοδιοικήσεως, εἶχεν προωθήσει τάς θέσεις τοῦ εἰς τὸν συνδικαλιστικὸν τομέα καὶ εἶχεν ἐξασφαλίσει πλήρη ἀσυδοσίαν ἀσκήσεως ψυχολογικῆς βίας ἐπὶὅλων τῶν τάξεων».
Αυτό που ανησυχούσε περισσότερο το δικτάτορα, όταν μιλά για «διάβρωση» των αστικών κομμάτων, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στη ριζοσπαστική στροφή τη «Ένωσης Κέντρου» (Ε.Κ.) μετά την αποστασία και τα Ιουλιανά, την εμφάνιση μιας κεντροαριστερής πτέρυγας στο κόμμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και στην πιθανότητα προσέγγισής της με το κόμμα της Αριστεράς, την ΕΔΑ. Η βεβαιότητα της εκλογικής επικράτησης της Ε.Κ., η οποία στηριζόταν σε ευρεία εκλογική βάση και σε ένα πιο ριζοσπαστικοποιημένο κίνημα – το οποίο ο Παπαδόπουλος χαρακτήριζε «πεζοδρόμιον, τὸ ὁποῖον ἐξύμνουν ὡς δόξαν καιδύναμιν των» – στις επερχόμενες εκλογές, δημιουργούσε προσδοκίες εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο φόβος, επομένως, συνδεόταν με μια ενδεχόμενη ανατροπή σημαντικών δομών του μετεμφυλιακού κράτους, που ίσως ξεκινούσε από μια προσπάθεια ελέγχου του στρατού από την εκλεγμένη κυβέρνηση και περιορισμού του παρεμβατικού του ρόλου στα πολιτικά πράγματα. Αυτήν την επιλογή του λαού στις εκλογές πρόλαβε η συνωμοτική ομάδα των συνταγματαρχών με το Πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, θέτοντάς τον υπό κηδεμονία, για να το «σώσουν» από τη θέλησή του, παρά τη θέλησή του. Τον κίνδυνο αυτό υπαινίσσεται ο δικτάτορας το Σεπτέμβρη του 1968 :
«Οὐδεμία ὅμως νίκη, ὀσονδήποτε μεγάλη, ἔχει αὐτάρκειαν. Χρειάζεται συνεχὴς ἐπαγρύπνησις διὰ τὴν ἀξιοποίησιν τῆς. Καὶ αὐτὴὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἠμβλύνθη, ἕως ὅτου ἐφθάσαμεν εἰς τὴν ἐπαίσχυντον συνεργασίαν μὲ τὸν κομμουνισμὸν καὶ εἰς τὴν ἀσυγχώρητον ἀνικανότητα ἐκτιμήσεως τῶν ἐκ ταύτης κινδύνων, ἐκείνων οἱὁποῖοι εὑρέθησαν ῥυθμισταὶ τῶν τυχῶν τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη. Αὐτὴἡἐκφύλισις ἐπέβαλεν ὡς ἀναγκαιότητα τὴν Ἐπανάστασιν τῆς 21ης Ἀπριλίου».
Η έκπτωση
Οργανικισμός – η Ελλάδα «στο γύψο»
Μια προσφιλής τακτική του δικτάτορα στις ομιλίες του είναι η προσπάθεια του να αποδώσει περιγραφικά την πολιτική και κοινωνική κατάσταση με όρους ιατρικούς και βιολογικούς και με αντίστοιχες παρομοιώσεις. Συχνά γίνεται λόγος για «ασθένεια» από την οποία «νοσεί» ο «οργανισμός» του ελληνικού έθνους. Για αυτό επιβάλλεται ως «θεραπεία» η τοποθέτηση του «ασθενούς» «επί της χειρουργικής κλίνης», ώστε «δια της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας»:
«Κύριοι, νοσοῦμεν. Νοσοῦμεν ὡς κοινωνία. Νοσοῦμεν ὡς λαὸς καὶ κινδυνεύομεν να ἀποθάνωμεν ὡς ἔθνος».
«Κύριοι, ὁὀργανισμὸς μας ὡς λαοῦ, ὡς κοινωνίας, ὡς ἔθνους, νοσεῖ βαρύτατα. Νοσεῖ τόσον, ὥστε ὡς ἰατρὸς ἔχω τὴν συγκίνησιν τὴν ὁποίαν θὰ εἶχε ἰατρὸς εὑρισκόμενος πρὸ τῆς χειρουργικῆς τραπέζης τοῦἀσθενοῦς καὶἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς συγγενεῖς τοῦ, διὰ να ζητήσῃ τὴν συμπαράστασιν των».
Στα πλαίσια αυτά η πλέον αναγνωρισμένη αναφορά του καθεστωτικού λόγου ήταν η παρομοίωση των έκτακτων μέτρων του καθεστώτος με τον γύψο :
«Πάλιν θὰἀποτολμήσω ἐπαφὴν μὲ τοὺς ἰατρούς. Ἀσθενῆἔχομεν. Εἰς τὸν γύψον τὸν ἐβάλαμεν. Τὸν δοκιμάζομεν ἐὰν ἠμπορὴ να περπατάη χωρὶς τὸν γύψον. Σπάζομεν τὸν ἀρχικὸν γύψον καὶ ξαναβάζομεν ἐνδεχομένως τὸν καινούργιο ἐκεῖὅπου χρειάζεται».
«Ἐβγάλαμεν τὸν γύψον καὶἐβάλαμε νάρθηκα καὶ θέλομεν τῇ βοηθείᾳ τῶν συγγενῶν να κάμῃ τὰ πρῶτα βήματα. Ἐλπίζομεν να μὴ πέση καὶ σπάσῃ ξανὰ τὸ ποδὶ τοῦ».
Αντίστοιχες αναλογίες συναντώνται πολύ συχνά στις ομιλίες του δικτάτορα ως δείγματα ενός απλουστευτικού και εκλαϊκευτικού λόγου που επιδιώκει να παρουσιάσει την κατάλυση της δημοκρατίας, την αστυνόμευση, τους περιορισμούς, τις απαγορεύσεις και τις διώξεις ως αναγκαία και προσωρινά μέτρα του καθεστώτος – ιατρού για τη σωτηρία του ασθενούς – Έθνους και αποκαλύπτει την αγωνία των επιβητόρων της εξουσίας να στηρίξουν ηθικά την παραβίαση της νομιμότητας.
Εκτός αυτού η χρήση ιατρικών και βιολογικών όρων αποκαλύπτει στις ομιλίες του δικτάτορα και ένα βασικό χαρακτηριστικό του συντηρητισμού, τον οργανικισμό σύμφωνα με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως ζωντανός οργανισμός και τα κοινωνικά φαινόμενα περίπου ως βιολογικά. Στο λόγο του δικτάτορα ο «εθνικός οργανισμός» αποτελείται από όργανα / κοινωνικές ομάδες, που είναι εξίσου σημαντικά για να μπορέσει το σώμα να ζήσει. Για παράδειγμα το εμπόριο είναι «το πόδι» της Ελλάδας, ο τραπεζικός τομέας είναι «η καρδιά εις το κυκλοφοριακόν σύστημα της κοινωνίας», ενώ ο αγροτικός τομέας, που είναι η «σπονδυλική στήλη» του έθνους, αποτελεί «το βασικόν και το ισχυρότερον κύτταρον, εκ του οποίου συγκροτείται η ελληνική κοινωνία». Αντίστοιχα η εργατική τάξη καλείται «να δώση τον σκελετόν εις το νέον Κράτος», ενώ οι εκπαιδευτικοί είναι «το ήπαρ, το οποίον βοηθά εις την παρασκευήν νέων αιμοσφαιρίων δια τον εθνικόν οργανισμόν».Τέλος, η Κυβέρνηση, ως συντονιστής των επιμέρους οργάνων, είναι «ο εγκέφαλος, το όργανον, το οποίον προγραμματίζει, σχεδιάζει, κατευθύνει και απογράφει την εκτέλεσιν των προγραμμάτων». Μια τέτοια απλουστευτική αντίληψη παρουσιάζει τόσο τα άτομα, όσο και τις κοινωνικές ομάδες σε μέλη / γρανάζια του «εθνικού οργανισμού» χωρίς αυτόνομη βούληση, ενταγμένα σε προκαθορισμένες λειτουργίες και ρόλους.
Η παρακμή
Ποια είναι, όμως, αυτή η «ασθένεια» την οποία προσπαθεί να «θεραπεύσει» το καθεστώς – ιατρός;
Η νοητική κατασκευή από τον Παπαδόπουλο μιας εξιδανικευμένης και μεταφυσικής ουσίας «Ελλάς» οδηγεί αναπόδραστα σε ασυμφωνία με την παροντική πρόσληψη της πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας, η οποία γίνεται αντιληπτή ως κρίση και παρακμή. Το χάσμα ανάμεσα στο ιδεατό – αχρονικό εθνικό ιδεώδες και την υποδεέστερη πραγματικότητα είναι μεγάλο και «γεφυρώνεται» μέσα από το ιδεολόγημα της «έκπτωσης». Αυτήν την αίσθηση της έκπτωσης και παρακμής δηλώνουν οι διάχυτες στο λόγο του ιατρικές και βιολογικές παρομοιώσεις. Σε τελική ανάλυση οι αναφορές στην Πατρίδα που «νοσεί», αποκαλύπτουν μια αρνητική εθνική αυτοεικόνα για το παρόν, το οποίο αντιμετωπίζεται ως κατώτερο του ένδοξου παρελθόντος. Πρόκειται για ένα από τα βασικά συστατικά του συντηρητικού λόγου και της αντίστοιχης ιδεολογίας, που «νομιμοποιεί» την επιβολή της δικτατορίας και τη διατήρηση του καθεστώτος σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με αυτήν την επιχειρηματολογία η Ελλάς υπήρξε στο παρελθόν η δημιουργός του πολιτισμού και ο φορέας ανώτερων αξιών. Απόδειξη αποτελούν τα μεγάλα επιτεύγματα τόσο στον τομέα των πολεμικών όσο και σε αυτόν των ειρηνικών έργων. Η απομάκρυνση από αυτές τις κατά παράδοση «ελληνικές» αξίες οδήγησε στη σημερινή κρίση / «έκπτωση από ένα ιδεατό παρελθόν», την οποία βιώνει η Ελλάδα.
Η φαυλοκρατία
Στη σκέψη του δικτάτορα η κρίση είναι διπλή. Πρόκειται ασφαλώς σε πρώτο επίπεδο για κρίση πολιτική / εθνική, αλλά και – κατ’ επέκταση – για κρίση ηθική και κοινωνική. Η πρώτη συνδέεται με τα τρωτά του πολιτικού συστήματος : η «αδυναμία συνεννοήσεως μεταξύ υπευθύνων πολιτικών παραγόντων», η πρόταξη του κομματικού συμφέροντος στο εθνικό, φιλαρχία, η ασυνειδησία, η «φαυλοκρατία», η διαφθορά και η συναλλαγή διαμόρφωναν το «πολιτικόν αδιέξοδον εις το οποίον είχεν εισέλθη» η χώρα. Ο δικτάτορας περιγράφει με γλαφυρό ύφος την –κατά τη γνώμη του – πολιτική κρίση:
«Ἡ πολιτικὴἡγεσία, οὐδεμίαν κατέβαλλεν προσπάθειαν διὰ να ἀποσοβήση τὴν προϊούσαν αὐτὴν φθορὰν τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Διότι ἣ δεν ἠδύνατο ἣ δεν ἤθελε. Ὁ τρόπος ἀναδείξεως τῆς ἄλλωστε, ὁ φεουδαρχικός, ὁ προσωπολατρικός, ὁ οἰκογενειοκρατικός, ἐπεδείνωνε τὴν ἀνεπάρκειαν τῆς. Ἡ πολιτικὴ μας ζωὴἀσφυκτιοῦσεν εἰς ἀτμόσφαιραν συναλλαγῇς, ἰδιοτελείας καὶἀνενδοιάστου ἀρχομανίας. Πολιτικὰ κόμματα ὠργανωμένα δεν ὑπῆρχον. Ὠργίαζεν ἐν τούτοις ὁ κομματισμός. Ὑπὸ τὸν διάτρητον μανδύαν τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ, αἱ τύχαι τῆς χώρας εὑρίσκοντο ἑκάστοτε εἰς χεῖρας μιᾶς ἀσυδότου ὀλιγαρχίας. Μοιραῖον ἐπακολούθημα τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἦτο ἡ κυβερνητικὴἀστάθεια».
Η ατομοκρατία
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής «σήψης» – κατά τον Παπαδόπουλο – υπήρξε η ηθική και κοινωνική «διάβρωση» του Έλληνα. Η ιδιοτέλεια, η συναλλαγή, η διαφθορά, η φαυλοκρατία είχαν διαχυθεί από την πολιτική ηγεσία προς τα κάτω σε ολόκληρη την κοινωνία:
«Ὑπῆρξαν ἁμαρτίαι κατὰ τὸ παρελθόν. Πταίουν πολλοί, πταίομεν ὅλοι.Δεν θὰἦτο εὔκολον να ἐπιμερίσωμεν τάς εὐθύνας. Ἴσως να ὑπάρχουν ηὐξημέναι εὐθῦναι εἴς τινας, οἱὁποῖοι εἶχον τὴν εὐκαιρίαν να ἡγοῦνται τοῦ λαοῦ. Ἡ εὐθύνη, ὅμως, βαρύνει ὅλους μας. Αὐτό που λέμε «φαυλότης τοῦ παρελθόντος» δεν ἀναφέρεται εἰς συγκεκριμένα ἄτομα. Ἀναφέρεται εἰς νοοτροπίαν συγκεκριμένης ἐποχῆς. Ἡἐποχὴἦτο φαῦλος. Καὶἐντὸς τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, εἰς τὴν φαυλότητα συμμετείχομεν ὅλοι».
Πρόκειται για μια κατάσταση παρακμής που προσδιορίζεται με λέξεις, όπως ατομοκρατία, αναρχισμός, εγωιστική νοοτροπία, ιδιοτέλεια, διαφθορά, ανηθικότητα, κ.ά. Η κρίση εντοπίζεται κυρίως στη σχέση του ατόμου με το σύνολο, στην απουσία κοινωνικής ευθύνης και στην κυριαρχία του ατομικιστικού πνεύματος:
«Ὁ λαὸς μας ἀπώλεσε τὴν πυξίδα καὶ εἰς τῇ δρᾶσιν τοῦ κατέστη ἄτομον ἀντικοινωνικόν, καὶ εἰς τὸ σύνολον, ὡς κοινωνία, οὐχὶ πειθαρχημένον, ἐν νόμῳ καὶἠθικὴ τάξει».
«Συνηθίζομεν να θεωροῦμεν ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι μὲ τὸ μέρος μας. Πέρα ἀπὸ τὸἀτομικὸν μας συμφέρον δεν βλέπομε τίποτε. Δεν ὑπάρχει σχεδὸν κατὰ κανόνα κανεὶς δισταγμός, διὰ τὴν παράβασιν τοῦ νόμου ἣ τῆς ἠθικῆς τάξεως, προκειμένου τὰἄτομα να ἐπιδιώξουν τὴν ἰκανοποίησιν αὐτοῦ τὸὁποῖον θεωροῦν ὡς ἴδιον συμφέρον, εἴτε αὐτὸ εἶναι ὑλικόν, εἴτε εἶναι ἠθικόν, ἐν τῇἐννοίᾳ τῆς ἐπιδιώξεως τῆς καταλήψεως μιᾶς θέσεως».
«Τὴν στιγμὴν αὐτὴν τὰἄτομα τῆς κοινωνίας μας εἶναι ἀναρχικά. Εἴμεθα ἀναρχικοὶ καὶ θὰ πρέπει να ξαναγίνωμεν κοινωνικὰὄντα, καὶ τότε ὡς κοινωνικὰὄντα θὰ πρέπει να γνωρίζωμεν ἑκάστοτέ που συμβιβάζεται τὸἀτομικὸν μας συμφέρον καὶ γενικότερον συνολικὸν τοιοῦτον».
Αποτέλεσμα της «ατομοκρατίας» και του «αναρχισμού» είναι η απουσία κάθε ηθικού φραγμού, κάθε αισθήματος ντροπής προκειμένου να επιτευχθούν ιδιοτελείς ατομικοί στόχοι. Η ηθική αυτή κρίση αποτυπώνεται ως υποχώρηση των ηθικών αναστολών, αφού έχει χαθεί «το ερυθρίασμα εις τας παρειάς των Ελλήνων είτε έναντι της ηθικής παραβάσεως είτε έναντι της κοινωνικής».
«Είχεν απωλέσει το ιδανικόν της πατρίδος»
Η ηθική κρίση, είναι, εντέλει, και κρίση «εθνική», με την έννοια της αποξένωσης του Έλληνα από αυτόν τον πυρήνα ελληνοχριστιανικών αξιών που συγκροτούν – κατά το δικτάτορα- την έννοια της ελληνικότητας. Έτσι οι Έλληνες κατέληξαν «άτομα αναρχικά, υλιστικά»:
«Εἴχομεν περιέλθει εἰς κατάστασιν ἀναρχισμοὺἡμεῖς ὅλοι εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν τοῦἑλληνοχριστιανικοὺ πολιτισμοῦ. Εἴχομεν ἀποξενωθὴ ἀπὸ κάθε ἰδεῶδες, ἀπὸ κάθε χριστιανικὴν ἀρχήν, ἀπὸ κάθε γραπτὸν καὶἄγραφον νόμον, ὡς ἄτομα ὄχι κοινωνικά, ἀλλὰὡς ἄτομα κατευθυνόμενα μόνον ἀπὸ τὸἔνστικτον. Ζούσαμε ὄχι εἰς μίαν κοινωνίαν, ἀλλὰ εἰς μίαν ζούγκλαν».
Ένα χρόνο περίπου μετά το πραξικόπημα ο δικτάτορας θα μιλήσει για αυτήν την ηθική και εθνική κρίση, προσδιορίζοντάς την ως απομάκρυνση από το «ιδανικόν της πατρίδος»:
«Εἶχεν ἀπωλέσει ὁἝλλην, εἶχε ἀπολέσει ὁἑλληνικὸς λαὸς τὸἕρμα τοῦ καὶὡς πρὸς τὸ προσωπικὸν τοῦἰδανικὸν καὶὡς πρὸς τὸἰδανικὸν τῆς πατρίδος τοῦ».
Η «πλημύρα της προόδου» και ο «άκρατος ευδαιμονισμός»
Οι ευθύνες για αυτήν την αρνητική κοινωνική νοοτροπία του Έλληνα, ασφαλώς ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρόσφατο «αμαρτωλό παρελθόν», στο διαβρωμένο πολιτικό σύστημα και τη φαυλοκρατία της δημόσιας διοίκησης που εξέθρεψαν τη διαφθορά και τη συναλλαγή. Η κακή πολιτική κατάσταση – κατά το δικτάτορα – δεν επέτρεψε στον Έλληνα να συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο σύνολο και την ανάγκη «απαλλοτριώσεως ενός μέρους του ατομικού συμφέροντος υπέρ του συμφέροντος του συνόλου». Είναι, ωστόσο, αποτέλεσμα της συνισταμένης επίδρασης πολλών παραγόντων : των αδυναμιών του ίδιου του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Έλληνα και των διαβρωτικών επιδράσεων της σύγχρονης προόδου η οποία ευνόησε τη επικοινωνία των εθνικών πολιτισμών, τον ευδαιμονισμόκαι τη σύγχυση. Σε ομιλία του προς τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας αναφέρει :
«Ἔχομεν ἕνα λαόν, ὁὁποῖος τὰ τελευταῖα τριάντα ἔτη ἀντιμετώπισε ὅλον τὸν κυματισμόν, τὸν κοινωνικὸν καὶ οἰκονομικόν, ποῦ δημιουργεῖἡ πλημύρα τῆς προόδου τῆς τεχνολογικής, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπαφῆς μὲ τοὺς προηγμένους λαούς. Ὁ τουρισμὸς δεν ἄφησε πλέον οὔτε τὸν χωρικὸν τῆς τελευταίας ἐσχατιὰς τοῦ τόπου να ἀγνοῇ τῶν προημένων λαῶν τὰἀγαθὰ διὰ τὴν ἰκανοποίησιν πολιτισμένης στάθμης ἀναγκῶν τοῦἀτόμου. Οὕτως, σήμερα, ὅλοι γνωρίζουν πολλά, ἀλλὰ καὶὅλοι θέλουν πολλά. Καὶ μὲ τὴν βασικὴν ἀδυναμίαν τὴν ὁποίαν ἔχει τὸἄτομον να μετρήσῃ πάντοτε καὶ να προσαρμόζη τάς ἀπαιτήσεις πρὸς τὸ δυνατόν, ἔχομεν μίαν ἀναρχίαν εἰς τὴν σκέψιν, ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνικὴν δρᾶσιν τῶν ἀτόμων. Ἰδοὺἡ βασικὴἀδυναμία τὴν ὁποίαν πρέπει να ὑπερπεράσωμεν εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς».
«Ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος, ἡἐπέκτασις τῶν ὁρίων τῆς γνώσεως τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ ταχύτης εἰς τὸν ῥυθμὸν τῆς ἀναπτύξεως καὶ τῆς ἐξελίξεως τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν ἐδημιούργησαν εἰς τὸν ἄνθρωπον πρὸς στιγμὴν μίαν ἀπώλειαν τῆς πυξίδος».
Η καταγγελία του ευδαιμονισμού ως παραγωγού αντικοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου, είναι, επίσης, συχνή στις ομιλίες του δικτάτορα :
«Ὁ κίνδυνος εἶναι ὁἐκφραζόμενος ὑπὸ τὸἐπίγραμμα «εὐδαιμονισμός». Σήμερον κατέχονται ὅλοι οἱἄνθρωποι ἀπὸἔναν ἄκρατον εὐδαιμονισμόν…ἀποτελεῖ κίνδυνον, ὁὁποῖος ἐκτρέπει τὸ κοινωνικὸν σύνολον πρὸς κατευθύνσεις, αἱὁποῖαι εἰς τὴν οὐσίαν εἶναι κατευθύνσεις που μόνον ὁἐχθρὸς τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου θὰἠκολούθει».
«Τέλος, διαφυλαχθῆτε ἀπὸ τὴν ἄμετρον βουλιμίαν ἀποκτήσεως ἀγαθῶν. Εἶναι ἡἀδυναμία τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἡἀδυναμία ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος… Ἡ βουλιμία, κύριοι, εἶναι αἴσθημα ἣ μᾶλλον ἔνστικτον, τὸὁποῖον κατευθύνει τάς μὴἀνθρωπίνους ὑπάρξεις τῆς ζωῆς. Οἱἄνθρωποι μὲ τὴν ἰσχὺν τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀγωγῆς τῆς κοινωνικῆς, πάντοτε ἐπιβάλλονται τοῦἐνστίκτου αὐτοῦ κα? ἐλέγχουν τὴν βουλιμίαν τῶν. Ἐλέγξατε καὶὑμεῖς, νέοι μορφωμένοι, τὸ αὐριανὸν μέλλον τοῦἔθνους, ἐλέγξατε τὴν βουλιμίαν σας».
Με ένα ηθικιστικό και απλουστευτικό τρόπο ο Παπαδόπουλος επικρίνει την καταναλωτική απληστία των εργατών, στην οποία γεννά τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο κοινωνικό σύστημα :
«Εἶναι λογικὸν καὶ αἰσθάνεται ἀγανάκτησιν ἔνας ἐργαζόμενοπς μέσα εἰς τὴν παραγωγικὴν μηχανήν, διότι τὰ χρήματα, τὰὁποῖα ἡ παραγωγικὴ μηχανὴἐπιτρέπει να ἐπιμερισθοὺν εἰς αὐτὸν ὡς κέρδος ἐκ τῆς ἐργασίας τοῦ, δεν τοῦἰκανοποιοὺν τὴν ἀνάγκην π.χ. να ἀποκτήσῃἰδιόκτητον αὐτοκίνητον, καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχολογικὴν κρίσιν να γίνεται ἀρνητής, να στρέφεται ἐναντίον τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου;».
Η εθνική αναγέννηση
«Να ανεύρωμεν τον εαυτόν μας»
«Τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν χάσει. Τὸν ἑαυτὸν μας τὸν χάνομεν. Ἂς συνέλθωμεν διὰ να ἀνεύρωμεν τὸν εὐατὸν μας καὶ τὴν πατρίδα».
Η προβολή της πολύπλευρης κρίσης και «έκπτωσης» από τα εθνικά πεπρωμένα, επιβάλλει την ανάγκη ηθικής αναμόρφωσης του Έλληνα με στόχο την εθνική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει εθνική συνέγερση και εξαγνισμό από τον «κακό εαυτό μας», έργο το οποίο αποτελεί και το λόγο ύπαρξης και νομιμοποίησης της «Επανάστασης» :
«Τὰ χαράματα τῆς 21ης Ἀπριλίου, μὲ τὸν σπινθῆρα τὸν ὁποῖον ἔθεσαν αἱἔνοπλοι δυνάμεις τοῦἔθνους, ἡ ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων ἐπανεστάτησεν. Ἐπανεστάτησεν κατὰ τοῦἑαυτοῦ τῆς. Ἐπανεστάτησε, διότι εἶχε ὠριμάσει εἰς κάθε ἑλληνικὴν ψυχήν, ὁπουδήποτε καὶἂν εὑρίσκετο, μέσα εἰς οἰονδήποτε ἑλληνικὸν σῶμα, ἡἀνάγκη να ἀναμορφωθή, να ἀναστηθὴ καὶ να ἀνασυνταχθῇὁἑλληνικὸς λαὸς ἐπὶ τὰ πεπρωμένα τοῦ».
“Εἶναι εὐκαιρία ἡὁποία ἐδόθη εἰς τὸἜθνος διὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου. Δεν πρόκειται να ἐπαναδοθή. Ἣ θὰ κάμῃ αὐτὴν τὴν φορὰν τὸἜθνος τὸἅλμα πρὸς τὰἐμπρὸς ἣ θὰἀποθάνῃ”.
Η «διάβρωση» του λαού από τη «φαυλότητα» – την οποία συχνά ο δικτάτορας επικαλείται αναφέροντας περιστατικά διαφθοράς και σήψης – καθίσταται το αντεπιχείρημα που συγκαλύπτει τη διατήρηση του τυραννικού καθεστώτος :
«Τὴν παραμονήν, κύριοι, εἶχον συλλάβει ἀξιωματικὸν τῆς Στρατιωτικῆς Δικαιοσύνης νά λαμβάνῃἀπὸἄτομον εἰς γραφεῖον του 60.000 δραχμάς, διὰ να ἐξαφανίση δικογραφίαν. Καὶ σᾶς ἐρωτῶ: Μὲ αὐτὴν τὴν κατάστασιν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ψυχολογικὴν πίεσιν, ποῖος γεννηθεὶς Ἕλλην, δύναται να ζητήσῃ τὴν ἀναστολὴν τοῦ δρόμου τῆς Ἐπαναστάσεως, πρὶν φθάσῃ εἰς τὸἀσφαλὲς σημεῖον, ποὺ θὰἀποκλείεται ἡἐπάνοδος εἰς τὸν προηγούμενον βίον, ἐὰν ἐπιθυμῇ πράγματι ὡς Ἕλλην να ὑπάρξῃ ζωὴ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν; Ποῖος δύναται να κατηγορήσῃἡμᾶς ὡς διατεθειμένους να ἐπιβάλωμεν τὴν τυραννία ἐπὶ τοῦ λαοῦ , ὅστις διὰ τῆς διαβρώσεως τὴν ὁποίαν ἔχει ὑποστῇ, συνεπεία τῆς φαυλότητος τοῦ παρελθόντος, ἔχει περιέλθει εἰς τοιαύτην κατάστασιν; »
Η επανάσταση εναντίον του εαυτού μας
Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου αποτελούν ένα κάλεσμα για αναμόρφωση των κοινωνικών ηθών, ενίσχυση του πνεύματος της κοινότητας, της αλληλεγγύης και της αγάπης, επανάκτηση του αισθήματος της «εντροπής», καταδίκη του ευδαιμονισμούκαι του ατομικισμού. Απέναντι στην «ατομοκρατία» ο Παπαδόπουλος προβάλλει την ιδέα του «κοινωνικού ατόμου», το οποίο έχει επιτύχει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο συμφέρον του και το συμφέρον του συνόλου.
«Εἶναι ἀνάγκη τὸ ἄτομον, ἐλεύθερον ἀπολύτως, ὡς αὐτεξούσιος προσωπικότης, να παραμείνει κοινωνικὸν ἄτομον, πειθαρχημένονν εἰς τὰ ὑποχρεώσεις τάς ὁποίας ἔχει ἔναντι τῆς κοινωνίας ἐντὸς τῆς ὁποίας ἀναπτύσσεται, ἐπιδιῶκον τὴν χρυσῆν τομὴν τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ χωρὶς να προσβάλῃ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ γείτονος τοῦ, χωρὶς να διαλύσῃ τὴν κοινωνίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητον ὑπόβαθρον οἰασδήποτε προσπαθειαςτου».
«Ἀφ’ ἧς ὁἄνθρωπος ἐγεννήθη ὡς κοινωνικὸν ὂν ὀφείλει να ἀντιληφθῇὅτι πρέπει να ἁπαλλοτριώση ἕνα μέρος τῶν συμφερόντων τοῦ ὑπὲρ τῶν παρακειμένων συνανθρώπων τοῦ εἰς τὴν κοινωνίαν. Ἐὰν αὐτὸ δεν καταστῇ δυνατὸν να τὸἀντιληφθῇ, δεν εἶναι δυνατὸν να ὑπάρξῃὡς κοινωνικὸν ἄτομον. Καὶἂν δεν ὑπάρχουν κοινωνικὰἄτομα δεν εἶναι δυνατὸν να ὑπάρξῃ κοινωνία».
Πρόκειται συνολικά για ένα κάλεσμα προσωπικής και ηθικής ανάπλασης, μιας ηθικής «Επανάστασης εναντίον του κακού εαυτού μας» :
«Καὶὁἀντίπαλος, ὁἐχθρὸς μας αὐτὴν τὴν στιγμὴν εἶναι ὁ φοβερώτερος τῶν ἐχθρῶν που ἀντιμετωπίσαμέν ποτε. Εἶναι ὁἴδιος ὁἐαυτὸς μας».
«Δεν ὑπάρχουν ἐχθροὶ μας. Ἔνας εἶναι ὁἐχθρός. Ὁἐαυτὸς μας. Ἐὰν ἀπολυτρωθῶμεν ἀπὸ αὐτὸν καὶἂν αἰσθανθῶμεν ὁ εἰς τὸν ἄλλον ὡς φίλον, ὡς γείτονα, ὡς ἄνθρωπόν που ἀγωνίζεται διὰ τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶἂν ἀποβάλωμεν ἔστω καὶὀλίγον ἀπὸ τὴν τάσιν που μας ἐδημιούργησε τὸ παρελθὸν να ἀποβλέπωμεν, μόνον εἰς τὸ «συμφέρον μου» καὶ να ἀγνοοῦμεν τὸ συμφέρον τοῦ συνόλου, τότε ἐστὲ βέβαιοι ὅτι ἡἙλλὰς θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς προκοπῆς καὶὁἑλληνικὸς λαὸς θὰ ζήση ἐν εὐδαιμονίᾳ».
Η αναμόρφωση ως επάνοδος στις ελληνοχριστιανικές αξίες
Η ηθική ανάπλαση του Έλληνα στηρίζεται στην επιστροφή στις ηθικές αξίες, οι οποίες κατά βάση είναι οι παραδοσιακές εθνικές αξίες. Πρόκειται για αξίες από τις οποίες απομακρύνθηκε ο Έλληνας. Επομένως, η εγκατάλειψη της «νοοτροπίας του παρελθόντος», δηλαδή η ηθική ανάπλασή του, καταλήγει σε εθνική αναμόρφωσή του, σε επανοικειποίηση των εθνικών αξιών :
«Πρέπει να πιστεύσουν ὅλοι ὅτι πρέπει να ἐγκαταλείψουν τὴν νοοτροπίαν τοῦ παρελθόντος καὶ να ξαναγίνουν Ἕλληνες»
«Κύριοι, θὰ γνωρίζετε ὅτι μου ἐδόθη ἡ εὐκαιρία ἀναφερόμενος πρὸς ἄλλας ὁμάδας τῆς κοινωνίας μας, να ἐπισημάνω τὴν κρισιμότητα τῶν περιστάσεων τάς ὁποίας διέρχεται ἡ χώρα. Τὸ πρόβλημα εἶναι δύσκολον, διότι ἀναφέρεται εἰς τὴν ἀνάπλασιν τῆς ψυχολογίας, τῆς νοοτροπίας τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ τῇ κοινῇ προσπαθείᾳ διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Πατρίδος».
«Ἐργασία, ὁμόνοια, πίστις εἰς τοὺς ἐαυτοιὺς μας, πίστις εἰς τὸ Ἔθνος μας, πίστις εἰς τὸν δυναμισμὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ να εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οὐδεὶς σκοπὸς εἶναι ἀπραγματοποίητος».
Και για να γίνει πιο συγκεκριμένος ο δικτάτορας προσδιορίζει την ανάπλαση του Έλληνα ως αναγέννηση με βάση την παράδοση και τις ελληνοχριστιανικές αξίες, η οποία θα οδηγήσει στην εθνική ανάταση και ευημερία:
«ΤὸἜθνος ἀποπειράται να ἀποβάλῃ τὸν παλαιὸν ἑαυτὸν τοῦ καὶ να κινηθῇἐλεύθερον πρὸς τὸν δρόμον που ἐπιτάσσει ἡ παράδοσις καὶὁ πολιτισμὸς μας, ὅπως τὸν ἐνστερνήθημεν πρῶτοι ἡμεῖς ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὸν παρελάβομεν ἀπὸ τὸἀθάνατον ἑλληνικὸ πνεῦμα τῶν προγόνων μας».
«Ἔχομεν να πολεμήσωμεν εἰς μίαν κατάστασιν δημιουργημένην εἰς τὴν νοοτροπίαν μας, εἰς τὸν χαρακτήραν μας, εἰς τὴν μέχρι τοῦδε κοινωνικὴν συμπεριφορὰν μας. Πρέπει να ἀποβάλωμεν αὐτὴν τὴν νοοτροπίαν… Ὅλοι πρέπει να ἀπαλλάξωμεν τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπὸ τάς ἀδυναμίας αὐτὰς καὶὅλοι πρέπει να ἀναγεννηθῶμεν, ἵνα ὡς ὁδηγοὶ καὶ σκαπανεῖς τῆς νέας Ἑλλάδος, ἐπιτύχωμεν να πραγματώσωμεν τὸὄνειρο τῶν Ἑλλήνων. Τὴν εὐδαιμονούσαν Ἑλλάδα τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν».
«Ἀρκεῖ οἱ Ἕλληνες να ἐνθυμοῦνται ὅτι εἶναι Ἕλληνες, ὅτι εἶναι ἀπόγονοι ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκινήθη μέσα εἰς μίαν εὐνομούμενη πολιτείαν, διεπομένην ἀπὸ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη, ἅτινα οὐδεμίαν ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ζούγκλαν, μὲ πολιτείαν ἀποτελουμένην ἐξ ἀνθρώπων που σκεπτοναυι καὶ ἐνεργοὺν παραβλέποντες κάθε ἀπαίτησιν ἠθικῆς τάξεως».
«Ἀποβλέπομεν να ἐνώσωμεν τὸ Ἔθνος εἰς μίαν δύναμιν καὶ να τοῦ δώσωμεν τὴν εὐκαρίαν να εὔρη καὶ πάλιν τὸν ἑαυτὸν τοῦ. Να εὔρη τὴν ἐμπιστοσύνη εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ καὶ τὴν πίστιν τοῦ εἰς τὰ πεπρωμένα τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν Ἑλληνοχριστιανικὴν παράδοσιν».
. Μοχλοί αυτής της αναμόρφωσης είναι όλες οι κοινωνικές ομάδες – δημόσιοι λειτουργοί, αξιωματούχοι, νομικοί, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, κληρικοί κ.ά. – οι οποίοι καλούνται να συστρατευθούν ως «ιεραπόστολοι» :
«Πρέπει να ἀρχίσωμεν ἀμέσως καὶ να συνεχίσωμεν ἀπὸ τοῦἑαυτοῦ μας μέχρι τῶν γειτόνων μας, ἀπὸ τὴν ὁμάδα μας πρὸς τὸ κοινωνικὸν σύνολον καὶἀπὸ τὸ κράτος πρὸς τὰἔξω, εἰς μίαν προσπάθειαν ἐνημερώσεως ὅλων ἐπὶ τῶν ἀρχῶν ἠθικῆς τάξεως, ἐπὶ τῶν θεσμῶν, ἐπὶ τῶν ὑποχρεώσεων τοῦἀτόμου πρὸς τὸ κοινωνικὸν σύνολον. Καὶ τοῦτο προκειμένου να να ἐπιτύχωμεν τὴν ἀνάπλασιν τῆς νοοτροπίας τοῦἝλληνος, ἡὁποία ἀποτελεῖ τὴν βασικὴν ὑποδομὴν οἰασδήποτε προσπαθείας ἀναπτύξεως, ἀναγεννήσεως καὶἀναπλάσεως τοῦἙλληνικοῦἜθνους».
Το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας
Προϋπόθεση της επίτευξης αυτής της εθνικής συνέγερσης είναι η επανάκτηση και εδραίωση της εθνική ενότητας και αδελφοσύνης, η οποία σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο υπονομεύτηκε από τον κομματισμό και τα πολιτικά πάθη του παρελθόντος, που ύπουλα διέγειρε και εκμεταλλεύτηκε ο κομμουνισμός. Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα που παρουσιάζει το Έθνος ως αδιαφοροποίητο σύνολο και επιδιώκει την απόλυτη ενότητα ανάμεσα στα μέλη που τη συγκροτούν. Το προσκλητήριο αυτής της εθνικής ενότητας στηρίζεται στο λόγο του δικτάτορα σε «ανθρωπιστικές» και χριστιανικές αξίες, είναι ένα κάλεσμα για αγάπη, αλληλοκατανόηση και αδελφοσύνη:
«Ψηλὰ τὸ κεφάλι! Εἴμεθα ἱκανοὶ δι’ ὅ,τι ἐπιδιώκκομεν, ἐφ’ ὅσον τὸἐπιδιώκομεν μονοιασμένοι καὶ σφικταγκαλιασμένοι, σὰν ἀδελφοὶ».
«Πρέπει να παύσωμεν να ἀποτελοῦμεν ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα καθ’ ὁμάδας κοινωνικῆς δράσεως. Πρέπει να ξαναγίνωμεν ἀδελφωμένος λαός, διότι μόνον ἀδελφωμένοι ἠμποροῦμεν να προκόψωμεν».
«Πρέπει να πέσουν τὰ τείχη ποῦἐχώριζαν τὸν κάθε ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν συνάνθρωπόν του. Πρέπει να πέσουν τὰ τείχη που ἐχώριζαν τάς κοινωνικὰς ὁμάδας ἐξ ἀπόψεως συμφερόντων καὶ τοὺς ἔκαναν να ἀλληλοσπαράσωνται. Πρέπει να ἔλθωμεν εἰς μίαν κοινωνίαν μὲἄτομά που ἀγαποὺν τὸἕνα τὸἄλλο, μὲἄτομά που κατανοοὺν τὸἕνα τὰ προβλήματα τοῦἄλλου, μὲἄτομά που σκέπτονται ὅτι ὀφείλουν να βοηθήσουν τοὺς συνανθρώπους τῶν διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν προβλημάτων των».
«Ἂς παραμείνωμεν ὅλοι Ἕλληνες ἀδελφωμένοι, ἄνθρωποι, ὅπως μας ἔπλασεν ὁ Μεγαλοδύναμος, διὰ να ἀποτελοῦμεν τὸ παράδειγμα δι’ ὅλους τοὺς λαοὺς εἰς τὴν γῆν».
«Ἀνθρωπισμὸν καὶ ἀγάπη πρέπει να ἔχωμεν καὶ ὡς δημόσιοι λειτουργοῖ καὶ ὡς ἄτομα τῆς κοινωνίας, ὁ ἔνας πρὸς τὸν ἄλλον. Δεν πρέπει να ὑπάρξουν τείχη μεταξὺ μας».
«Ἐὰν ἐνθυμούμεθα ὅτι ἀπέναντι μας κάθε στιγμὴν ἔχωμεν ἔναν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶναι σὰν καὶ ἡμάς, μὲ τὰ ἴδια ἐλαττώματα, μὲ τὰ ἴδια προτερήματα, μὲ τὴν πιθανότητα να κάνει τὰ ἴδια λάθη, ποὺ θὰ ἠμπορούσαμεν να κάνωμεν καὶ ἡμεῖς. Ἂς τοποθετηθῶμεν ἀπέναντί του πάντοτε ὡς ἄνθρωποι καὶ ἂς μὴν τοῦ φορέσετε κανένα κοινωνικὸν κοστούμι καὶ ἰδεολογικόν, ἐκτὸς ἂν εἶναι κόκκινος εἰς τὴν ψυχήν, δηλαδὴ εἶναι κομμουνιστής… Δεν πρέπει να ἀφήσωμεν μῖσος πίσω μας Κύριοι. Πρέπει να τὸ καταλάβετε ὅλοι σᾶς. Θὰ εἶναι ἡ χειρίστη ὑπηρεσία τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρωμεν εἰς τὴν Πατρίδα».
Από το «κράτος-κόμμα» στο «Κράτος-Έθνος»
Ο ηθικισμός αυτός του Παπαδόπουλου παραβλέπει τις εσωτερικές διαφορές και αντιθέσεις στο σώμα του Έθνους. Οι πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις στιγματίζονται και η διχόνοια λειτουργεί ως άλλοθι, το οποίο αποκρύπτει τα συγκρουόμενα εσωτερικά συμφέροντα, αγνοεί τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και προσδίδει στο έθνος την εικόνα μιας ενιαίας και αδιαίρετης ψυχής :
«Δεν ὑπάρχει Κράτος μιᾶς ἠγέτιδος τάξεως, ὑπάρχει Κράτος ἑνὸς Λαοῦ… Ἐφύγαμεν ἀπὸ τὴν περίοδον ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ὑπῆρχεν ἡἐκμετάλλευσις ἀνθρώπου ἀπὸἄνθρωπον, τὴν ὁποίαν διατηρεὶἄκομα εἰς τὰ αὐτιὰ μας ὡς σύνθημα ὁ προδοτικὸς κομμουνισμὸς».
«Δεν ὑπάρχει ἀντίπαλον κράτος. Κράτος εἴμεθα ἡμεῖς, περισσότερον δὲ παρά ποτε εἴμεθα ἡμεῖς σήμερον».
Στα πλαίσια αυτής της ιδεολογίας η άρνηση ή έστω η υποβάθμιση των διαφορών και αντιθέσεων ανάμεσα στις επιμέρους κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες του Έθνους πηγάζει από την πρόταξη του εθνικού συμφέροντος και της επιβίωσης της Ελλάδας/έθνους. Πρόκειται για μια απλουστευτική θεώρηση που στηρίζεται στη σχέση μέρους – όλου : Εφόσον το όλον -Ελλάς κινδυνεύει, το μέρος- κοινωνικές και πολιτικές ομάδες πρέπει να εγκαταλείψουν τις διαφωνίες και τις διαφορές και να συνασπιστούν στον κοινό-εθνικό σκοπό. Έτσι το ταξικό και πολιτικό υποτάσσεται στο εθνικό. Μέσα από αυτή την ηθικιστική αντίληψη και σύγχυση υποκρύπτεται, τελικά, η ταξικότητα του εθνικού :
«Ἀφῆστε τάς προκαταλήψεις τοῦ παρελθόντος. Δεν ὑπάρχει κομματισμός, δεν ὑπάρχει θέσις ὑποκειμενική, ἡὁποία να χωρίζῃ τὸν ἔναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Δεν μπορεὶ να ὑπάρξῃ σήμερον, διότι, ἐὰν ὑπάρξῃ αὐτὴἡ θέσις σήμερον, δεν θὰὑπάρξῃἡἙλλάς, διὰ να ἔχωμεν τὴν πολυτέλειαν ἡμεῖς διαφωνοῦντες να ἀντιμαχώμεθα ἀλλήλων. Τεθῆτε λοιπόν, ὁἔνας πλάι στον ἄλλον, πιασθῆτε χέρι χέρι καὶ σύρατε τὴν φάλαγγαν τοῦἙλληνικοῦ Λαοῦ πρὸς τὰἐμπρός. Τραβήξατε τὸν Ἑλληνικὸν Λαὸν να ἀναρρώσῃ, τραβήξατε τὸν Ἑλληνικὸν Λαὸν να συνέλθῃ, βοηθήσατε εἰς τὴν λησμοσύνην τοῦ παρελθόντος».
Ο δικτάτορας συχνά τονίζει αυτόν τον «υπερκομματικό» χαρακτήρα του καθεστώτος του, αντιπαραβάλλοντας το κομματικό με το εθνικό:
«Σήμερον καὶἀπὸ τῆς νυκτὸς τῆς 20ης πρὸς 21η Ἀπριλίου, δεν ὑπάρχει κράτος κόμμα, ὑπάρχει κράτος Ἔθνος καὶἑπομένως οἱ κρατικοὶ λειτουργοῖ εἶσθε στελέχη τῶν τάξεων τοῦἜθνους… Ὅλοι, λοιπόν, ἐπὶ τοῦ μετώπου. Δεν ἔχει καμμίαν σχέσιν τὸ σήμερον μὲ τὸ χθές. Σήμερον ὑπάρχει ὁἑλληνικὸς λαὸς ἀδελφωμένος».
«Διότι ἡἘπανάστασις, κύριοι, δεν κάμνει πολιτικὴν κομματικήν. ἩἘπανάστασις κάμνει πολιτικὴν ἐθνικήν… Ἡὑπόθεσις εἶναι να γίνωμεν ὅλοι Ἕλληνες, πιστοὶ εἰς τὴν ἰδέαν τοῦἙλληνικοῦἜθνους».
Συχνά στις ομιλίες του δικτάτορα προς τις παραγωγικές τάξεις διατυπώνονται ηθικιστικού χαρακτήρα παραινέσεις προς όλα τα κοινωνικά στρώματα για αμοιβαίες υποχωρήσεις, για ενδιαφέρον και αγάπη του ενός προς τον άλλον με στόχο την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την εθνική συναντίληψη. Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί το διαφορετικό ύφος με το οποίο απευθύνεται ο δικτάτορας σε κάθε ομάδα, ανάλογα με τη θέση της και, ίσως τη σχέση της με το καθεστώς. Απέναντι στους επιχειρηματίες και εφοπλιστές το ύφος είναι παραινετικό έως παρακλητικό,:
«Ἔχετε τὸἀποφασιστικὸν ὅπλον να βοηθήσετε. Ξεχάσατε δι’ ὀλίγον τὸ μεγάλο παράνομον κέρδος, ἐὰν τὶς ἥ τινες τὸἐπιδιώκουν. Ἀφήσατε να κερδήσετε ὀλιγώτερα. Ἂς φάγουν ὀλιγώτερον οἱἐπιχειρηματίαι καὶἂς δώσουν πειρσσότερα εἰς αὐτοὺς μετὰ τοων ὁποίων συνεργάζονται εἰς τὴν παραγωγικὴν μηχανὴν».
«Δεχθῆτε καὶ καμίαν ζημίαν, δεχθῆτε καὶ μίαν βραδύτητα. Βοηθήσατε, για ὄνομα τοῦ θεοῦ, να ἀποβάλωμεν τὴν αἰσχρὰν συναλλαγήν. Βοηθήσατε να ἀποκαταστήσωμεν τῇ χρηστότητα εἰς τὰ δημόσια ἤθη».
«Βέβαιοι ὄντες, μὲ τὴν ὑπογραφὴν μας εἰς τὴν τσέπην σᾶς, ὅτι θὰἐκπληρώσωμεν ὀτιδήποτε μας ἐζητούσατε… Θὰ σᾶς παράσχω ὡς κράτος πᾶν τὸὁποῖον θὰἐζητούσατε. Δώσατε, ὅμως, κύριοι τὴν δύναμιν εἰς τὴν Ἑλλάδα να πετάξη εἰς τὸὄνειρον τῶν Ἑλλήνων, τὴν Μεγάλη Ἑλλάδα. ».
Απέναντι στους εργάτες και τους δημοσίους υπαλλήλους το ύφος των ομιλιών είναι περισσότερο επικριτικό, καθηκοντολογικό :
«Δεν εἶναι θέσις ἡἄρνησις, κύριοι. Ἂν μας πταίῃ κάτι, δεν βάζομέν ποτε φωτιὰ διὰ να κάψωμεν τὸ σπίτι καὶ μαζὶ μὲ τὸ σπίτι να κάψωμεν καὶἐκεῖνό που μας πταίῃἐντὸς αὐτοῦ. Δεν ἠμπορεί,λοιπόν, ἀπὸἄρνησιν να τεθῶμεν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦἐχθροῦ. Ὀφείλομεν να ἀγωνισθῶμεν ἐντὸς τῶν τάξεων μας διὰ να ἀποκαταστήσωμεν τὸ κράτος δικαίου, τὸὁποῖον ἀποτελεῖ πάλαι ποτὲ τὴν ἐπιδίωξιν τῶν Ἑλλήνων. ἩἘπανάστασι δι’ αὐτὸἦλθε καὶ αὐτὸ θὰ προσφέρῃὁπωσδήποτε εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαὸν».
«Δεν εἶναι λύσις ἡἀπεργία, δεν εἶναι λύσις τὸ πεῖσμα τοῦἐργοδότου, δεν εἶναι λύσις ὁἐκβιασμὸς τοῦἐργοδότου, δεν εἶναι λύσις ὁἐκβιασμὸς τοῦἐργάτου. Δεν ζῇὁἔνας χωρὶς τὸν ἄλλον».
Η λήθη
Σε πολιτικό επίπεδο η έκκληση για εθνική ενότητα επιδιώκεται μέσω της «κατάργησης της ιστορίας» με την έννοια της λήθης των πολιτικών διαχωρισμών του παρελθόντος. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη το παρελθόν είναι η παρακμή, ο φατριασμός και όλα τα δεινά που διάβρωσαν την ψυχή του ελληνικού λαού. Η Επανάσταση δεν είναι η συνέχεια μιας παράταξης του παρελθόντος (της παράταξης της εθνικοφρόνου Δεξιάς, η οποία ωφελήθηκε από τη μεταβολή της 21ης Απριλίου), αλλά είναι η ανατροπή συνολικά αυτού του «αμαρτωλού παρελθόντος» και η προσπάθεια δημιουργίας εξαρχής. Επομένως ό,τι χώριζε τους Έλληνες στο παρελθόν δεν έχει σημασία για το παρόν, γιατί το παρελθόν πλέον δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνον το παρόν όλων των Ελλήνων ενωμένων στον κοινό εθνικό σκοπό :
«Κύριοι, τὸ παρελθὸν ἀπῆλθεν ἀνεπιστρεπτὶ».
«Μὴἀσχολεῖσθε μὲ τὸ παρελθόν. Ῥίψατε παραπέτασμα πίσω σᾶς καὶ δεῖτε τὸ μέλλον. Ἡ λήθη εἶναι μέθοδος ἀναδημιουργίας, εἶναι μέθοδος ἐξυγιάνσεως. Δεν φθάνομεν μόνον μερικοὶἀπὸ τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν Ἑλλάδα. ἩἙλλὰς ἔχει ἀνάγκην ὅλων τῶν Ἑλλήνων».
«Ἐκρημνίσθησαν τὰ τείχη πρὸς τὰὀπίσω τὴν 21η Ἀπριλίου καὶ μετὰἐκρημνίσθησαν καὶ τὰ τείχη τὰὑπάρχοντα μεταξὺ τῶν ὁμάδων τῶν Ἑλλήνων, ὡς τοὺς εἶχον ὁμαδοποιήσει αἱ κομματικαὶ τῶν διαμάχαι καὶ προστριβαὶ».
Ο φιλήσυχος πολίτης
Η απαίτηση για υπέρβαση των πολιτικών διαφωνιών και κοινωνικών αντιθέσεων και η σύμπλευση με μια ενιαία εθνική στάση, ίσως, εξηγεί και την αρνητική στάση του δικτάτορα έναντι του συνδικαλισμού και την πολιτικοποίηση των νέων. Η από-πολιτικοποίηση προβάλλεται ως εθνική στάση (από το «κράτος-κόμμα» στο κράτος – έθνος) ενώ ο συνδικαλισμός αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Άλλωστε είναι γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων η αποθάρρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής και η προώθηση της ιδιώτευσης. Το πρότυπο που προβάλλει η δικτατορία είναι αυτό του «φιλήσυχου» πολίτη, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, αλλά να ζει ήρεμα με την οικογένειά του και να ασχολείται με τις οικονομικές δραστηριότητές του και τις προσωπικές του υποθέσεις :
«Ἐντὸς τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἠδραιώθη ἡ ἐσωτερικὴ ἀσφάλεια καὶ ἡ γαλήνη, τάς ὁποίας ὠραματίζετο ὡς ὑπέρτατον ἀγαθὸν ἡ μεγίστη πλειοψηφία τοῦ Ἔθνους. Ὁ καθεὶς δύναται τώρα να ἐπιδίδεται ἀπερίσπαστος εἰς τὰ εἰρηνικὰ τοῦ ἔργα καὶ να μοχθῇ διὰ τὴν βελτίωσιν τῆς τύχης τοῦ
Ο εξοβελισμός της πολιτικής από το πεδίο ενδιαφερόντων και κυρίως δράσης του πολίτη αντιφάσκει, βέβαια, με τον λόγο του δικτάτορα εναντίον της «ατομοκρατίας», αφού ο πολίτης από τη μια εγκαλείται για την πρόταξη του ατομικού, εγωιστικού συμφέροντος έναντι του εθνικού, δηλαδή κοινού συμφέροντος, και από την άλλη καλείται να αφοσιωθεί στα ιδιωτικά έργα και υποθέσεις αφήνοντας το κοινό συμφέρον στη διαχείριση του καθεστώτος. Πρόκειται για μια αντίφαση, απόρροια των εγγενών χαρακτηριστικών ενός δικτατορικού καθεστώτος που, ενώ προβάλλει για λόγους νομιμοποίησής του συλλογικούς εθνικούς στόχους, δεν μπορεί να αποδεχτεί καμιά άλλη πολιτική και εθνική παρέμβαση του πολίτη μη συμβατή με το καθεστώς. Κατά αυτόν τον τρόπο η «πολιτική» δραστηριότητα των νέων προσδιορίζεται αρνητικά ως «πολιτικολογία», η οποία συνδέεται με «ανθρώπινα ποταπά συμφέροντα», και απορρίπτεται :
«Ὀφείλετε να προπαρασκευασθῆτε καὶὡς πολιτικὰὄντα τῆς κοινωνίας. Δεν δικαιοῦσθε, ὅμως, σεβόμενοι τὸν ἑαυτὸν σᾶς να πολιτικολογῆτε κατὰ τὴν φάσιν τοῦ στίβου. Εἰς τὸν στίβον οἱἝλληνες ἠγωνίζοντο ἀλλὰ δεν πολιτικολογούσαν. Πολιτικολογούσαν εἰς τὸ βῆμα. Τὸ βῆμα σᾶς ἀναμένει. Μὴν ἀσχολεῖσθε, ὅμως, κατὰ τὴν περίοδον τῶν σπουδῶν σᾶς μὲ τὴν πολιτικήν… Δεν εἶναι δυνατὸν οἱ νέοι, ἡ αὐριανὴἡγεσία τοῦ τόπου κατὰ τὴν περίοδον τῆς προπαρασκευῆς τῶν διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, να ἀσχολούνται συγκρουόμενοι περὶἀνθρώπινα ποταπὰ συμφέροντα. Οἱ νέοι πρέπει να βλέπουν τὸν δάσκαλον, τὸ βιβλίον καὶ τὸν σκοπὸν τῶν».
Φυσικά από αυτή τη «λήθη» και την εθνική ενότητα «αυτό- αποκλείονται» οι κομμουνιστές, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως ανθέλληνες και προδότες της πατρίδας:
«Ὀφείλομεν να ῥίψωμεντα τείχη ποῦ διαχωρίζουν ἕκαστον ἐξ ἡ μῶν ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους τοῦ εἴτε κατ’ ἄτομα εἴτε καθ’ ὁμάδας. Καὶ συναδελφωμένοι να ἀποδυθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν «χέρι – χέρι» προσπάθειαν ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Πλὴν τῶν ἀνθελλήνων, οἱὁποῖοι ἐγεννήθησαν ἀπὸἙλληνίδας μητέρας, τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ἐπρόδωσαν, καὶ τοὺς ὁποίους ἀγνοοῦμεν»
Μεγάλη Ελλάδα : Ο φοίνικας που αναγεννάται
Το κάλεσμα για εθνική αναμόρφωση και συνέγερση αποβλέπει στην υλοποίηση του νέου μεγάλου εθνικού οράματος που ευαγγελίζεται ο δικτάτορας : τη Μεγάλη Ελλάδα. Πρόκειται για ένα όραμα αναγέννησης της Ελλάδας μέσα από την ηθική και κοινωνική αναμόρφωση των Ελλήνων η οποία θα προέλθει με την επάνοδο στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, δηλαδή τα παραδοσιακά εθνικά χαρακτηριστικά, την ουσία της ελληνικής ψυχής κατά το δικτάτορα. Η εθνική αυτή αναγέννηση περιγράφεται με την εικόνα ενός φοίνικα που ξαναγεννιέται από την τέφρα του ακολουθώντας το δύσκολο μονοπάτι της εθνικής αναβίωσης και δόξας :
«Ἡ δύναμις τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς εἶναι μεγαλουργός, εἶναι μεγαλουργός, ὅμως, ὅταν οἱἝλληνες, ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ οἰανδήποτε προκατάληψιν κακότητος ἣ γενικὼς κακῆς κοινωνικῆς ἀντιλήψεως καὶ τοποθετοῦντές τις ψυχὲς τῶν ὁἔνας διπλᾶ εἰς τὸν ἄλλον, συγκροτοὺν τὴν μεγάλην Ἑλληνικὴν ψυχήν, μέσῳ τῆς ὁποίας πάντοτε εἰς τὴν ἱστορίαν τὸἜθνος μας, ὡς ἄλλος Φοῖνιξ, ἀνεβίωσεν ἐκ τῆς τέφρας τοῦ διὰ να τοποθετήση τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς τῶν ἑλλήνων εἰς τὴν δρᾶσιν πρὸς πραγμάτωσιν τῶν ὀνείρων τῶν. Καὶ σήμερον, περισσότερον παρά ποτε, εἶναι ἀναγκαῖον ἡἑλληνικὴ ψυχὴ μὲὅλας τῆς τάς δυνάμεις, ἀναφωνώντας ὡς ἕνα σύμβολον πίστεως «Ἑλλὰς Ἀνέστη», να δοθῇ διὰ τὴν πραγμάτωσιν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος».
Βέβαια, τα εθνικά οράματα αποτελούν την ιδεολογική και νομιμοποιητική βάση κάθε εθνικιστικού καθεστώτος ή κινήματος που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει κάτω από τα λάβαρα του τα μέλη του Έθνους. Σε αντίθεση με προηγούμενα οράματα, όπως ο Αλυτρωτισμός και η Μεγάλη ιδέα, η «Μεγάλη Ελλάδα» του Παπαδόπουλου δεν υιοθετεί τον επεκτατικό τους χαρακτήρα. Δεν αποβλέπει, δηλαδή, στην εδαφική επέκταση του κράτους μέσω στρατιωτικής δράσης, αλλά στην οικονομική και κυρίως πολιτιστική της ακτινοβολία στον κόσμο μέσω του εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους και της οικονομικής και πολιτιστικής καταξίωσής του στο σύγχρονο κόσμο, ως λίκνου του πολιτισμού.
« Δεν είναι ιμπεριαλιστική η έκφρασις της Μεγάλης Ελλάδος, δεν είναι τουλάχιστον σήμερον, δεν είναι δια το μέλλον. Και εάν συμβολικώς, όπως το τραγούδι το οποίον ακούσαμεν, αναμένωμεν τον ιεράρχην και τον μαρμαρωμένον βασιλιά, τους αναμένομεν ως μύστας της Μεγάλης ιδέας του Έθνους, την οποίαν σήμερον δεν ημπορούμεν να περιορίζωμενεπί εδαφικών τμημάτων, διότι οφείλομεν να αντενίζωμεν ρπος όλον τον χώρον της υδρογείου. Διότι ημείς ουδέποτε υπήρξαμεν πολίται κρατών τα οποία εδυνάστευασν άλλους λαούς. Υπήρξαμε μέλη μιας εθνότητος, η οποία με το πνεύμα και τον πολιτισμόν της κατάκτησε την υδρόγειον, δια να τη σώση και να της δείξη τον δρόμον του ανθρωπισμού. Ιδού επομένως η Μεγάλη Ελλάς. Είναι η Ελλάς του ελληνικού και του χριστιανικού πνεύματος».
«Τὴν ἐπιβίωσιν τῆς, τὴν ἀνάπτυξιν τῆς, τὴν προσφορὰν τῆς πρὸς τὴν παγκοσμίαν κοινωνίαν, αὐτοῦ ποῦ πρέπει να περιμένῃ, ἡ παγκόσμιος κοινωνία ἀπὸ τὴν μικρὰν Ἑλλάδα, ἐφ’ ὅσον τὴν ἐνθυμεῖται, διὰ να ἔλθῃ εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, εἰς μίαν γωνίαν τῆς, καὶ να παρεὶ τὴν ἄσβεστον φλόγα τῶν ὀλυμπιακὼν Ἀγώνων, διὰ να τὴν μεταφέρῃ ἀπὸ τὴν Ἀπῶ Ἀνατολὴ εἰς τὴν ἀπωτέραν Δύσιν καὶ ἀπὸ τοῦ ἀπωτέρου Βορρᾶ πρὸς τὸν ἔσχατον Νότον. Ἐὰν τοῦτο συνετήρησε μέχρι σήμερον τὴν χώρα μας μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπην τῶν τέκνων τῆς, ποὺ ἠγωνίσθησαν για να ὑπάρξῃ, δεν πρέπει να διαφεύγει κανενὸς τὴν προσοχήν, νέοι καὶ νέαι τῆς Ἑλλάδος, ὅτι αὔτη θὰ ὑπάρξει πάντοτε Δεν εἶναι ἰμπεριαλιστικὴ ἡ ἔκφρασις τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, δεν εἶναι τουλάχιστον σήμερον, δεν εἶναι διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐὰν συμβολικώς, ὅπως τὸ τραγούδι τὸ ὁποῖον ἀκούσαμεν, ἀναμένωμεν τὸν ἱεράρχην καὶ τὸν μαρμαρωμένον βασιλιά, τοὺς ἀναμένομεν ὡς μύστας τῆς Μεγάλης ἰδέας τοῦ Ἔθνους, τὴν ὁποίαν σήμερον δεν ἠμποροῦμεν να περιοριζωμενεπι ἐδαφικῶν τμημάτων, διότι ὀφείλομεν να ἀντενίζωμεν προς ὅλον τὸν χῶρον τῆς ὑδρογείου. Διότι ἡμεῖς οὐδέποτε ὑπήρξαμεν πολῖται κρατῶν τὰ ὁποῖα ἐδυνάστευασν ἄλλους λαούς. Ὑπήρξαμε μέλῃ μιᾶς ἐθνότητος, ἡ ὁποία μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν πολιτισμὸν τῆς κατάκτησε τὴν ὑδρόγειον, διὰ να τῇ σώσῃ καὶ να τῆς δείξῃ τὸν δρόμον τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ἰδοὺ ἑπομένως ἡ Μεγάλη Ἑλλάς. Εἶναι ἡ Ἑλλὰς τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος».
Ο πνευματικός χαρακτήρας αυτού του «επεκτατισμού»,επιβάλλεται, εξαιτίας τόσο του ένδοξου πολιτιστικού παρελθόντος όσο και των πολιτικών και οικονομικών αδυναμιών του παρόντος. Με λίγα λόγια, εφόσον η Ελλάδα δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όφειλε να το κάνει στον προνομιακό για αυτή χώρο του πνεύματος μέσω της επιστροφής στο αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και – μέσω του κλήρου – τις χριστιανικές αξίες :
«Ἀναπλάσατε τάς ψυχὰς τῶν Ἑλλήνων. Κάνατε τὸἙλληνικὸν πνεῦμα ὁδηγὸν τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας… Μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι ὁ Εὐαγγελισμὸς αὐτὸς θὰἀποτελέσῃἀφετηρίαν ἐξόδου εἰς τὸν στίβον τῶν ἀξίων καὶ καταλλήλων μαχητῶν, οἱὁποῖοι εἶσθε σεις, ἠμπορὼ να σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν προσπάθειαν σᾶς πρέπει να εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τὸἜθνος θὰ σωθῇ, ὅτι τὸἜθνος θὰ προκόψη, καὶὁ τόπος αὐτὸς θὰ γίνη εὐδαίμων … καὶἡ Μεγάλη Ἑλλὰς θὰἀποτελέσῃ καὶ πάλιν τὴν κοιτίδα τοῦἑλληνοχριστιανικουπολιτισμου, τὴν κοιτίδα ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ πηγάση ἐκ νέου πᾶσα πνευματικὴ προσπάθεια εἰς τὴν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν. Περαίνων ἂς ἀναφωνήσωμεν: Ζήτω τὸἜθνος».
Το προσκλητήριο για τη πραγμάτωση του οράματος απευθύνεται στους Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι βαρύνονται με το χρέος να παραμείνουν και να εργαστούν στη χώρα, στους κληρικούς για το χριστιανικό τους έργο και στους απόδημους Έλληνες και ναυτικούς, οι οποίοι οφείλουν να εξάγουν τον ελληνικό πολιτισμό σε όλη την υφήλιο:
«Καὶἱεραπόστολοι αὐτῆς τῆς ἰδέας, αὐτῆς τῆς ἐθνότητος, εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖς, ἡμεῖς ἔδω εἰς τὴν μητέρα-Πατρίδα καὶὑμεῖς οἱἀπόδημοι Ἕλληνες, πολῖται ἄλλων φίλων κρατῶν .Ὅλοι μαζὶ δεν πρέπει να ἀπαρνηθῶμέν ποτε τὸν ἀντικειμενικὸν σκοπὸν , ποῦἐπιτάσσει ἱστορία μας».
«Ὁἀπόδημος Ἑλληνισμὸς καὶἡἐμπορικὴ μας ναυτιλία συγκροτοὺν καὶὑλοποιοὺν τὴν ἔννοιαν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος»
Συμπερασματα
Ο εθνικιστικός χαρακτήρας του λόγου του Παπαδόπουλου απορρέει από την κεντρική θέση που έχει στο έργο του η ιδέα «Ελλάς», η οποία προσδιορίζεται αχρονικά με τρόπο μη ιστορικό. Πιο συγκεκριμένα υιοθετούνται τα ιδεολογήματα της τρισχιλιετούς αδιάσπαστης εθνικής συνέχειας (πολιτιστικής αλλά και βιολογικής), του περιούσιου λαού, και των εθνικών πεπρωμένων της ελληνικής φυλής, ενώ συχνά γίνεται λόγος για «αθάνατο ελληνικό πνεύμα», «ελληνική ψυχή» και ιστορική αποστολή των Ελλήνων.
Το «ελληνοχριστιανικό ιδεώδες» δεν είναι βέβαια επίνοια του Παπαδόπουλου. Ο εθνικιστικός λόγος της 21ης Απριλίου επιδιώκοντας να οικοδομήσει μια ιδεολογική βάση περί ελληνικού έθνους, ικανή να νομιμοποιήσει το καθεστώς, επανέρχεται στο μεταξικό ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, συνυφαίνοντας το εθνικό / φυλετικό με το χριστιανικό, την πατρίδα με τη θρησκεία σε μια αδιάρρηκτη ενότητα, ώστε οι έννοιες να αναμειγνύονται σε μια ενιαία εικόνα / ιδεώδες και να μην μπορούν να γίνουν διακριτές αποκομμένες η μία από την άλλη. Κατά αυτόν τον τρόπο η Ορθοδοξία ενσωματώνεται στην εθνική ιδέα και καθίσταται πατριωτική αξία ,ενώ ο ρόλος της Εκκλησίας αναγνωρίζεται ως πατριωτικός, με την έννοια ότι η δράση της συμβάλλει όχι μόνο στην ηθική αλλά και την εθνική αναμόρφωση του Έλληνα και στην εντέλει στην αναμόρφωση της Πατρίδας. Σε ομιλία του προς τους δημόσιους υπαλλήλους ο Παπαδόπουλος δηλώνει κατηγορηματικά αυτήν την ενότητα του φυλετικού/εθνικού και θρησκευτικού στοιχείου :
«Πατρὶς εἴμεθα ἡμεῖς οἱἝλληνες, ποῦ συγκροτοῦμεν τὸν περιούσιον λαὸν τοῦ Κυρίου, τὸν Ἑλληνικὸν».
Μέσα σε αυτή τη σύνθεσηεθνικού και θρησκευτικού στοιχείου υπολανθάνουν και οι οικογενειακές αξίες, διαμέσου της προσήλωσης στην παράδοση – πυρήνας της οποίας είναι η οικογένεια – και στις αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Οι τελευταίες είναι ταυτισμένες ιστορικά με την ελληνική οικογένεια και μεταβιβάζονται πρωταρχικά μέσω αυτής από τη μια γενιά στην άλλη. Επομένως, η αποστολή των γονιών στην ορθή ανατροφή των παιδιών με βάση τις εθνικές αξίες (ελληνοχριστιανκές) είναι καθήκον πατριωτικό που επιβαρύνει κυρίως τη Μητέρα ως τροφό και παιδαγωγό του παιδιού:
«Δεν ἀπαιτεῖται ἐκ μέρους ὑμῶν τίποτε περισσότερον ἀπὸὅ,τι ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸ παιδὶ πρὸς τὴν μάννα. Ἀγάπη, πίστις εἰς τὴν στοργὴν τῆς καὶ πρὸ πάντων πίστις εἰς αὐτὰ ποῦἡ Μητέρα ἐδίδαξεν ὡς ὁδηγὸν τῆς ζωῆς για τὰ παιδιὰ τῆς. Πίστις εἰς τάς ἀρχὰς τοῦἙλληνισμὺ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ».
Η σύνδεση των τριών εννοιών το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν είναι ισοβαρής. Προτάσσεται η ιδέα της Πατρίδος / Έθνους την οποία υπηρετούν με το ρόλο τους τόσο η Εκκλησία / Θρησκεία, όσο και η Οικογένια. Μολοντούτο οι τρεις έννοιες συνιστούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, μια συνολική στάση, αφού καθεμία από αυτές χάνει το ρόλο και τη σπουδαιότητά της χωρίς τις άλλες. Η Πατρίδα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να στηριχτεί στις θρησκευτικέ αξίες και την ορθή διαπαιδαγώγηση στην οικογένεια. Η Θρησκεία αποκτά σπουδαιότητα ως εθνική αξία και στηρίζεται στην ελληνοχριστιανική αγωγή της οικογένειας. Τέλος η οικογένεια δικαιώνεται ως θεσμός μέσω της σπουδαιότητας της εθνικής και θρησκευτικής αποστολής της.
Το νήμα που δένει αυτές τις τρεις έννοιες σε μια ενιαία θέση / στάση ζωής, είναι η βαρύτητα της παράδοσης, η οποία έχει εξέχουσα θέση στις ομιλίες του δικτάτορα. Από αυτήν ανασύρει επιλεκτικά στις ομιλίες του τις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, της ευπρέπειας, της τάξης, παρουσιάζοντάς τες ως αξίες «ελληνικές». Η επιστροφή στον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τις αξίες του Έλληνα προβάλλεται με ηθικοπλαστικό και διδακτικό ύφος ως ιδανικό και απάντηση στη φθορά του σύγχρονου καταναλωτικού πολιτισμού. Με αυτόν τον τρόπο η παράδοση εξωραϊζεται, ειδωλοποιείται, εξαγνίζεται από οτιδήποτε ασύμβατο με το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και εντέλει κατασκευάζεται, για να αποτελέσει ένα στέρεο υπόβαθρο της απριλιανής «ιδεολογίας».
Η προτεραιότητα των παραδοσιακών αξιών καθίσταται επίκαιρη σε μια κοινωνία που -κατά το δικτάτορα- βιώνει ηθική, πολιτική και εντέλει εθνική κρίση. Η έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας – η οποία περιγράφεται με όρους βιολογικούς και ιατρικούς – ερμηνεύεται ως απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες και αποδίδεται στο αμαρτωλό κοινοβουλευτικό παρελθόν και την τεχνολογική εξέλιξη. Η επίκληση της κρίσης / ασθένειας χρησιμοποιείται ως λόγος διατήρησης του καθεστώτος και ως θεραπεία προτείνεται η επιστροφή στις διαχρονικές ελληνικές αξίες που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το καθεστώς, δηλαδή τις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας, της οικογένειας, της παράδοσης, του κοινωνικού συμφέροντος, της τάξης, της πειθαρχίας κλ.π. Ο λόγος του Παπαδόπουλου πολύ συχνά καταλήγει σε ένα κάλεσμα λήθης και ενότητας, κατανόησης και αλληλεγγύης που αγνοεί τις κοινωνικές αντιφάσεις και ενδύει τον αυταρχισμό του καθεστώτος του με το μανδύα της χριστιανικής αγάπης και καλοσύνης.
Η έμφαση σε αυτό το τρίπτυχο αξιών λειτουργεί συμπληρωματικά με ένα ακόμη στοιχείο της συντηρητικής ιδεολογίας της μεταξικής αλλά και της μεταπολεμικής περιόδου, στο οποίο στηρίζεται το απριλιανό καθεστώς : τον αντικομμουνισμό. Κατά την επίσημη θέση η Πατρίδα, η Θρησκεία και η Οικογένεια, αποτελούν παραδοσιακές ελληνικές αξίες, τις οποίες υπονομεύει ο ξενοκίνητος κομμουνισμός, ο εχθρός της ελληνικής φυλής. Το τρίπτυχο / σύνθημα χρησιμοποιείται, για να στηρίξει την αντιπαράθεση με τον κατασκευασμένο εθνικό εχθρό ως ιδεολογικό ανάχωμα και κριτήριο που διακρίνει τους Έλληνες – που υποτίθεται προστατεύει το καθεστώς – από τους «ανθέλληνες» κομμουνιστές. Επομένως, η έμφαση στην Πατρίδα, τη Θρησκεία, και την Οικογένεια δε μπορεί παρά να ερμηνευτεί παρά ως αποτέλεσμα της ανάγκης να στηριχτεί ιδεολογικά η αντικομμουνιστική εμμονή και με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογηθεί η επιβολή της δικτατορίας στην κοινή γνώμη.
Βέβαια, η αντικομμουνιστική ρητορική του Παπαδόπουλου αν και αντλήθηκε από την «εθνικόφρονα» ιδεολογία των προηγούμενων δεκαετιών παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις από αυτήν, τόσο ως προς την ένταση, όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Μακριά από τη σκληρή γραμμή της μετεμφυλιακής περιόδου, η κομμουνιστική απειλή, αποτελεί περισσότερο λόγο – πρόφαση επιβολής και διατήρησης του καθεστώτος και ελάχιστα έως καθόλου άμεσα ορατός κίνδυνος κοινωνικής μεταβολής και ενός δεύτερου εμφύλιου πολέμου. Η κομμουνιστική απειλή, όπως τουλάχιστον αναγνωρίζεται στο λόγο του Παπαδόπουλου, συνδέεται περισσότερο με την ανησυχία που προκαλούσε στο κατεστημένο το αυξανόμενο κίνημα πολιτικού και κοινωνικού εκδημοκρατισμού στη δεκαετία του ’60 και η πιθανότητα ανατροπής βασικών δομών και επιλογών του μετεμφυλιακού κράτους. Γέννημα αυτού του κράτους και στελέχη του βασικού του πυλώνα, του στρατού, οι πραξικοπηματίες αισθάνονταν ότι απειλούνταν όλα εκείνα με τα οποία είχαν γαλουχηθεί και είχαν υπηρετήσει : ο παρεμβατικός ρόλος του στρατού στην πολιτική ζωή, ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της χώρας, η ένταξη στο ΝΑΤΟ, η περιθωριοποίηση της Αριστεράς, η παρεμπόδιση της συμμετοχής ριζοσπαστικών κινημάτων στην επίσημη πολιτική ζωή, η επιβράδυνση πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και γενικότερα όλα όσα εκπροσωπούσε το μετεμφυλιακό, διχαστικό κράτος της Δεξιάς.
Θα μπορούσαμε γενικά να πούμε ότι το τρίπτυχο «Πατρίς – θρησκεία – Οικογένεια» εντάσσεται ως βασικός πυλώνας στο ιδεολογικό οικοδόμημα της δικτατορίας. Φυσικά δεν πρόκειται για επίνοια του Παπαδόπουλου, για μια νέα ιδεολογία των απριλιανών αλλά για ένα από τα στοιχεία του κυρίαρχου συντηρητικού λόγου των προηγούμενων δεκαετιών. Το ιδεολόγημα αυτό, το οποίο εδραιώθηκε στη μεταξική περίοδο ως κυρίαρχο σημείο αναφοράς του συντηρητικού κόσμου παρείχε στο απριλιανό καθεστώς – όπως τουλάχιστον οι ηγέτες του πίστευαν – ένα ιδεολογικό προκάλυμμα που θα νομιμοποιούσε την αυθαίρετη εξουσία τους, και θα εξασφάλιζε την αποδοχή του καθεστώτος τουλάχιστον από τα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Επιλογος – Τελικο συμπερασμα
Ως ακραία εξέλιξη των δομών του μετεμφυλιακού κράτους, η δικτατορία εκφράζει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του και σε ιδεολογικό επίπεδο. Όταν το μετεμφυλιακό κράτος του κοινωνικού και πολιτικού αποκλεισμού έχανε και την επίφαση της νομιμότητάς του, και κινδύνευε να ανατραπεί – ή θεωρήθηκε ότι κινδύνευε – από το ογκούμενο δημοκρατικό και ριζοσπαστικό κίνημα, τότε ο «πυρήνας» αυτού του κράτους, οι δυνάμεις στις οποίες πραγματικά στηριζόταν, ο Στρατός, τα Σώματα Ασφαλείας και οι παρακρατικοί μηχανισμοί, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα προσχήματα, να περάσουν από το σκοτάδι στο φως και να δείξουν στην κοινωνία «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Επομένως η δικτατορία πρέπει να αξιολογηθεί ως ένα στρατιωτικού τύπου «έκτακτο» καθεστώς του οποίου δεν προηγήθηκε μια μακρά ιδεολογική προετοιμασία της κοινωνίας, ικανή να του εξασφαλίσει συνεκτική ιδεολογία και λαϊκή αποδοχή, κάτι που συνέβη με άλλα φασιστικού τύπου καθεστώτα, όπως η δικτατορία του Μεταξά.
Αυτός ο αυθαίρετος χαρακτήρας του καθεστώτος, το οποίο στηριζόταν στην απροκάλυπτη δύναμη των όπλων, ώθησε τους πραξικοπηματίες να ανασύρουν από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του συντηρητισμού της μεταξικής και μετεμφυλιακής περιόδου ετερόκλιτα στοιχεία και ιδεολογήματα επιδιώκοντας να διαμορφώσουν μια δική τους ιδεολογία, ικανή να «νομιμοποιήσει» το καθεστώς και να τους παρέχει μια κάποια λαϊκή αποδοχή ή τουλάχιστον ανοχή. Οι αξίες της Πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας κατέχουν περίοπτη θέση σε αυτό το αμάλγαμα ιδεών και αξιών, πλαισιωμένες από αξίες και ιδέες κάποιες φορές ασύμβατες ή άσχετες : η παράδοση αλλά και ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός, ο αντικομμουνισμός αλλά και η λήθη και η εθνική ενότητα, η πολεμική αρετή αλλά και η αγάπη και η καλοσύνη, η τάξη, η ευπρέπεια και η καθαριότητα (!), η πρόταξη του συνόλου αλλά και η ιδιώτευση και η επιβράβευση του φιλήσυχου πολίτη, η δημοκρατία αλλά και η πρωτοκαθεδρία του στρατού κ.ά.
Σε τελική ανάλυση η χρησιμοποίηση αυτού του τρίπτυχου από ένα καθεστώς ανελευθερίας, που συνδύαζε την ωμή βία με τη φαιδρότητα και τη μικρότητα των ηγετών της, οδήγησε στην υπονόμευση της απήχησής του, στη μετατροπή σε μια «καρικατούρα», αντικείμενο απαξίωσης και μνημείο αναχρονισμού. Η μεταπολίτευση τοποθέτησε το σύνθημα στο περιθώριο. Οι καιροί άλλωστε είχαν αλλάξει…
πηγεσ
Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 27 Απριλίου 1967 έως 9 Φεβρουαρίου 1968, τόμ. Α΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Απρίλιος 1968.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 1 Μαρτίου 1968 έως 28 Ιουλίου 1968, τόμ. Β΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1968.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις-μηνύματα και εγκύκλιοι από 29 Ιουλίου 1968 έως 31 Ιανουαρίου 1969, τόμ. Γ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Απρίλιος 1969.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Φεβρουαρίου έως 31 Μαρτίου 1969, τόμ. Δ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1969.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Απριλίου 1969 έως 31 Αυγούστου 1969, τόμ. Ε΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Φεβρουάριος 1970.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Σεπτεμβρίου 1969 έως 30 Σεπτεμβρίου 1970, τόμ. ΣΤ΄, έκδ. Γενική Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, Δεκέμβριος 1970.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-συνεντεύξεις-δηλώσεις και μηνύματα από 1 Οκτωβρίου 1970 έως 30 Δεκεμβρίου 1971, τόμ. Ζ΄, έκδ. Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, Αθήνα, Απρίλιος 1972.
- Παπαδόπουλος Γεώργιος, Το Πιστεύω μας. Λόγοι-διαγγέλματα-δηλώσεις-μηνύματα από 31/12/1971 έως 27/6/1999, τόμ. Η΄, Ελεύθερος Κόσμος, Αθήνα, Οκτώβριος 2004.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Έφη Γαζή, Πατρίς, θρησκεία, οικογένειa, Ιστορία ενός συνθήματος (1880-1930), Πόλις, Αθήνα 2011
Ρεπούση Μαρία, Τα Μαρασλειακά 1925 – 1927, Πόλις, Αθήνα 2012
- Παπαδημητρίου Ι. Δέσποινα, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, Σαββάλας, Αθήνα 2006.
- Αθανασάτου Γιάννα, Ρήγος Άλκης, Σεφεριάδης Σεραφείμ (επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
- Διαμαντόπουλος Θανάσης, «Η δικτατορία των Συνταγματαρχών 1967-1974. Το απριλιανό καθεστώς» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμ. ΙΣτ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 266-286.
Καλλιβρετάκης Φ. Λεωνίδας, «Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και ‘Χ’. Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού», περ. Αρχειοτάξιο, τχ. 8 (Μάιος 2006), Αθήνα.
- Κωστόπουλος Τάσος,Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ, Αθήνα 2005.
- Χαραλάμπης Δημήτρης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα 1985.
- Βόγλη Ιωάννα, Ο επίσημος λόγος της 21ης Απριλίου : «Το Πιστεύω μας» του Γεωργίου Παπαδόπουλου, διπλωματική εργασία του Π.Μ.Σ. του Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα 2007.
- Mikedakis Emmanuela, Renouncing the recent past, “revolutionizing” the present and “resurrecting” the distant past: Lexical and figurative representations in the political speeches of Georgios Papadopoulos (1967-1973), διδακτορική διατριβή, University of New South Wales, Σίδνεϋ 2007.